Ναός της Αγίας Παρασκευής (Χαλκίδα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°27′36.785″N 23°35′29.249″E / 38.46021806°N 23.59145806°E / 38.46021806; 23.59145806

Ναός Αγίας Παρασκευής Χαλκίδας
Χάρτης
Είδοςορθόδοξη εκκλησία
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°27′37″N 23°35′29″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Χαλκιδέων
ΤοποθεσίαΧαλκίδα
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής13ος αιώνας
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα
Commons page Πολυμέσα

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής είναι ορθόδοξη εκκλησία βρίσκεται στη Χαλκίδα, αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Είναι μία από τις ελάχιστες σωζόμενες ενοριακές εκκλησίες που κατασκευάστηκαν από την λατινική εκκλησία κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας.[1] Θεωρείται ότι στη θέση του ναού υπήρχε βασιλική του 5ου με 6ου αιώνα μ.Χ., η οποία μετά την κατάκτηση της Εύβοιας από τους Φράγκους ανακατασκευάστηκε σε γοτθικό ρυθμό. Επιπλέον τροποποιήσεις έλαβαν χώρα μετά το 1853, όταν η πρόσοψη καταστράφηκε από σεισμό.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη θέση όπου βρίσκεται ο σημερινός ναός είχε κτιστεί κατά την παλαιοχριστιανική εποχή βασιλική, μάλλον του 5ου με 6ου αιώνα, από την οποία σώζονται τμήματα των κιόνων και κιονόκρανα με φυτικά μοτίβα (άκανθους). Πιθανόν να έγινε μερική ανακατασκευή του ναού τον 11ο αιώνα, καθώς έχει εντοπιστεί τμήμα υπέρθυρου το οποίο έχει χρονολογηθεί στον 11ο αιώνα. Πιθανόν αυτός ο ναός υπέστη καταστροφές κατά την κατάκτηση της Εύβοιας από τους Φράγκους, οι οποίοι όμως χρησιμοποίησαν το σχέδιο του παλιού ναού ως βάση για την κατασκευή του νέου, όπως φαίνεται από τις αναλογίες του σχεδίου, ενώ επαναχρησιμοποίησαν τους κίονες του παλιού ναού.[2]

Λατινοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως συνέβη και σε άλλες ορθόδοξες περιοχές που κατέκτησαν οι Λατίνοι, μετονόμασαν τους ναούς, με το ναός της Αγίας Παρασκευής να ταυτίζεται με τον ναό της Παρθένου, πιθανόν αναφορά σε προϋπάρχοντα ναό αφιερωμένο στην Παναγία Περίβλεπτο. Ο Ανρί ντε Βαλανσιέν αναφέρει ότι το 1205 επισκεύθηκε στη Χαλκίδα τον ναό της Παρθένου.[1] Ο ναός της Παρθένου Μαρίας ήταν ένας από τους σημαντικότερους της πόλης και έχει προταθεί ότι ήταν ο καθεδρικός ναός του Νεγροπόντε (όπως λεγόταν η Χαλκίδα επί Λατίνων), με την κατοικία του επισκόπου να είναι το κτίριο το οποίο σήμερα αναγνωρίζεται ως οικία του Βαϊλού. Όμως έχει προταθεί επίσης ότι ο καθεδρικός ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Μάρκο και βρισκόταν στη θέση του τζαμίου Εμίρ Ζαδέ, κοντά στην Αγία Παρασκευή.[3]

Σε έγγραφα του 1256 και 1262 αναφέρεται επίσης ότι στο Νεγροπόντε υπήρχε ο μοναστικός ναός της Παναγίας των Σταυροφόρων. Η παρουσία του τάγματος των Σταυροφόρων μνημονεύεται στη πόλη από το 1223. Δεν είναι γνωστό αν ο συγκεκριμένος ναός ταυτίζεται με τον σημερινό ναό της Αγίας Παρασκευής, αλλά η θέση του εντός των τειχών και κοντά στο διοικητικό κέντρο της πόλης δεν αποκλείει την ταύτιση.[4] Πιθανόν τότε ο ναός πέρασε στην κατοχή των Δομινικανών, οι οποίοι προχώρησαν σε διαμόρφωση τόσο της εκκλησίας, όσο και του γύρω χώρου.

Οθωμανικοί και νεότεροι χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καμπαναριό του ναού

Μετά την κατάκτηση της Εύβοιας από τους Οθωμανούς το 1470, ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος αφιερωμένο στον Μωάμεθ τον Πορθητή. Οι Οθωμανοί κατέστρεψαν και ασβέστωσαν τις αγιογραφίες, σφράγισαν ή και έκτισαν τις πλευρές εισόδους του ναού και άνοιξαν επιπλέον παράθυρα. Το τζαμί περιγράφεται από τον Εβλιγιά Τσελεμπή κατά την επίσκεψή του στη Χαλκίδα το 1667, και αναφέρει ότι πρόκειται για το παλαιότερο τζαμί στην πόλη. Αν και οι διαστάσεις που αναφέρει αποκλίνουν από τις πραγματικές, η αναφορά στον τετράγωνο πύργο του μιναρέ οδηγεί στην ταύτισή του με τον ναό της Αγίας Παρασκευής. Προς το τέλος της οθωμανικής εποχής, έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί και λειτούργησε ως αποθήκη και στρατώνας.[5]

Το 1833, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο ναός αποδόθηκε ξανά στη χριστιανική λατρεία και αφιερώθηκε στην Αγία Παρασκευή.[5] Ο ναός υπέστη καταστροφές από σεισμό το 1853, με αποτέλεσμα η πρόσοψή του να ανακατασκευαστεί, αν και μάλλον πιο πίσω από την αρχική, περίπου 7 μέτρα, όπως φαίνεται από την παρουσία δύο κιόνων μπροστά από τη σημερινή πρόσοψη.[6] Η νέα πρόσοψη έχασε τη γοτθική της διαρρύθμιση, ενώ ο ναός ενισχύθηκε πλευρικά με αντηρίδες, δύο βόρεια και τρεις νότια, και τα παράθυρα στον βόρειο τοίχο σφραγίστηκαν, πιθανόν για λόγους ευστάθειας. Επεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν και στο εσωτερικό του ναού, με την κατασκευή ξύλινου υπερώου και κατασκευάστηκε το μαρμάρινο τέμπλο του ναού.[5]

Ο ναός υπέστη καταστροφές από σεισμό και το 1894 (από το ρήγμα της Αταλάντης), ο οποίος προκάλεσε την μερική κατάρρευση του κωδωνοστασίου και την εμφάνιση ρωγμών στην οροφή του ιερού. Ο ναός κρίθηκε επικίνδυνος και ο εκκλησιασμός γινόταν σε γειτονικό κτίσμα. Το 1895 ο Νικόλαος Καλογερόπουλος κατάφερε να εξασφαλίσει 5.000 δραχμές από την επιτροπή εράνου για το σεισμό για την αποκατάσταση του ναού, η οποία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1895. Τότε ανοίχθηκαν παράθυρα στο βόρειο τοίχο ενώ στη πρόσοψη προστέθηκαν ρίγες και νεοκλασικά στοιχεία. Το κωδωνοστάσιο αναστηλώθηκε το 1928, υπό στην επίβλεψη του Αναστάσιου Ορλάνδου, αλλά αφαιρέθηκαν οι ρίγες.[5]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εσωτερικό του ναού

Ο ναός έχει τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής με μήκος 37,5 μέτρα, πλάτος 20,5 και ύψος 18 μέτρα. Πριν την ανακατασκευή της πρόσοψης το 1853, ο ναός ήταν μακρύτερος, με μήκος που υπολογίζεται ότι ήταν 44 μέτρα, μπορεί και μακρύτερος.[5] Το γεγονός ότι η πρόσοψη αρχικά βρισκόταν σε άλλη θέση δείχνουν δύο κίονες ακριβώς μπροστά από την πρόσοψη. Η σημερινή πρόσοψη φέρει τρεις τοξωτές πόρτες και από πάνω τους κατασκευάστηκαν τρία ίδια ορθογώνια παράθυρα. Σε ψηλότερο επίπεδο ανοίκτηκε μικρός στρογγυλός φεγγίτης-ρόδακας και στην κορυφή της πρόσοψης βρίσκεται αέτωμα με μικρό τοξωτό παράθυρο.[5] Οι δύο κίονες στην πρόσοψη φέρουν βυζαντινά κιονόκρανα με ιονικούς έλικες εκατέρωθεν από μια κομμένη πυραμίδα και φέρουν κυκλικό μονόγραμμα.[6] Στο παρελθόν υπήρχαν και τρεις είσοδοι στο νότιο τοίχο, οι οποίες όμως σφραγίστηκαν.[7]

Στο εσωτερικό του ναού, τα κλίτη χωρίζονται με δύο κιονοστοιχίες, με τέσσερα τόξα έκαστη αρχικά. Όμως μετά τις τροποποιήσεις στα μέσα του 19ου αιώνα για τις ανάγκες κατασκευής γυναικονίτη κατασκευάστηκε ανάμεσα στους δύο πιο δυτικούς κάθε κιονοστοιχίας ένας επιπλέον κίονας. Τα τόξα των κιονοστοιχιών είναι κυρίως οξυκόρυφα, αλλά υπάρχουν και στρογγυλά. Η κιονοστοιχία σταματάει σε ένα τετράγωνο κίονα περίπου στα 2/3 του μήκους του κεντρικούς κλίτους και από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο μεγαλύτερες οξυκόρυφες αψίδες που εδράζονται πάνω σε ένα κίονα βυζαντινού ρυθμού. Οι αψίδες αυτές είναι απλές, διακοσμημένες μόνο μια λωρίδα. Η βασιλική είναι ξυλόστεγη.[8]

Στο ανατολικό άκρο βρίσκεται το άγιο βήμα, αποτελούμενο από τη χορωδία ή πρεσβυτέριο και τα παρεκκλησία. Το πρεσβυτέριο είναι σχεδόν τετράγωνο, με διαστάσεις 8 επί 8 μέτρα, καλυμμένο με θόλο και διαθέτει οξυκόρυφη αψίδα διακοσμημένη με σχέδια φυλλώματος. Προς βορρά βρίσκεται ένα παρεκκλήσι, σχεδόν τετράγωνο και διαστάσεων 5 επί 5 μέτρων και είναι καλυμμένο με σταυροθόλιο. Η άκρη των νευρώσεων εδράζεται πάνω σε διακοσμημένες προεξοχές. Το βόρειο παρεκκλήσι στο παρελθόν δεν επικοινωνούσε με το πρεσβυτέριο.[9] Στο βόρειο παρεκκλήσι, σε μία εσοχή, βρίσκεται το ταφικό μνημείο του Πέτρου Λιπαμάνου, ο οποίος πέθανε το 1398.[10] Το νότιο παρεκκλήσι είναι μακρόστενο και στεγάζεται με δύο σταυροθόλια. Τα σταυροθόλια αυτά διαθέτουν διακοσμημένους σφηνόλιθους, με μια λεοντοκεφαλή το ένα και φύλλα το άλλο. Επίσης η αψίδα ανάμεσα στα δύο σταυροθόλια είναι διακοσμημένη με σταφύλια.[9] Οι νευρώσεις των σταυροθόλιων εδράζονται πάνω σε προεξοχές διακοσμημένες με λαξευτά φύλλα. Στο νότιο τοίχο του έχει προστεθεί μια οξυκόρυφη καμάρα, η οποία περιβάλλει ένα ορθογώνιο παράθυρο.[11] Τα παρεκκλήσια και το πρεσβυτέριο χωρίζονται από τον ναό με μαρμάρινο τέμπλο.[10]

Ο ανατολικός τοίχος του ναού φέρει τρία παράθυρα ψηλά και από κάτω βρίσκεται ένα δίλοβο νεογοτθικό παράθυρο. Η σημερινή του διαμόρφωση χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.[5] Στη βορειοανατολική του ναού υψώνεται τετράπλευρο κωδωνοστάσιο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Panagopoulos 1979, σελ. 127.
  2. Panagopoulos 1979, σελ. 129-130.
  3. Panagopoulos 1979, σελ. 128.
  4. Panagopoulos 1979, σελ. 129.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 Λόης 2016.
  6. 6,0 6,1 Panagopoulos 1979, σελ. 130.
  7. Panagopoulos 1979, σελ. 131.
  8. Panagopoulos 1979, σελ. 130-131.
  9. 9,0 9,1 Panagopoulos 1979, σελ. 133.
  10. 10,0 10,1 Panagopoulos 1979, σελ. 137.
  11. Panagopoulos 1979, σελ. 135-136.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]