Πόλεμος του Καυκάσου (1817-1864)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόλεμος του Καυκάσου
Χάρτης της κατάκτησης των ημιαυτόνομων Χανάτων του Καυκάσου από τους Ρώσους.
Χρονολογία1817-1864
ΤόποςΚαύκασος
ΈκβασηΝίκη της Ρωσίας

Πόλεμος του Καυκάσου ή Καυκάσιος Πόλεμος ήταν μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων που διεξήχθησαν από το 1817 έως το 1864 μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και διαφόρων λαών του Βόρειου Καύκασου που αντιστάθηκαν στην υποταγή. Ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση του Βόρειου Καύκασου στη Ρωσία. Είναι ο πιο μακροχρόνιος πόλεμος που διεξήχθη στη ρωσική ιστορία. [1]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια σκηνή από τον Καυκάσιο πόλεμο, πίνακας του Φρανς Ρουμπώ.

Μεταξύ 1804 και 1813, η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέκτησε και προσάρτησε πολλά μικρά κράτη στον Νότιο Καύκασο, κατά τον Ρωσοπερσικό πόλεμο που έληξε το 1813 με τη συνθήκη του Γκουλιστάν. Καθώς οι Καυκάσιοι του βορά από την Τσετσενία και το Νταγκεστάν αποτελούσαν εμπόδιο στο δρόμο προς τα κατακτημένα εδάφη, ο τσάρος Αλέξανδρος Α' διέταξε τον στρατό να κατακτήσει και αυτές τις περιοχές.[2]

Ο πόλεμος ξέσπασε το 1817. Οι αντίπαλοι των Ρώσων ήταν οι καυκάσιοι λαοί με επικεφαλής τον μουλά Μοχάμεντ Γκάζι (πέθανε το 1832 κατά τη διάρκεια της εισβολής στο Γκιμρί), ο Γκαμζάτ-μπεκ (δολοφονήθηκε στον αγώνα για την εξουσία) και ο ιμάμης Σαμίλ.

Μέχρι το 1857, οι Τσετσένοι και οι λαοί του Νταγκεστάν εμπόδιζαν με επιτυχία τους Ρώσους να πάρουν τον έλεγχο της στρατηγικής σημαντικής περιοχής στον Καύκασο. Εκείνη τη χρονιά οι Ρώσοι σχημάτισαν το Ανεξάρτητο Καυκάσιο Σώμα με 200.000 άνδρες. Δύο χρόνια αργότερα ο ιμάμης Σαμίλ (25 Αυγούστου 1859) συνελήφθη τελικά από τους Ρώσους, γεγονός που συνέβαλε στο τέλος του πολέμου. Η τελευταία πράξη του πολέμου ήταν η κατάληψη από τους Ρώσους της βάσης των ανταρτών στην έρημο Kbaada το 1864.[3]

Ο πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πόλεμος του Καυκάσου διεξήχθη υπό την ηγεμονία τριών τσάρων: του Αλέξανδρου Α' , του Νικολάου Α' και του Αλέξανδρου Β' . Οι σημαντικότεροι Ρώσοι στρατιωτικοί ηγέτες είναι ο Αλεξέι Γιέρμολοφ (εκστρατεία 1816-1827), ο Μιχαήλ Βοροντσόφ (εκστρατεία 1844-1854) και ο Αλεξάντερ Μπαργιατίνσκι (εκστρατεία 1856-1862).

Εκστρατεία του στρατού του στρατηγού Αργκουτίνσκι-Ντολγορούκι το 1853, πίνακας του Φρανς Ρουμπώ (1892)

Η ρωσική εισβολή συνάντησε σκληρή αντίσταση. Η πρώτη εκστρατεία, η οποία τελείωσε με τον θάνατο του Αλέξανδρου Α' και την εξέγερση των Δεκεμβριστών το 1825, σημείωσε ελάχιστες επιτυχίες μπροστά σε αυτό που οι Ρώσοι στρατιωτικοί ηγέτες θεωρούσαν μια εύκολη επιχείρηση: μια εκπληκτική αποτυχία, αφού ο ρωσικός στρατός ήταν αυτός που πρόσφατα είχε νικήσει τον Ναπολέοντα. Οι κάποιες επιτυχίες των Ρώσων αμαυρώθηκαν από αγριότητες, όπως η εξόντωση τοπικών πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων των Τσετσένων, που προκάλεσαν εσωτερικές αντιδράσεις, όπως του στρατηγού Μιχαήλ Ορλώφ, ο οποίος έγραψε : «Πιστεύω ότι παρ' όλη την ευφυΐα του, αυτός (ο Γιέρμολοφ) είναι ανίκανος να ειρηνεύσει αυτή τη χώρα. Η υποδούλωση των Τσετσένων και άλλων λαών αυτής της περιοχής είναι εξίσου δύσκολη με την ισοπέδωση του Καυκάσου. Αυτή η επιχείρηση δεν θα γίνει με ξιφολόγχες αλλά με τον χρόνο και τα φώτα που επίσης μας λείπουν. [...] Υπάρχει κάτι μεγαλειώδες σ' αυτόν τον συνεχιζόμενο πόλεμο και οι πύλες του ναού του Ιανού δεν κλείνουν στη Ρωσία, όπως στην αρχαία Ρώμη. Ποιος όμως από εμάς, μπορεί να καυχηθεί γι'αυτόν τον αιώνιο πόλεμο;». Ας σημειωθεί ότι αυτές οι σημειώσεις χρονολογούνται από το 1820 και ότι πέρασαν άλλα 44 χρόνια μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.[4]

Οι Καυκάσιοι εγκαταλείπουν την περιοχή τους, πίνακας του Πιοτρ Γκρουίνσκι.
Παράδοση του Σαμίλ στον πρίγκιπα A.I. Μπαργιατίνσκι, πίνακας του Αλεξέι Κιβσένκο.

Μεταξύ 1825 και 1830 η ένταση των επιχειρήσεων μειώθηκε, με τη Ρωσία να εμπλέκεται σε δύο ακόμη συγκρούσεις, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829) και κατά της Περσίας στον Ρωσοπερσικό Πόλεμο (1826-1828), στους οποίους σημείωσε σημαντικές επιτυχίες. Οι μάχες ξανάρχισαν στον Καύκασο, που είχε ενωθεί σε ένα στρατιωτικό-θεοκρατικό ισλαμικό κράτος, το Βόρειο Καυκάσιο Ιμαμάτο (1829 -1859), ενάντια στον μουλά Μοχάμεντ Γκάζι, στον Γκαμζάτ-μπεκ και τον διάδοχό του ιμάμη Σαμίλ, ο οποίος ηγήθηκε της αντίστασης των Καυκασίων ορεσείβιων από το 1834 μέχρι που συνελήφθη το 1859.

Η δεύτερη περίοδος ηρεμίας έλαβε χώρα με την εκεχειρία που συνήφθη με τον Σαμίλ τον Μάρτιο του 1855, όταν η Ρωσία ενεπλάκη στον Κριμαϊκό πόλεμο. Ωστόσο, η εκεχειρία ήταν βραχύβια και ο πόλεμος ξανάρχισε στα τέλη του ίδιου έτους.

Ο πόλεμος του Καυκάσου τελείωσε με την κατάκτηση του Βόρειου Καυκάσου και τη μαζική έξοδο των Μουσουλμάνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (κυρίως των Κιρκασίων). [5]

Ο Σαμίλ ορκίστηκε πίστη στον Τσάρο και στη συνέχεια εξορίστηκε στην κεντρική Ρωσία. Ο πόλεμος τελείωσε επίσημα στις 2 Ιουνίου 1864 (21 Μαΐου στο Ιουλιανό ημερολόγιο), με δήλωση του Τσάρου.

Λογοτεχνία -Τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πόλεμος του Καυκάσου ενέπνευσε Ρώσους καλλιτέχνες που απεικόνισαν σκηνές του πολέμου και συγγραφείς που σε έργα τους αποτύπωσαν διάφορα επεισόδια των εχθροπραξιών: Αλεξάντερ Πούσκιν, μεταξύ άλλων Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου (1821), Μιχαήλ Λέρμοντοφ, Λέων Τολστόι: Χατζή Μουράτ (1896 - 1904) κ.ά..[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Éric Hoesli, À la conquête du Caucase: Épopée géopolitique et guerres d'influence, Paris, Syrtes, 2006, σελ. 10
  2. ,. «military-history.fandom.com/wiki/Caucasian_War». 
  3. Mariel Tsaroïeva, Peuples et religions du Caucase du Nord, Paris, Karthala, 2011, p. 173.
  4. . «areion24.news/2018/09/22/la-conquete-du-caucase-par-la-russie/». 
  5. . «larousse.fr/encyclopedie/divers/Adygus/». 
  6. . «babelio.com/livres/Tolstoi-Hadji-Mourad».