Οι Κιβδηλοποιοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι κιβδηλοποιοί
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1925
ΣυγγραφέαςΑντρέ Ζιντ
ΤίτλοςLes Faux-monnayeurs
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1925
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΠαρίσι
ΒραβείαΤα 100 βιβλία του Αιώνα
Πρώτη έκδοσηLa Nouvelle Revue française
Άλφρεντ Α. Κνοπφ

Οι κιβδηλοποιοί (γαλλικός τίτλος: Les Faux-monnayeurs) είναι μυθιστόρημα του Αντρέ Ζιντ, που δημοσιεύτηκε το 1925. [1]Αναφέρεται στην εφηβεία και τα προβλήματα ταυτότητας, αλλά κυρίως στο δίπολο «κίβδηλο-αυθεντικό» πάνω στο οποίο αρθρώνεται ολόκληρο το μυθιστόρημα.[2]

Το μυθιστόρημα, που όταν εκδόθηκε έγινε δεκτό ψυχρά λόγω των ομοφυλοφιλικών του θεμάτων και της νεωτερικής δομής του, συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της γαλλικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, με σημαντική επίδραση σε μεταγενέστερα μυθιστορήματα. Το 1950, συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των 12 έργων που τιμήθηκαν με το Μεγάλο Βραβείο των καλύτερων μυθιστορημάτων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Περιλαμβάνεται επίσης στη θέση 30 στα 100 βιβλία του Αιώνα της εφημερίδας Le Monde.

Το 2011 έγινε μια τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος από τον Μπενουά Ζακό.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα είναι δύσκολο να συνοψιστεί λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και των πολλών χαρακτήρων. Ωστόσο, η κεντρική ιστορία περιστρέφεται γύρω από τρεις χαρακτήρες: τον Μπερνάρ και τον Ολιβιέ, φίλους και συμμαθητές, και τον Εντουάρ, συγγραφέα και θείο του Ολιβιέ. [4]

Στο Παρίσι στη δεκαετία του 1920, ο έφηβος Μπερνάρ ανακαλύπτει την κρυφή αλληλογραφία της μητέρας του και αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε δεν είναι στην πραγματικότητα ο πατέρας του. Αναστατωμένος, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι, αλλά μη γνωρίζοντας πού να περάσει την πρώτη του νύχτα καταφεύγει στον φίλο του Ολιβιέ. Ο τελευταίος είναι ένα ντροπαλό αγόρι που έχει ανάγκη από στοργή, μια έλλειψη που επιδιώκει να καλύψει με τους στενούς του φίλους ή τον θείο του Εντουάρ για τον οποίο αισθάνεται ανομολόγητη έλξη - αμοιβαία, που όμως κανείς τους δεν εκφράζει.

Ο Εντουάρ είναι συγγραφέας και προσλαμβάνει τον Μπερνάρ ως γραμματέα. Πηγαίνουν μαζί στο βουνό στην Ελβετία για να απομονωθούν για να δουλέψουν. Εκεί συναντούν τη φίλη του Εντουάρ, Λώρα, η οποία έχει μείνει έγκυος από τη σχέση της με τον αδελφό του Ολιβιέ Βενσάν ο οποίος την έχει εγκαταλείψει. Κατά την παραμονή του στο βουνό, ο Μπερνάρ βιώνει μια άφατη ευτυχία, ερωτεύεται και τους δύο, τον συγγραφέα και την εγκαταλελειμμένη γυναίκα.

Όταν τα διηγείται στον φίλο του Ολιβιέ, αυτός ζηλεύει και αισθάνεται προδομένος, έτσι αφήνεται να παρασυρθεί από τον κόμη ντε Πασαβάν, τον αντίπαλο του Εντουάρ, έναν επιτυχημένο συγγραφέα, δανδή, με κλίση προς τα αγόρια και κυρίως, κυνικό και χειριστικό, ο οποίος εποφθαλμιούσε από καιρό τον Ολιβιέ και εκμεταλλεύτηκε την ψυχική κατάσταση του νεαρού αγοριού για να το παρασύρει.

Η επιρροή του κόμη στο αγόρι είναι ολέθρια: ο Ολιβιέ γίνεται πιο ματαιόδοξος και επιφανειακός, κάτι που προκαλεί τον χλευασμό και την κριτική των φίλων του. Όταν το συνειδητοποιεί, βυθίζεται σε μαύρη κατάθλιψη, ανήμπορος και ανίσχυρος. Κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής βραδιάς όπου βρίσκονται και ο Εντουάρ, ο Ολιβιέ και ο Πασαβάν μεταξύ άλλων, μεθάει και αυτοσαρκάζεται μπροστά σε όλους πριν καταρρεύσει.

Τον φροντίζει ο θείος του Εντουάρ, στην αγκαλιά του οποίου θα τελειώσει τη νύχτα, εκπληρώνοντας τελικά την έλξη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον αλλά δεν μπορούσαν να εκφράσουν. Το πρωί ο νεαρός προσπαθεί να αυτοκτονήσει, όχι από απελπισία, λέει, αλλά για λόγους που θέλει να κρατήσει μυστικούς.

Ο Ολιβιέ αρχίζει να ζει με τον θείο του. Η μητέρα του, η οποία μαντεύει τη σχέση που συνδέει τον ετεροθαλή αδερφό της με τον γιο της, δεν θέλει να την καταστρέψει.

Ο Μπερνάρ, από την πλευρά του, καταλήγει να κατανοεί, ιδιαίτερα με τις συζητήσεις με τη Λώρα και τον Εντουάρ, ότι οι δεσμοί αίματος δεν έχουν απόλυτη σημασία και ότι πρέπει να δεχτεί αυτόν που τον ανέθρεψε ως πραγματικό πατέρα του, ακόμη περισσότερο αφού η απόσταση του αποκάλυψε την αγάπη του προς αυτόν. Καταλαβαίνει επίσης ότι έχει πάρει άθελά του τη θέση του φίλου του στην καρδιά του Εντουάρ και αποφασίζει να απομακρυνθεί, ακολουθώντας τον δικό του δρόμο.[5]

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κύριο θέμα του μυθιστορήματος είναι το δίπολο «κίβδηλο-αυθεντικό» ή «πρωτότυπο-αντίγραφο» και αυτό που τα διαφοροποιεί - κυρίως στην απεικόνιση των συναισθημάτων των χαρακτήρων και των σχέσεών τους. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι άνθρωποι με αδυναμίες που υποκύπτουν στα πάθη τους, σε κάλπικες σχέσεις, κίβδηλα αισθήματα και συμπεριφορές. Οι γυναίκες που εμφανίζονται είναι συνήθως προδομένες, γυναίκες με ματαιωμένες προσδοκίες και ο γάμος αναφέρεται σαν μια βασανιστική και χωρίς αξιοπρέπεια σχέση.[6]

Η ομοφυλοφιλία βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης, είτε πρόκειται για τον έφηβο Ολιβιέ και, τουλάχιστον σε κάποιο ανομολόγητο βαθμό, τον φίλο του Μπερνάρ είτε για τους ενήλικες συγγραφείς, τον κόμη ντε Πασαβάν και τον Εντουάρ.

Στα κοινωνικά ζητήματα που αντανακλώνται μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων διακρίνονται θέματα που απασχολούσαν τη γαλλική κοινωνία του Μεσοπολέμου, μεταξύ άλλων η σύγκρουση των γενεών, η εξέγερση εναντίον της οικογένειας, ο οικογενειακός θεσμός, ο γάμος, η θρησκεία, η ομοφυλοφιλία, το καλό και το κακό, η σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή.[7]

Γραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην εξέλιξη της πλοκής παρουσιάζονται διάφορες οπτικές γωνίες και εστιάσεις, όπως δύο αφηγητές - ο ένας παντογνώστης, που όμως μερικές φορές απευθύνεται στον αναγνώστη σχετικά με τα κίνητρα των χαρακτήρων ή συζητά εναλλακτικές πραγματικότητες - και διάφορες αφηγηματικές μορφές: ημερολόγιο, σημειώσεις, επιστολές, μονόλογος. Συγχρόνως, ενεργοποιείται ο αφηγηματικός μηχανισμός «μυθιστόρημα-μέσα-στο μυθιστόρημα»: Ο Εντουάρ, συγγραφέας και alter ego του Ζιντ, παρουσιάζεται να γράφει ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο Οι κιβδηλοποιοί, στο οποίο προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα, και το οποίο έχει για κύριο χαρακτήρα έναν μυθιστοριογράφο.[8]

Απορρίπτοντας τις συμβάσεις του κλασικού μυθιστορήματος, το έργο με τη νεωτερική γραφή του θεωρείται προπομπός του Νέου μυθιστορήματος. Η δομή του παραπέμπει στον «κυβισμό», καθώς οι ιστορίες και οι χαρακτήρες είναι πολλαπλοί και συνυφαίνονται μεταξύ τους απεικονίζοντας πολλαπλές απόψεις.

Ταινία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2011 έγινε μια τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος διάρκειας 120 λεπτών σε σκηνοθεσία Μπενουά Ζακό.[3]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κιβδηλοποιοί

  • μετάφραση: Γιώργος Κοτζιούλας, περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», Μάιος - Ιούλιος 1938
  • μετάφραση: Άρης Δικταίος, εκδόσεις "Κ. Μ.", 1955 και εκδόσεις Δωδώνη, 1977
  • μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδόσεις Πόλις, 2014

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]