Λέος Μόσχος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέος Μόσκος
Γέννηση1620
Ρέθυμνο
Θάνατος1690
Βενετία
Ιδιότηταζωγράφος και αγιογράφος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λέος Μόσχος (Ρέθυμνο, 1620/1630 - Βενετία 1690) ήταν ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους και δασκάλους στην Κρητική Σχολή. Την ίδια εποχή ανήκαν στην ίδια σχολή άλλοι δύο μεγάλοι ζωγράφοι με το ίδιο επώνυμο πιθανότατα συγγενείς του, Ηλίας Μόσχος και Ιωάννης Μόσχος. Οι κύριοι εμπνευστές της τεχνοτροπίας του ήταν οι προγενέστεροι Κρητικοί ζωγράφοι Γεώργιος Κλώντζας και Φραγκιάς Καβερτζάς. Ταξίδευε συνεχώς σε όλες τις περιοχές της Βενετσιάνικης αυτοκρατορίας ιδιαίτερα στα Επτάνησα. Δίδαξε τον μετέπειτα διάσημο Μανιάτη ζωγράφο Παναγιώτη Δοξαρά του οποίου η οικογένεια είχε μεταναστεύσει στην Κέρκυρα. Οι πίνακες του βρίσκονται σε ολόκληρο τον κόσμο, έχουν διασωθεί 32.[1][2][3][4][5]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λέος Μόσχος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο την περίοδο 1620-1635, ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος, ήταν ενεργός συνεχώς στην Κρήτη, την Ζάκυνθο και την Δημοκρατία της Βενετίας. Πολλές φορές συγχέεται με τον Ηλία Μόσχο, η πρώτη καταγραφή του υπάρχει στην Ζάκυνθο (1635). Στην Δημοκρατία της Βενετίας καταγράφεται πολλές φορές ως ο σπόνσορας διαφόρων βαπτίσεων (1655, 1656, 1664). Ο προϊστάμενος στην Εκκλησία Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων ήταν ο ζωγράγος Φιλόθεος Σκούφος, τον αντικατέστησε αργότερα ο κορυφαίος Αγιογράφος Εμμανουήλ Τζάνες. Τα αδέλφια του Εμμανουήλ Τζάνες Κωνσταντίνος Τζάνες και Μαρίνος Τζάνες ήταν επίσης διάσημοι Αγιογράφοι που είχαν μεταναστεύσει στην Βενετία όταν έπεσε το Ρέθυμνο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Αργότερα (1657) ο διάσημος ζωγράφος και συγγενής του Ιωάννης Μόσχος παντρεύτηκε στην Εκκλησία Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων.[6] Δεν υπάρχουν καταγραφές που να συνδέουν τον Λέος με τον Ιωάννη Μόσχο αλλά κάποια συγγένεια είναι πολύ πιθανή. Την περίοδο 1664-1666 βρισκόταν στην Κεφαλλονιά, τότε (30 Σεπτεμβρίου 1664) έγινε συμφωνία με τους απεσταλμένους της εκκλησίας της Αναλήψεως στο Ληξούρι με τον Λέος να ζωγραφίσει 13 εικόνες. Ο σημαντικότερος από τους πίνακες του ήταν η "Ανάληψης" όπου παρουσιάζονται δύο Αρχάγγελοι στους άμβωνες και ο Ιησούς. Το έργο ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1665 και η αμοιβή του ήταν 150 ρεάλια.[7]

Τον Μάρτιο του 1665 οι εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι αναζητούσαν χρήματα για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στον καλλιτέχνη. Ο Σερ Λέος Μόσχος του Γεωργίου διόρισε τον ιερέα Συμεών Μαρούδα ως απεσταλμένο του στην Ζάκυνθο, υπέγραφε τα έγγραφα του. Την ίδια εποχή ο συγγενής του Ηλίας Μόσχος ήταν ενεργός ζωγράφος στην Ζάκυνθο. Ο Λέος επέστρεψε στο Ληξούρι (21 Οκτωβρίου 1666) και υπέγραψε ένα έγγραφο.[8] Μετά το 1666 εμφανίζεται ξανά στην Ζάκυνθο όπου καταγράφεται σε ένα Δίπτυχο που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Ζακύνθου, μεταφέρθηκε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Την ίδια περίοδο (1669) έκανε συμφωνία με τον Παναγιώτη Δοξαρά στην Ζάκυνθο να του διδάξει ζωγραφική. Το έγγραφο της συμφωνίας δημοσιοποιήθηκε αργότερα όταν ο Λέος Μόσχος βρισκόταν στην Βενετία (1685), αυτό δείχνει ότι η διδασκαλία έγινε γύρω στο 1670.[9] Μια άλλη θεωρία αναφέρει ότι η συμφωνία έγινε τότε που δημοσιοποιήθηκε στην Ζάκυνθο, ο Δοξαράς κατόπιν μετέβη ο ίδιος στην Δημοκρατία της Βενετίας ως μαθητής. Την περίοδο 1678-1688 ο Λέος Μόσχος ζούσε στην Βενετία σύμφωνα με τις καταγραφές της Ελληνικής Αδελφότητας, έγινε σπόνσορας άλλης μιας βάπτισης (1681), ακολούθησαν άλλες τέσσερεις βαπτίσεις. Την ίδια περίοδο ο Λέος Μόσχος παντρεύτηκε την Ζανέττα Τριβιζάνα από την Πάντοβα (16 Οκτωβρίου 1681). Αργότερα (1684) έγινε γραμματέας της Ελληνικής κοινότητας της Βενετίας, καταγράφεται η σημαντική προσφορά του διάσημου ζωγράφου στην Κοινότητα με το έργο των Εισοδίων της Θεοτόκου. Τα τελευταία χρόνια 1688-1690 καταγράφεται επίσης πολλές φορές σαν μάρτυρας σε βαπτίσεις.[10][11]

Η ημέρα της Κρίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ημέρα της Κρίσης του Λέος Μόσχου

Η Ημέρα της κρίσης είναι ένα πολύ διάσημο καλλιτεχνικό θέμα, το είχε ζωγραφίσει πρώτος ο Μιχαήλ Άγγελος στην Καπέλα Σιστίνα. Οι Χριστιανοί γενικά θεωρούσαν πάντοτε την Δευτέρα Παρουσία του Ιησού ως την τελική κρίση του θεού απέναντι σε όλους τους ανθρώπους, το θέμα έχει γίνει αντικείμενο σε αμέτρητους καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι ο Γεώργιος Κλώντζας επισκέφτηκε την Καπέλα Σιστίνα αλλά είναι πολύ πιθανό, το έργο του ωστόσο αποτελεί δημοφιλές και σημαντικό θέμα. Το έργο του Κλώντζα ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, ένας από αυτούς ήταν και ο Μόσχος, τα δύο έργα είχαν σημαντικές ομοιότητες αν και οι δύο καλλιτέχνες δεν ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους. Στο έργο του Κλώντζα ο Ιησούς βρίσκεται στην κορυφή της εικόνας, η Θεοτόκος βρίσκεται στα δεξιά του Ιησού και οι 12 Απόστολοι περικλείουν τον Ιησού σε γωνίες δεξιά και αριστερά, ακολουθούνται από Αγγέλους. Κάτω από τον Ιησού υπάρχουν Άγγελοι σε άρματα, κάτω από τους Αγγέλους υπάρχουν οι άνθρωποι έτοιμοι να δεχτούν την Θεία Κρίση. Τα βιβλία ανοίγουν στις παρακάτω σκηνές και οι άνθρωποι κρίνονται ανάλογα με τις πράξεις τους. Η περιγραφή του Κλώντζα μοιάζει εκπληκτικά με την αντίστοιχη του Μιχαήλ Άγγελου. Στην κάτω δεξιά γωνία οι μουσικοί Άγγελοι βρίσκονται δίπλα από την πύλη, δίπλα από την λάβα ένας Άγγελος με ξίφος οδηγεί τους καταδικασμένους γυμνούς στην Κόλαση. Στα κάτω αριστερή γωνία υπάρχουν Άγγελοι, κληρικοί και ευγενείς δικαιωμένοι, η σκηνή της Κολάσεως έχει έντονη καλλιτεχνική αντιγραφή από το Καθαρτήριο.

Στο έργο του Μόσκου ο Ιησούς βρίσκεται στην ίδια θέση στο κέντρο της οροφής και περιβάλλεται από έναν κύκλο με Αγγέλους, η Παναγία βρίσκεται επίσης στα δεξιά του. Οι Απόστολοι βρίσκονται σε πιο μακρινή απόσταση, αυτό δείχνει ότι σε αντίθεση με το έργο του Κλώντζα θεωρούνταν υποδεέστεροι από τους Αγγέλους, ένας Άγγελος κρατάει το Ιερό Μανδήλιο. Στο έργο του Μόσχου οι καταδικασμένοι είναι όλοι γυμνοί. Στην κάτω αριστερή γωνία υπάρχουν οι επιλεγμένοι κληρικοί και ευγενείς που έχουν δικαιωθεί ενώ στο κέντρο ένας Άγγελος διαχέει την λάβα προς πύλη της Κολάσεως.[12] Οι δράκοι αποτελούν μια κοινή θεματολογία στο έργο του Κλώντζα, οι καταδικασμένοι είναι γυμνοί με αλυσίδες και μεταφέρονται από δαίμονες. Ο Θεόδωρος Πουλάκης χρησιμοποιεί στα έργα που παρόμοια στοιχεία με δαίμονες τα οποία μοιάζουν πολύ με αυτά του Κλώντζα. Στα έργα του Μόσχου υπάρχουν επίσης δαιμονικά στοιχεία, οι καταδικασμένοι είναι όλοι γυμνοί και μεταφέρονται στην Κόλαση. Στην κάτω δεξιά γωνία ένας δράκος τρώει την λάβα την οποία ρίχνει ο Άγγελος στο κέντρο, είναι η μόνη απεικόνιση δράκου αλλά όλοι οι πίνακες έχουν εκπληκτική ομοιότητα. Ο Κλώντζας είχε είχε εμπνεύσει με τα έργα του τον Μόσχο, σε πολλά σημεία ο Μόσχος εμπνεύστηκε και από τον Φραγκιά Καβερτζά, πολλοί άλλοι Αγιογράφοι της Κρητικής Σχολής παρουσιάζουν παρόμοιες καλλιτεχνικές απεικονίσεις.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 205–208
  2. http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/163817?locale=en
  3. Hatzidakis, Nano M. (1998). Icons, the Velimezis Collection: Catalogue Raisonné. Athens, Greece: Museum Benaki. σ. 302
  4. Glykatzi, Helen (1988). Patmos: Treasures of the Monastery. Athens, Greece: Metropolitan Museum of Art, σ. 126
  5. Acheimastou-Potamianou, Myrtalē (1998). Icons of the Byzantine Museum of Athens. Athens, Greece: Ministry of Culture, Archaeological. σ. 126
  6. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 205–208
  7. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 205–208
  8. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 205–208
  9. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 205–208
  10. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 205–208
  11. Tselenti-Papadopoulou 2002, σσ. 272–274
  12. https://varvar.ru/en/ikona/greek/greek-icons6.html

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hatzidakis, Manolis; Drakopoulou, Evgenia (1997). Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830). Τόμος 2: Καβαλλάρος - Ψαθόπουλος [Greek Painters after the Fall of Constantinople (1450-1830). Τόμος 2: Kavallaros - Psathopoulos]. Athens: Center for Modern Greek Studies, National Research Foundation.
  • Tselenti-Papadopoulou, Niki G. (2002). Οι Εικονες της Ελληνικης Αδελφοτητας της Βενετιας απο το 16ο εως το Πρωτο Μισο του 20ου Αιωνα: Αρχειακη Τεκμηριωση [The Icons of the Greek Brotherhood of Venice from 1600 to First Half of the 20th Century]. Athens: Ministry of Culture Publication of the Archaeological Bulletin No. 81.