Ουδετερότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γενικά ο όρος ουδετερότητα (neutrality), σημαίνει την αποχή από κάθε μορφής ανάμιξης μεταξύ αντιμαχομένων. Προκειμένου όμως περί κρατών ο όρος είναι στρατιωτικός ως αποφυγή ανάμιξης ενός κράτους, καλούμενο ουδέτερο κράτος ή Χώρα (Neutral State), μεταξύ άλλων εμπολέμων.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο ο θεσμός της ουδετερότητας ανάγεται στους νεότερους χρόνους, περί τον 19ο αιώνα όταν και διαμορφώθηκε χάρη στη δράση της "Ένωσης ενόπλου ουδετερότητας" που συστάθηκε το 1780 και 1800. Ακολούθησαν όμως και πολλές άλλες προσπάθειες ουδετερότητας (π.χ. Ελβετίας κ.ά.). Έτσι το λεγόμενο "Δίκαιο της Ουδετερότητας" όπως συνηθίζεται ο θεσμός αυτός να λέγεται, κωδικοποιήθηκε με δύο συμβάσεις της Β' Συνδιάσκεψης της Χάγης στις 8 Οκτωβρίου του 1907.

Θεμελιώδης ιδέα της ουδετερότητας είναι η αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που εκ της σύγκρουσης των εμπολέμων θα μπορέσει να θίξει τον ουδέτερον, σε οποιονδήποτε τομέα. Απ΄ αυτό όμως προκύπτει και το αντίστοιχο δικαίωμα των εμπολέμων ν΄ αξιώσουν την κάθε δυνατή αμεροληψία του ουδέτερου απέχοντας κάθε ανάμιξης κατά τη σύγκρουση. Η πρώτη εκ των παραπάνω συμβάσεων της Χάγης (με αριθμό Ε) ρυθμίζει την ουδετερότητα στις κατά ξηρά πολεμικές συγκρούσεις της οποίας και κυριότερες διατάξεις είναι δύο:

α) Αμεροληψία του Ουδετέρου (Impartiality of Neutral State), στις σχέσεις του προς τους εμπολέμους, όπως να μην επιτρέψει σε κανέναν των εμπολέμων τη χρήση πάσης φύσεως εγκατάστασης και διευκόλυνσης ήτοι λιμένων, οδικών δικτύων, σιδηροδρόμων, στην επικράτειά του (καθώς και των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου, που συμπεριλήφθηκαν αργότερα), την προμήθεια όπλων, επικοινωνιακή (τηλεφωνική) εγκατάσταση, τη στρατολογία, το δανεισμό κ.λπ. Εξαιρετικά επιτρέπεται μόνο η διέλευση τραυματιών και ασθενών.
β) Ο Ουδέτερος διατηρεί το καθήκον της άμυνας, δηλαδή του δικαιώματος της ένοπλης αντίστασης σε κάθε παραβίαση των συνόρων του ή του εδάφους του προς διέλευση ή εγκατάσταση εμπολέμων. Εάν παρά ταύτα εισέλθει στρατός ή υφίσταται "τυχαία" στρατός από πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, με την έναρξη αυτών θα πρέπει ν΄ αφοπλιστεί και να τεθεί υπό περιορισμό.

Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται και στον απ΄ αέρος πόλεμο ισχύουσας της αρχής ότι ο υπέρ του ουδετέρου κράτους χώρος είναι και αυτός ουδέτερος.

Η δεύτερη των παραπάνω συμβάσεων της Χάγης (με αριθμό ΙΓ΄) ρυθμίζει τα της ουδετερότητας στον κατά θάλασσα πόλεμο. Σύμφωνα μ΄ αυτή οι Ουδέτεροι οφείλουν να παρεμποδίζουν εντός των λιμένων τους κάθε επισκευή ή εξοπλισμό καθώς και τον απόπλου πλοίου ή πλοίων των αντιμαχομένων. Επίσης οι εμπόλεμοι οφείλουν ν΄ αποφύγουν κάθε δραστηριότητα (νηοψία, λεία πολέμου κ.λπ.) μέσα σε Ουδέτερη θάλασσα, όπως επίσης και την εγκατάσταση πάσης φύσεως συσκευών (ασυρμάτου), ναυτικών βάσεων (ανεφοδιασμού) κ.λπ. Επίσης το Ουδέτερο κράτος υποχρεούται να καλέσει όλους τους υπηκόους του ν΄ απέχουν κάθε προσπάθειας πράξης ανάμιξης στον πόλεμο των αντιμαχομένων.

Παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά ως στρατιωτικός όρος η ουδετερότητα δεν έχει τύχει ευρύτερης αποδοχής και ανέκαθεν υφίστανται έντονες αντιδικίες τουλάχιστον τόσο στο θεωρητικό οσο και στο ουσιαστικό υπόβαθρο του όρου. Οι αντιδικίες προέρχονται κυρίως από το γεγονός πως κάθε φορά οι εμπόλεμοι αναγνωρίζουν περιορισμένα δικαιώματα στην ουδετερότητα ενώ αξίωναν απ΄ αυτή εκτεταμένες υποχρεώσεις, ενώ οι ουδέτεροι λάμβαναν ακριβώς την αντίστροφη θέση. Ετσι πολλοί είναι εκείνοι (νομικοί και επιτελείς) που διαφωνούν στην πραγματική ύπαρξή της ή όχι. Η διαφωνία αυτή εδράζεται στο γεγονός ότι όσοι υποστηρίζουν την "εξωπραγματική" της θέση, συνεπώς την κατάργησή της,(ως μη εφικτή), στηρίζονται στο περιεχόμενο (content) της ουδετερότητας, ενώ αντίθετα, εκείνοι που διατείνονται στην ύπαρξή της την εστιάζουν ως "στάση" ή "θέση έναντι" (attitude) επί της συγκεκριμένης τοποθέτησης του ουδετέρου.

Σύγχρονη άποψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά το Δίκαιο της Ουδετερότητας (δικαιώματα και υποχρεώσεις) υπήρξε ένα εξελισσόμενο σύνολο κανόνων. Παράλληλα όμως εξίσου θεμελιώδεις αρχές μεταξύ των ουδετέρων κρατών υπήρξαν και εκείνες του "απαραβίαστου του εδάφους", της "αμεροληψίας", όπως και της "μη συμμετοχής" στο πόλεμο. Στο σημείο αυτό μερικά παραδείγματα ειδικού περιεχομένου ουδετερότητας βρίσκονται στη "Διακήρυξη των Παρισίων (1856) που επιβεβαίωσε την αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, του εμπορίου, των ελευθέρων πλοίων και εμπορευμάτων. Επίσης οι λεγόμενοι Κανόνες της Ουάσιγκτον (1871), επιπρόσθετα, απαγόρευαν σε ουδέτερο κράτος την, εντός επικράτειάς του, ναυπήγηση πλοίων που θα χρησιμοποιούνταν στον πόλεμο. Αλλά και η Συνθήκη της Χάγης (1907) περί Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων των Ουδετέρων Χωρών, Δυνάμεων και Προσώπων σε εμπόλεμη κατάσταση, υποχρέωνε το ουδέτερο κράτος να εγκλείνει σε στρατόπεδα, τα στρατεύματα που ανήκαν σε εμπόλεμο κράτος.

Παρά ταύτα οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και οι παραβιάσεις ουδετερότητας που σημειώθηκαν σ΄ αυτούς, για τη δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, έδωσαν την εντύπωση πως το ουσιαστικό περιεχόμενο της ουδετερότητας πλέον εξατμίσθηκε. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός όταν ο Άγγλος αρχισυντάκτης H.W. Briggs, στο συλλογικό έργο "Το Δίκαιο των Εθνών" ("The Law of Nations", Λονδίνο 1953), που ήταν ένα τυπικό σύγγραμμα Διεθνούς Δικαίου, αναγκάσθηκε να περικόψει όλο το συμπεριλαμβανόμενο υλικό περί ουδετερότητας παραπέμποντας τους αναγνώστες μόνο σε σχετική βιβλιογραφία. Επίσης και ο Αμερικανός διεθνολόγος C. Eagleton, στο έργο του "Διεθνές Καθεστώς", ("International Goverment" Νέα Υόρκη 1957), ισχυρίζεται πως το δίκαιο της ουδετερότητας καταργήθηκε ουσιαστικά στους δύο μεγάλους παρελθόντες πολέμους και ότι ο όρος αποτελεί πλέον μια "απηρχαιομένη κατάσταση".
Τέλος ο P.B. Potter σημειώνει πως ο όρος ήταν γνωστός πριν από το 1945, στη συνέχεια καταργήθηκε, όταν όλα τα μέλη κράτη του ΟΗΕ υπέγραψαν τον καταστατικό χάρτη, σημειώνοντας όμως ότι η ουδετερότητα μπορεί να υφίσταται ακόμα, ή και να τηρείται, μόνο σε διαμάχες και ζητήματα που δεν καλύπτονται από το όργανο αυτό, καταλήγοντας πως τελικά η ουδετερότητα είναι ασυμβίβαστη σ΄ ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας (!), στερώντας έτσι την ελευθερία εκάστου κράτους.

Από την άλλη πλευρά ο P.C. Jesup στο έργο του "Notrality: Its history, Economics and Low" τόμοι 4, υποστηρίζει πως: "οι Κυβερνήσεις επιμένουν να χρησιμοποιούν τους όρους της ουδετερότητας και να επιζητούν την εφαρμογή τους". Ταυτόσημη θέση παίρνει και ο J. Stone που σημειώνει στο έργο του "Νομικοί Έλεγχοι των Διεθνών Συγκρούσεων" ("Legal Controls of International Conflicts", London 1954), πως: "δυστυχώς είναι σαφές ότι το Δίκαιο της Ουδετερότητας, σε αντιδιαστολή με ορισμένους κανόνες του, δεν είναι τόσο απηρχαιομένο μέσα στον 20ο αιώνα από όσο ήταν στη κακότυχη Κοινωνία των Εθνών".

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.15ος, σ.140