Ευχάιτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°34′11.4″N 35°16′4.0″E / 40.569833°N 35.267778°E / 40.569833; 35.267778

Ευχάϊτα
ΧώραΤουρκία
Διοικητική υπαγωγήΕπαρχία Τσορούμ
Γεωγραφικές συντεταγμένες40°34′11″N 35°16′4″E

Τα Ευχάιτα ήταν μικρή βυζαντινή πόλη και έδρα επισκοπής στον Ελενόποντο, στο Θέμα Αρμενιακών (βόρεια Μικρά Ασία), και σημαντικός σταθμός στο ρωμαϊκό δρόμο Αγκύρας - Αμάσειας[1] και Κωνσταντινούπολης-Αμάσειας μέσω Νικομηδείας και Γάγγρας. Βρισκόταν 55 χιλιόμετρα δυτικά της Αμάσειας[2].

Τα Ευχάιτα απέκτησαν εξέχουσα θέση κατά την ύστερη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο ως σημαντικό λατρευτικό κέντρο του αγίου της Ανατολίας Θεόδωρου του Τήρωνα. Μεταξύ του 7ου και του 11ου αιώνα, μετά τις πρώτες μουσουλμανικές κατακτήσεις, μετατράπηκε σε στρατιωτικό φυλάκιο. Ωστόσο, με την τουρκική κατάκτηση της Ανατολίας στα τέλη του 11ου αιώνα, η σημασία των Ευχαΐτων μειώθηκε[3]. Στα οθωμανικά χρόνια, τα Ευχάιτα παρέμειναν ως επί το πλείστον ερημωμένα, αλλά υπήρχε ένα εναπομείναν χωριό γνωστό ως Αβχάτ (Avhat) ή Αβκάτ (Avkat).

Το σημερινό τουρκικό χωριό Beyözü, στην επαρχία Τσορούμ (Çorum) της Ανατολίας (στην υποεπαρχία Mecitözü), είναι εν μέρει χτισμένο στα ερείπια των Ευχαΐτων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Ευχάιτα δεν αναφέρονται στις πηγές που αφορούν τη διοίκηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με εξαίρεση μια νεαρά του Iουστινιανού Α΄ του 535, όπου αναφέρονται ως πόλη της επαρχίας Eλενοπόντου. Yπάγονταν διοικητικά στην ρωμαϊκή επαρχία Διοπόντου (Διοίκηση Ποντικής), που μετονομάστηκε σε Eλενόποντο από τον Kωνσταντίνο Α΄[2]. Τα Ευχάιτα είναι γνωστά κυρίως λόγω του ρόλου τους ως κύριος τόπος προσκυνήματος του Αγίου Θεοδώρου της Αμασείας (γνωστού ως Θεοδώρου του Τήρωνος), ο οποίος μαρτύρησε περί το 306.

Λόγω της θέσης τους, τα Ευχάιτα ήταν σταθμός του ταχυδρομείου[2]. Τον 5ο αιώνα, η πόλη αναφέρεται ως τόπος εξορίας για καθαιρεθέντες ανώτερους εκκλησιαστικούς. Eκεί εξορίστηκαν επί Αυτοκράτορος Αναστασίου A΄ του Δίκορου (491-518) οι Πατριάρχες Kωνσταντινουπόλεως Eυφήμιος και Mακεδόνιος B΄, καθώς και άλλες προσωπικότητες που δεν δέχονταν τη μονοφυσιτική αυτοκρατορική πολιτική[2]. Το 515, η ανοχύρωτη πόλη λεηλατήθηκε από μια επιδρομή Ούννων, μετά την οποία ανοικοδομήθηκε, οχυρώθηκε[4] και επανέκτησε το καθεστώς της πόλης από τον Αναστάσιο Α'[5].

Η επισκοπή Ευχαΐτων, αρχικά επισκοπή της Μητροπόλεως Αμασείας, έγινε αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή στις αρχές του 7ου αιώνα[5], όπως μαρτυρείται στη Notitia Episcopatuum του ψευδο-Επιφάνιου, από τη βασιλεία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου Α' (περίπου το 640). Η πόλη κάηκε από τους Σασσανίδες Πέρσες το 615 και κατόπιν δέχτηκε επίθεση από τους Άραβες υπό τον δεύτερο χαλίφη των Ομεγιαδών, Μωαβία, το 640. Μια δεύτερη αραβική επίθεση κατέλαβε την πόλη το 663. Οι επιδρομείς λεηλάτησαν την πόλη, κατέστρεψαν την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων και ξεχειμώνιασαν εκεί, ενώ ο πληθυσμός κατέφυγε σε οχυρά καταφύγια στη γύρω ύπαιθρο[5]. Η πόλη ξαναχτίστηκε και σύντομα ανακτήθηκε, αλλά οι Άραβες σημείωσαν εκ νέου νίκη στην περιοχή της το 810, αιχμαλωτίζοντας τον τοπικό στρατηγό του Θέματος Αρμενιακών μαζί με ολόκληρο το θησαυροφυλάκιό του.

Μια αγιογραφία του 8ου ή 9ου αιώνα υποστηρίζει ότι τα λείψανα του Αγίου Θεοδώρου βρίσκονταν εκείνη την εποχή ακόμα στην Αμάσεια, αλλά οι Χριστιανοί των Ευχαΐτων ζητούσαν με αυξανόμενη επιμονή τη μεταφορά τους στην πόλη τους, ισχυριζόμενοι ότι αυτή ήταν η επιθυμία του ίδιου του αγίου όταν ζούσε[6]. Η επισκοπή έγινε ανεξάρτητη Μητρόπολη επί Λέοντος του Σοφού (886–912)[5] και Πατριαρχείας Φωτίου.

Το 972, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α' Τσιμισκής μετονόμασε τη γειτονική Ευχάνεια, της οποίας η ακριβής σχέση ή διάκριση από τα Ευχάιτα δεν είναι ξεκάθαρη[7], σε Θεοδωρόπολη[5]. Στην πόλη έχει καταγραφεί μια λαμπρή πανήγυρη κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Αγίου Θεοδώρου στα μέσα του 11ου αιώνα. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), τα Ευχάιτα περιήλθαν στο εμιράτο των Δανισμενδιδών και δεν υπάρχουν κατόπιν άλλα στοιχεία για την τύχη της[5]. Ο οικισμός πιθανότατα ερημώθηκε και στην περιοχή δυτικά-νοτιοδυτικά της πόλης εγκαταστάθηκαν μόνιμα Τουρκομάνοι[2]. Από τον 12ο αιώνα ανήκε στο Σουλτανάτο των Σελτζούκων, κατόπιν περιήλθε στους Μογγόλους και τέλος, από τα τέλη του 14ου αιώνα, στους Οθωμανούς[2].

Τον 16ο αιώνα, υπό την οθωμανική κυριαρχία, ο οικισμός του Αβκάτ (παραφθορά του «Ευχάιτα») είχε εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά υπήρχε μια οικία δερβίσηδων (zawiya) αφιερωμένη σε έναν σούφι ονόματι Ελβάν Τσελεμπή (Elwan Çelebi), πιθανόν χτισμένη πάνω σε απομεινάρια της εκκλησίας του Αγίου Θεοδώρου[8]. Όταν ο Γερμανός περιηγητής Χανς Ντέρνσβαμ (Hans Dernschwam) επισκέφτηκε την τοποθεσία τη δεκαετία του 1550, σημείωσε ότι οι δερβίσηδες καλλιεργούσαν ένα απομεινάρι της λατρείας του Αγίου Θεοδώρου ως δρακοκτόνου, με το όνομα Khidr-Ilya. Οι δερβίσηδες έδειξαν στον Ντέρνσβαμ τα λείψανα του δράκου που σκοτώθηκε από τον "Khidr", καθώς και ένα αποτύπωμα οπλής και πηγή που προκλήθηκε από το άλογό του, καθώς και τον τάφο του γαμπρού του Khidr και του γιου της αδερφής του. Ο Ντέρνσβαμ καταγράφει επίσης την παρουσία υπολειμμάτων μιας εκκλησίας και άλλων θραυσμάτων της αρχαίας πόλης[9]. Το τζαμί του Ελβάν Τσελεμπί βρίσκεται σήμερα περίπου 5 χιλιόμετρα δυτικά του Beyözü.

Αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 2006 έως το 2012 πραγματοποιήθηκαν αρχαιολογικές ανασκαφές με επικεφαλής τον John Haldon του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Το Αρχαιολογικό Έργο Avkat ήταν μια συνεργασία μεταξύ του Πανεπιστημίου Πρίνστον, του Πανεπιστημίου Τρεντ, του Κολλεγίου του Τσάρλεστον, του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, του Πανεπιστημίου της Άγκυρας και του Τεχνικού Πανεπιστημίου Μέσης Ανατολής (Άγκυρα). Η έκθεση της ανασκαφής δημοσιεύτηκε το 2018.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. J.G.C. Anderson, A Journey of Exploration in Pontus (1903), σελ. 9.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού.
  3. Haldon, John; Elton, Hugh; Newhard, James (2017-04-14), «Euchaïta», The Archaeology of Byzantine Anatolia (Oxford University Press): 376–388, doi:10.1093/acprof:oso/9780190610463.003.0037, https://doi.org/10.1093/acprof:oso/9780190610463.003.0037, ανακτήθηκε στις 2024-02-08 
  4. Mango, Cyril; Ševčenko, I. (1972). «Three Inscriptions of the Reign of Anastasius I and Constantine V». Byzantinische Zeitschrift 65: 380-381. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Foss 1991, σελ. 737.
  6. BHG 1765, ed. Delehaye (1909).
  7. N. Oikonomides, "Le dedoublement de Saint Theodore et les villes d'Euchaita et d'Euchaneia", Analecta Bollandiana 104 (1986), 327–335.
  8. E. S. Wolper, "Khidr, Elwan Çelebi and the Conversion of Sacred Sanctuaries in Anatolia," Muslim World 90 (2000), 313.
  9. E.S. Wolper, "Khidr and the Changing Frontiers of the Medieval World", in J. Caskey et al. (eds.), Confronting the Borders of Medieval Art, Brill (2011), p. 143.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]