Μονς Κλαουντιάνους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 26°48′33″N 33°29′12″E / 26.80917°N 33.48667°E / 26.80917; 33.48667

Μονς Κλαουντιάνους
Άποψη από βορειανατολικά
Χάρτης
Είδοςορυχείο και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες26°48′33″N 33°29′12″E
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Ερυθράς Θάλασσας
ΤοποθεσίαΆνω Αίγυπτος
ΧώραΑίγυπτος
Commons page Πολυμέσα

Το όρος του Κλαύδιου (λατινικά: Mons Claudianus‎‎) είναι αρχαίο λατομείο που βρίσκεται στην ανατολική έρημο της Αιγύπτου. Βρισκόταν σε ακατοίκητη περιοχή κοντά στην Καινόπολις (σήμερα Κένα) του Νείλου βόρεια των Θηβών (σήμερα Λούξορ). Λειτούργησε από τα τέλη του 1ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 3ου αιώνα και έβγαζε γνεύσιο.

Το πέτρωμα και η χρήση αυτού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ραγισμένη λεκάνη πηγής

Το λατομείο έβγαζε γνεύσιο με πράσινους και μαύρους κρυστάλλους. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν το πέτρωμα «Μάρμαρο του Κλαυδίου» (marmor Claudianum). Οι Ιταλοί το ονόμασαν «granito del foro», διότι χρησιμοποιήθηκε στη αρχαία Ρωμαϊκή αγορά, αλλά και στο Πάνθεο και σε πολλά άλλα έργα μνημειακής αρχιτεκτονικής. Στο ορυχείο υπάρχουν ακόμα δείγματα της εξώρυξης, όπως μια στήλη μάζας διακοσίων τόνων. Αργότερα το υλικό χρησιμοποιήθηκε σε κτίρια του Καΐρου για την επικάλυψη τοίχων και την επίστρωση πατωμάτων.

Περιγραφή του λατομείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λατομείο ανήκε μάλλον στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ενώ ο στρατός ήταν επιφορτισμένος με την διοίκησή του. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι οι εργάτες δεν ήταν σκλάβοι, αλλά εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό που εργάζονταν σκληρά, αλλά και ζούσε με ανέσεις. Το ορυχείο διέθετε οδική πρόσβαση μέχρι τον ποταμό Νείλο, που εξυπηρετούσε την μεταφορά των πετρωμάτων επάνω σε άμαξες με τέσσερις έως δώδεκα άξονες. Η μεταφορά διαρκούσε πέντε ημέρες τουλάχιστον. Σε απόσταση μιας ημέρας ήταν κτισμένα καταλύματα (υδρεύματα) για την διανυκτέρευση. Διέθεταν χώρους για ύπνο, στάβλους και στέρνες με νερό. Η διαδρομή είναι ακόμα και σήμερα ορατή μέσα στο τοπίο. 125 πέτρινοι σωροί και πύργοι ίσως να χρησίμευαν ως φρυκτωρίες για την ανταλλαγή μηνυμάτων. Διακρίνουμε επίσης περί τα 60 μικρά στρατιωτικά φυλάκια για την φρούρηση της μεταφοράς. Ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον 7ο αιώνα, και την εποχή του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου χρησίμευε ως μέρος των συνόρων. Αργότερα από τον δρόμο αυτό περνούσαν χριστιανοί προσκυνητές που πήγαιναν από την Αίγυπτο στους Αγίους Τόπους.

Στην εποχή της λειτουργίας του λατομείου υπήρχε καταυλισμός για τους εργάτες που ήταν οχυρωμένος με τείχος και πύργους. Προφανώς να ζούσαν εκεί χίλιοι άνθρωποι. Από τον οικισμό αυτό έχουν σωθεί τα κτίρια μέχρι την σκεπή.

Ο αρχαιολογικός χώρο του λατομείου ανακαλύφθηκε τυχαία τον 19ο αιώνα από ταξιδιώτες. Ακολούθησαν ανασκαφές από το 1987 ως το 1993 υπό την διεύθυνση του Jean Bingen (Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών) και υπό την διεύθυνση του Ντέιβιντ Πίκοκ από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον.

Αρχαιολογικά ευρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαϊκή επιγραφή

Χάρη στην ξηρασία της ερήμου βρέθηκαν πολλά καλά διατηρημένα ευρήματα, ανάμεσα στα οποία περίπου 50.000 κομμάτια από ύφασμα από την Ρωμαϊκή εποχή. Βρέθηκαν επίσης ψάθινα καλάθια, υποδήματα, σχοινιά, πάπυροι, κόκκαλα ζώων και υπολείμματα φυτών. Βρέθηκαν επίσης περίπου 10.000 επιγραφές σε όστρακα.

Τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα μας δίνουν μια πολύ καλή και ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής και της εργασίας στο λατομείο. Έτσι μαθαίνουμε τι μισθό έπαιρναν οι εργάτες, έχουμε παραγγελίες για υλικά, άξονες για τα αμάξια και άλλα. Τα όστρακα ήταν μιας χρήσης, και μετά τα πέταγαν ή τα έριχναν σε γούβες σε διάφορες οικοδομές.

Η συνθήκες ζωής των εργατών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εργάτες διατρέφονταν με βάση τα δημητριακά, φακές, χουρμάδες, ελιές, κρεμμύδι, κρέας γαϊδουρινό (που ήταν και το πιο διαδεδομένο κρέας στην περιοχή[1]) και ψάρια από την Ερυθρά θάλασσα. Συνόδευαν το φαγητό τους με λεμόνι, αγκινάρες, καρύδια, κουκουνάρι, αμύγδαλα, φουντούκια, ρόιδο, πεπόνι, αγγούρι, και στρείδια. Μέχρι και πιπέρι από την Ινδία κάνανε εισαγωγή. Βρέθηκαν επίσης σπόροι από λάχανο, παντζάρι, μαϊντανό, μαρούλι, δυόσμο και βασιλικό. Από φύτρα συμπεραίνουμε ότι έψηναν και μπίρα. Σε αμφορείς έκαναν εισαγωγή λαδιού, ψαρόσουπας, μούστου και κρασιού. Για την θέρμανση και την φωτιά χρησιμοποιούσαν κοπριά και κάρβουνο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bagnall, Roger S. (2009). The Oxford handbook of papyrology. Oxford: Oxford University Press. σελ. 42. ISBN 978-0-19-517838-8. 236082531. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Georg Schweinfurth: Eine römische Wüstenstadt und die Steinbrüche am Mons Claudianus. Berlin 1906.
  • Lise Bender Jørgensen: Textiles from Mons Claudianus. A Preliminary Report. In: Acta Hyperborea Nr. 3, Kopenhagen, 1991, 83-95.
  • Jean Bingen et al.: Mons Claudianus: Ostraca Graeca et Latina I & II. Institut Français d'Archéologie Orientale du Caire, Kairo 1992, 1997.
  • Adam Bülow-Jacobsen (med et bidrag af Hélène Cuvigny): Mons Claudianus. Organisation, administration og teknik i et romersk stenbrud fra kejsertiden. Studier fra Sprogog Oldtidsforskningen, Kopenhagen 1996.
  • Adam Bülow-Jacobsen: Mons Claudianus: Roman granite-quarry and station on the road to the Red Sea. Danish Studies in Classical Archaeology. Acta Hyperborea I. East and West. Cultural Relations in the Ancient World. Museum Tusculanum, Kopenhagen 1988 159-165.
  • Hélène Cuvigny: Mons Claudianus: Ostraca Graeca et Latina III. Les reçus pour avances à la familia (O. Claud. 417 à 631). Institut français d'archéologie orientale, Caire 2000.
  • James A. Harrell: Decorative stones in the Preottoman Islamic buildings of Cairo, Egypt, Part I: Description of stone varieties. 2001.
  • Ulla Mannering: Roman Garments from Mons Claudianus'. Archéologie des textiles des origines au Ve siècle. In: Dominque Cardon/Michel Feugère (Hrsg.): Actes du colloque de Lattes, Octobre 1999. Éditions Monique Mergoil, Montagnac 2000, S. 283-290.
  • D. P. S. Peacock, V. A. Maxfield: Survey and Excavations at Mons Claudianus 1987-1993. Band 1, Topography and Quarries, 1997.
  • Steven E. Sidebotham: Newly discovered sites in the Eastern Desert. In: Journal of Egyptian Archaeology (JEA) Nr. 82, 1996, S. 181-192.
  • Steven E. Sidebotham, Ronald E. Zitterkopf, John A. Riley: Survey of the 'Abu Sha'ar-Nile Road. In: American Journal of Archaeology Vol. 95, Iss. 4, 1991.
  • Roberta Tomber: Early Roman Pottery from Mons Claudianus. In: Cahiers de la Céramique Égyptienne Nr. 3, 1992, S. 137-142.
  • Marijke van der Veen: The plant remains from Mons Claudianus, a Roman quarry settlement in the Eastern Desert of Egypt - an interim report. In: Vegetation History and Archaeobotany. Vol. 5, Iss. 5, 1996, S. 137-141.
  • Marijke van der Veen, Sheila Hamilton-Dyer: A life of luxury in the desert? The food and fodder supply to Mons Claudianus. In: Journal of Roman Archaeology Nr. 11, 1998, S. 101-116.
  • Marijke van der Veen: The food and fodder supply to the Roman quarry settlements in the Eastern desert of Egypt. In: Marijke van der Veen (Hrsg.): The exploitation of plant resources in Ancient Africa. Kluwer Academic/ Plenum Publishers, New York 1999.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]