Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος (Κυκκώτης)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πανιερώτατος
Νικηφόρος (Κυκκώτης)
Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας
Ηγούμενος Ιεράς Μονής Παναγίας του Κύκκου
Από13 Μαΐου 2007
ΠροκάτοχοςΙδρυθείσα επισκοπή
Προσωπικά στοιχεία
Κοσμικό ΌνομαΝεοκλής Αθανασίου
Γέννηση2 Μαΐου 1947 (1947-05-02)
Κρήτου Μαρόττου, Επαρχία Πάφου
αγγλοκρατούμενη Κύπρος
Εθνικότητα Ελληνική
ΣπουδέςΝομική Σχολή Α.Π.Θ. Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΔόγμαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός

Ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος (κατά κόσμον Νεοκλής Αθανασίου, στη συνέχεια Νικηφόρος Κυκκώτης, Κρήτου Μαρόττου, Επαρχία Πάφου, 2 Μαΐου 1947) είναι Ελληνοκύπριος θεολόγος, κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσκοπος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου και ηγούμενος της Ιεράς Μονής της Παναγίας του Κύκκου.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1947 στην κοινότητα Κρήτου Μαρόττου της επαρχίας Πάφου στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Μετά την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, εισήλθε ως δόκιμος στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου, όπου έμεινε για έξι χρόνια, ενώ παράλληλα φοιτούσε σε τριετές ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε στο μοναστήρι. Ως υπότροφος της μονής στάλθηκε στη Λευκωσία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο Λύκειο Κύκκου, αποφοιτώντας το 1969.

Σπουδές, ιερατική πορεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 6 Απριλίου 1969 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο Γ' και εντάχθηκε στη Ιερά Μονή της Παναγίας του Κύκκου. Από το 1970 έως το 1974 σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αποφοιτώντας το 1978.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1979 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προήχθη στο βαθμό του αρχιμανδρίτη από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Α'. Από το 1979 έως το 1983 υπηρέτησε ως μέλος του Ηγουμενικού Συμβουλίου της Μονής Κύκκου.

Επί έξι χρόνια δίδαξε στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αποστόλου Βαρνάβα στη Λευκωσία, για πέντε χρόνια διετέλεσε πρόεδρος του εκκλησιαστικού δικαστηρίου Λευκωσίας και για τρία χρόνια γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου.

Ηγούμενος Μονής Κύκκου και επίσκοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Δεκεμβρίου 1983, εξελέγη ηγούμενος της Μονής Κύκκου με μυστική ψηφοφορία και στις 14 Ιανουαρίου 1984, ενθρονίστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α'.

Στις 14 Φεβρουαρίου 2002, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' πρότεινε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου την ανάδειξη του ηγούμενου της Μονής Κύκκου, Νικηφόρου, στο βαθμό του επισκόπου, που εγκρίθηκε στις 18 Φεβρουαρίου.[1] Στις 24 Φεβρουαρίου τελέστηκε η χειροτονία και ενθρόνισή του, από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α', συνυπηρετούμενο από ιεράρχες της Κύπρου και άλλων Ορθοδόξων εκκλησιών.

Στις 30 Νοεμβρίου 2004 οδήγησε το παγκαρπασιακό και παγκύπριο προσκύνημα στη Μονή του Αποστόλου Ανδρέα, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά από το 1974 και βρίσκεται στο τουρκοκρατούμενο τμήμα της Κύπρου.[2]

Τον Αύγουστο του 2005, ανακοίνωσε ότι το μοναστήρι θα παρέχει υποστήριξη σε όλα τα ανήλικα παιδιά των οποίων οι γονείς έχασαν τις ζωές τους σε δύο πρόσφατες καταστροφές που είχαν συγκλονίσει την Κύπρο: το αεροπορικό δυστύχημα της πτήσης 522 της Helios Airways στο Γραμματικό Αττικής και ενός τροχαίου ατυχήματος στην Αίγυπτο.[3]

Τον Οκτώβριο του 2005, σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, υπήρξε ο πιο σταθερός υποστηρικτής της συνταξιοδότησης του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α', ο οποίος για τρία χρόνια δεν μπορούσε να ηγηθεί της Εκκλησίας, λόγω προβλημάτων υγείας. Ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προσφύγει στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, με αίτημα την διεξαγωγή διευρυμένης Συνόδου για την παύση του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου. Όμως, τότε, από τα 8 μέλη της Ιεράς Συνόδου τον στήριξαν μόνο δύο.[4]

Στις 9 Μαΐου 2007, κληρικολαϊκή εκλογική συνέλεύση τον εξέλεξε παμψηφεί μητροπολίτη της νεοσύστατης Μητρόπολης Κύκκου και Τηλλυρίας, όπου και εγκαταστάθηκε επίσημα στις 13 Μαΐου.

Στις 3 Ιουνίου 2008, το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα και στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ και από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

‎Αντίθεση στην αυτοκεφαλία της νέας Εκκλησίας της Ουκρανίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Οκτώβριο του 2020, μαζί με τον Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανάσιο, τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής Ησαΐα και τον Χωρεπίσκοπο Αμαθούντος Νικόλαο, επέκριναν τον προκαθήμενό τους Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ σχετικά με την αναγνώριση της χορήγησης Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]