Ουδετεροφιλία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος Ουδετεροφιλία είναι σχετικά σύγχρονος όρος του Διεθνούς Δικαίου που τέθηκε σε κοινή χρήση αμέσως μετά τον Β' Π.Π. στη έξαρση του ψυχρού πολέμου που ακολούθησε. Η ουδετεροφιλία είναι διάφορος όρος από την ουδετερότητα.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά η ουδετεροφιλία χαρακτηρίζει την θέση των χωρών εκείνων που επιθυμούν να απόσχουν από πολιτικές ή διπλωματικές δεσμεύσεις με μία από τις δύο πλευρές της διαμάχης που ακολούθησε μεταξύ του ανατολικού (κομμουνιστικού) και του δυτικού συνασπισμού. Η θέση αυτή γενικά εξαρτάται τόσο από την ακολουθούμενη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική, όσο και από τη γεωγραφική θέση, εκδηλούμενη ανάλογα σε ποικίλες μορφές στην Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, (Σουηδία, Γιουγκοσλαβία, Κύπρος).

Οι χώρες που ακολουθούν ουδετεροφιλία καθιερώθηκε να λέγονται Αδέσμευτες χώρες, η δε κίνησή τους αυτή Κίνημα των Αδεσμεύτων.

Χρήση του όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη χρήση του διεθνούς όρου (Neutralism, προφέρεται Νιούτραλισμ) πολλές φορές συμβαίνει να ταυτίζεται, η και να συγχέεται, με την έννοια της παραδοσιακής ουδετερότητας (Neutrality). Οι βασικές διαφορές των όρων αυτών στη χρήση τους είναι οι ακόλουθες:

1. Η Ουδετεροφιλία μπορεί ν' αναφέρεται είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε σε ομαδικό, είτε ειδικότερα στην εξωτερική πολιτική χωρών ως πνευματική στάση - θέση ή και ιδεολογία. Αντίθετα η ουδετερότητα αποτελεί ειδική νομική κατάσταση - αμεροληψίας (impartiality) που μόνο κυρίαρχες χώρες μπορούν να υιοθετήσουν και μόνο σε περιπτώσεις σύγκρουσης χωρών, οι συνέπειες της οποίας προσδιορίζονται ειδικά από σχετικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου. Κατόπιν αυτού η ουδετεροφιλία εκδηλώνεται ελεύθερα χωρίς ειδικούς κανονισμούς σ΄ ένα ευρύτατο φάσμα από τον λεγόμενο ακραίο απομονωτισμό (isolationism), μέχρι της ενεργού ανάμιξης μείωσης της διεθνούς έντασης.
2. Η Ουδετεροφιλία εκφράζει μια πολιτική συμπαγή φιλοσοφία με συνεπαγωγή αρχών που τυγχάνουν ενδιάμεσες εκείνων που πρεσβεύουν οι δύο διεθνείς αντίπαλες Δυνάμεις μέχρι και την απόλυτη απόκρουση αυτών των Αρχών - αντιλήψεων. Έτσι η Ουδετεροφιλία αποτελεί μία πολιτική κοσμοθεωρία με ξεχωριστή αντίληψη των διεθνών σχέσεων (international relations), όπως π.χ. την απόκρουση ένοπλης βίας, την ισορροπία δυνάμεων, κ.λπ. Αντίθετα η Ουδετερότητα δεν αποτέλεσε ποτέ ιδιαίτερη κοσμοθεωρία. Κάποιες ουδέτερες χώρες που παρουσιάσθηκαν κατά το παρελθόν μπορεί να είχαν δικαιολογήσει τη στάση τους επικαλούμενες ηθικούς λόγους εκ παραδόσεως. Η θέση όμως αυτή ήταν πολύ περιορισμένη, δεν ήταν γενική, αφού υιοθετούνταν κυρίως πάνω σε εθνικά συμφέροντα και ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις, χωρίς τη συνειδητή ανάγκη μιας ηθικής δικαιολόγησης.
3. Στη διεθνή σκηνή η ουδετεροφιλία μπορεί να εκφράσει ακόμα και αποκοπή σχέσεων αναφορικά όχι κατά την έννοια του πολέμου ή της ειρήνης, (στην ιστορική τους αντίληψη), αλλά απέναντι σε μια διαμάχη βίαιη ή ειρηνική των δύο μεγάλων συνασπισμών. Αντ' αυτών κάποιες χώρες στο πρόσφατο παρελθόν (π.χ. ΗΠΑ, Σουηδία, Ολλανδία κ.λπ.) αυτοχαρακτηρίζονταν "μονίμως ουδέτερες" σε εμπόλεμες καταστάσεις, που αυτό βεβαίως τις περισσότερες φορές εξυπηρετούσε σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ιδιαίτερες σκοπιμότητες επί των σφαιρών επιρροής και όχι την ουδετεροφιλία.

Συνεπαγωγές ουδετεροφιλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ουδετεροφιλία ως κοσμοθεωρία διεθνών σχέσεων συνεπάγεται τα ακόλουθα κυρίαρχα "αρνητικά" σημεία:

1. Την άρνηση συμμετοχής σε στρατιωτικά σύμφωνα των δύο συνασπισμών ανατολικού και δυτικού μπλοκ.
2. Την άρνηση αποδοχής όπλων ή στρατιωτικής βοήθειας εκ μέρους των δύο συνασπισμών με ιδιαίτερες δεσμεύσεις.
3. Την άρνηση παροχής στρατιωτικών βάσεων ή στρατιωτικών διευκολύνσεων στη μία ή στην άλλη πλευρά των συνασπισμών.
4. Την μη ανάληψη δεσμευτικών υποχρεώσεων υπέρ της μίας των δύο πλευρών με συνθήκες ή άλλες διπλωματικές επιρροές ή ακόμα και με ανεπίσημα μέσα υποστήριξης της μιας ή της άλλης σύγχρονης παγκόσμιας πολιτικής ιδεολογίας.

Συναφείς όροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τα παραπάνω οι διάφοροι πολιτικοί των χωρών αν και ευρύτατα κάνουν χρήση του όρου αυτού στους λόγους τους εντούτοις στις διάφορες διεθνείς διασκέψεις, διπλωματικές συναντήσεις, ομιλίες στον ΟΗΕ κ.λπ. έχουν καθιερωθεί στη πράξη και άλλοι όροι περισσότερο διευκρινιστικοί προκειμένου να προληφθούν παρανοήσεις ή αλλά και προς διευκόλυνση των διερμηνέων - μεταφραστών. Τέτοιοι όροι είναι:

1. "μη ευθυγράμμιση" (non-alignment)
2. "μη ανάμιξη" (non-involvement)
3. "επιδίωξη μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής" (pursuit of an independent foreign policy), καλούμενοι οι οπαδοί τους "αδέσμευτοι λαοί" (uncommited people).

Θετική Ουδετεροφιλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο όρος Θετική Ουδετεροφιλία ακούγεται λίγο περίεργος ως προς στην μεταξύ των εννοιών τους σχέση, καθιερώθηκε και αυτός να λέγεται προκειμένου ο όρος ουδετεροφιλία να πάρει μια θετικότερη μορφή από εκείνη της αρνητικής στάσης που ενδεχομένως να ενυπάρχει κάποια δόση αδιαφορίας ή ιδιοτέλειας. Έτσι με τη χρήση του όρου αυτού δίνεται η έννοια μιας προσπάθειας για συμφιλίωση, ή ύφεση, ή κάποιας μεσολάβησης μεταξύ των αντιπάλων μερών με σκοπό την εδραίωση της ειρήνης. Τέτοια προσπάθεια μπορεί να αποβλέπει γενικότερα στον αφοπλισμό ή σε αποδέσμευση καθώς και ειδικότερα σε κάποια μορφή αποκλιμάκωσης μιας έκρυθμης κατάστασης.

Η συνήθης μέθοδος που ακολουθείται στην άσκηση θετικής ουδετεροφιλίας βασίζεται στη σαφή ερμηνεία του κάθε ζητήματος που προκύπτει με κρίση "επί της αξίας" και μόνο του θέματος, και όχι με βάση κάποιων αυστηρών προκαθορισμένων ιδεολογικών σταθμίσεων. Εξ ου και επ΄ αυτού ο επιπρόσθετος συναφής διεθνής όρος "προώθηση καθεστώτος της ειρήνης" (regime of peace).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών - UNESCO" Εκδ. Ελληνική Παιδεία ΑΕ - Αθήνα 1972. τομ.2ος, σελ.675.
  • Ανδρ. Ζιμπουλάκης "Διεθνές Δίκαιο" - Αθήνα 1989. σελ.89.