Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που:
  έχουν κυρώσει τη Σύμβαση
  έχουν μόνο υπογράψει τη Σύμβαση
  δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση
  μη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια (European Treaty Series No. 166[1][2]) υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 6 Νοεμβρίου 1997. Είναι μια γενική σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που ασχολείται με τους νόμους για την ιθαγένεια. Η Σύμβαση είναι ανοιχτή προς υπογραφή από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, και τα μη Μέλη Κράτη που συμμετείχαν στην διαμόρφωσή της, καθώς και για προσχώρηση για άλλα μη Μέλη Κράτη. Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2000 μετά από την κύρωση από 3 χώρες. Μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου 2016, 29 χώρες έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, εκ των οποίων όμως μόνο 20 την έχουν κυρώσει[3].

Προβλέψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τους ορισμούς, μεταξύ των οποίων αναφέρει ότι (άρθρο 1α): "ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της εθνικής καταγωγής του".

Κεφάλαια 2 και 3[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Άρθρο 4 Παράγραφος δ προβλέπει ότι ούτε ο γάμος ούτε η διάλυσή του πλήττει αυτόματα την ιθαγένεια των συζύγων, ούτε η αλλαγή ιθαγένειας κατά τη διάρκεια του γάμου του ενός συζύγου πλήττει αυτόματα την ιθαγένεια του άλλου. Η κοινή πρακτική των Ευρωπαϊκών κρατών στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ότι η γυναίκα έπρεπε να έχει την ιθαγένεια του συζύγου της, δηλαδή με το γάμο αποκτούσε αυτόματα την ιθαγένειά του και έχανε την προηγούμενη ιθαγένειά της. Ακόμα και μετά που η ιθαγένεια της γυναίκας δεν εξαρτιόταν από αυτή του άντρα της, υπάρχουν ακόμα διατάξεις στους νόμους με τις οποίες πολιτογραφούνται αυτόματα οι παντρεμένες γυναίκες, και κάποιες φορές και οι άντρες. Η παραπάνω τακτική είχε οδηγήσει σε προβλήματα, όπως η απώλεια της αρχικής ιθαγένειας των συζύγων, ο ένας σύζυγος να χάνει τα δικαιώματα σε προξενική βοήθεια (καθώς αυτή δεν μπορεί να δοθεί σε πολίτες υπό ξένη δικαιοδοσία των οποίων έχουν επίσης την ιθαγένεια), και οι άντρες να καθίστανται υπόχρεοι στρατιωτικής θητείας. Το Άρθρο 4 παράγραφος δ αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση.

Το Άρθρο 5 ορίζει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει διάκριση στους εθνικούς νόμους ιθαγένειας βάσει "φύλλου, θρησκείας, φυλής, χρώματος, και εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής". Επίσης ότι τα κράτη δεν πρέπει να κάνουν διάκριση τους πολίτες του βάσει της απόκτησης της ιθαγένειάς τους από η γέννηση ή κατόπιν.

Το Άρθρο 6 αναφέρεται στην απόκτηση της ιθαγένειας. Ορίζει ότι η ιθαγένεια θα πρέπει να αποκτιέται με τη γέννηση λόγω καταγωγής από όποιον από τους δύο γονέα, γι’ αυτούς που γεννιούνται στην επικράτειά του (τα κράτη μπορούν να εξαιρούν εν μέρει ή εντελώς τα παιδιά που γεννιούνται στο εξωτερικό). Επίσης ορίζει την απόκτηση ιθαγένειας βάσει την γέννησης στην επικράτεια του κράτους. Τα κράτη όμως μπορούν να περιορίζουν το παραπάνω μόνο στα παιδιά που αλλιώς θα καθίσταντο ανιθαγενή. Προβλέπει επίσης τη διαδικασία της πολιτογράφησης, και ορίζει ότι το διάστημα της νόμιμης και μόνιμης κατοικίας που απαιτείται ως προϋπόθεση δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 10 χρόνια. Επίσης ορίζει τη "διευκόλυνση" για την απόκτηση της ιθαγένειας από συγκεκριμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων ήδη πολιτών, παιδιά πολιτών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, που ένας γονέας απέκτησε την ιθαγένεια, που υιοθετήθηκαν από έναν πολίτη, άτομα που νόμιμα είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στη χώρα για περίοδο πριν τα 18 χρόνια, καθώς και ανιθαγενείς και πρόσφυγες που διαμένουν νόμιμα στη χώρα.

Το Άρθρο 7 κανονίζει την απώλεια ιθαγένειας. Ορίζει ότι τα κράτη μπορούν να στερούν την ιθαγένεια από πολίτη μόνο κατά περιπτώσεις όπως οικειοθελούς απόκτησης άλλης ιθαγένειας, απάτης ή ελλιπούς παροχής πληροφοριών για την απόκτηση της ιθαγένειας, εθελοντική στράτευση σε ξένη χώρα, ή υιοθεσίας ως παιδί από αλλοδαπούς. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα για απώλεια της ιθαγένειας ελλείψει δεσμών με το κράτος πολίτη που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό. Τέλος, λόγω "συμπεριφοράς που πλήττει σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα του Κράτους".

Το Άρθρο 8 ορίζει ότι ο πολίτης ενός κράτους έχει το δικαίωμα να αποκηρύξει την ιθαγένειά του με την προϋπόθεση ότι δεν καθίσταται ανιθαγενής. Τα κράτη μπορούν όμως να περιορίσουν αυτό το δικαίωμα μόνο για τους πολίτες τους που διαμένουν στο εξωτερικό.

Κεφάλαια 4-9[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κεφάλαιο 4 προβλέπει τις διαδικασίες κτήσης, διατήρησης, απώλειας και επανάκτησης πιστοποιητικών ιθαγένειας, για τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν εύλογο διάστημα επεξεργασίας των αιτημάτων, έγγραφη και αιτιολογημένη απόκριση του Κράτους, εύλογα τέλη, και δικαίωμα προσφυγής του ατόμου σε διοικητικά ή ένδικα μέσα.

Το Κεφάλαιο 5 ορίζει ότι τα Κράτη μέρη θα πρέπει να επιτρέπει στα παιδιά που αποκτούν πολλαπλή ιθαγένεια με τη γέννηση να τη διατηρήσουν, όπως και στους πολίτες που αποκτούν αυτόματα κι άλλη ιθαγένεια με το γάμο. Επιτρέπει όμως τα κράτη να ρυθμίζουν γενικά πότε κάποιος πολίτης τους θα έχει το δικαίωμα πολλαπλής ιθαγένειας και πότε όχι.

Το Κεφάλαιο 7 ορίζει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις σε περιπτώσεις πολλαπλής ιθαγένειας, όπου στο Άρθρο21 παράγραφος 1 ορίζεται ότι οι πολίτες που έχον πολλαπλή ιθαγένεια, έχουν υποχρέωση στρατιωτικής θητείας μόνο σε ένα τα Κράτη μέρη. Επίσης παρέχει λεπτομέρειες για την εκπλήρωση της θητείας ανάλογα με το συνήθη τόπο διαμονής του υπόχρεου, τον εθελοντικό ή όχι χαρακτήρα της κατάταξης, τους νόμους των κρατών για την υποχρέωση στράτευσης, και τη δυνατότητα εναλλακτικής θητείας. Τέλος, απαλλάσσει τα κράτη μέρη από τις υποχρεώσεις των διατάξεων σε περίπτωση επιστράτευσης. Το Άρθρο 25 δίνει τη δυνατότητα τα κράτη κατά την υπογραφή, προσχώρηση ή κύρωση της Σύμβασης να δηλώσουν ότι δεν θα εφαρμόσουν τις υποχρεώσεις περί στράτευσης του Κεφαλαίου 7. Αντίστοιχα, σε μελλοντικό χρόνο μπορεί να κοινοποιήσει την εφαρμογή του.

Ισχύς και εφαρμογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμμετέχοντα μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εφαρμογή της Σύμβασης ορίζεται από Κεφάλαιο 10. Η Σύμβαση άρχισε να έχει ισχύ την πρώτη του μηνός 3 μήνες μετά τις τρεις πρώτες κυρώσεις (Άρθρο 27, 2), δηλαδή την 1η Μαρτίου 2000. Μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 2016, η κατάσταση για τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει ως εξής[3]: Από τα 47 μέλη του, τα 29 έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, εκ των οποίων τα 9 δεν την έχουν κυρώσει, και τα 18 δεν την έχουν υπογράψει.

Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που:
  έχουν κυρώσει τη Σύμβαση
  έχουν μόνο υπογράψει τη Σύμβαση
  δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση
  μη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης
Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης
Χώρα Υπογραφή Κύρωση Σε ισχύ
Μέλη που υπόγραψαν
Αλβανία 7 Μαΐου 1999 11 Φεβρουαρίου 2004 1 Ιουνίου 2004
Αυστρία 6 Νοεμβρίου 1999 17 Σεπτεμβρίου 1998 1 Μαρτίου 2000
Βόρεια Μακεδονία 6 Νοεμβρίου 1997 3 Ιουνίου 2003 1 Οκτωβρίου 2003
Βοσνία και Ερζεγοβίνη 31 Μαρτίου 2006 22 Νοεμβρίου 2008 1 Φεβρουαρίου 2009
Βουλγαρία 15 Ιανουαρίου 1998 2 Φεβρουαρίου 2006 1 Ιουνίου 2006
Γαλλία 4 Ιουλίου 2000 ΌχιN ΌχιN
Γερμανία 4 Φεβρουαρίου 2002 11 Μαΐου 2005 1 Σεπτεμβρίου 2005
Δανία 6 Νοεμβρίου 1997 24 Ιουλίου 2002 1 Νοεμβρίου 2002
Ελλάδα 6 Νοεμβρίου 1997 ΌχιN ΌχιN
Ισλανδία 6 Νοεμβρίου 1997 26 Μαρτίου 2003 1 Ιουλίου 2003
Ιταλία 6 Νοεμβρίου 1997 ΌχιN ΌχιN
Κροατία 19 Ιανουαρίου 2005 ΌχιN ΌχιN
Λετονία 30 Μαΐου 2001 ΌχιN ΌχιN
Λουξεμβούργο 26 Μαΐου 2008 ΌχιN ΌχιN
Μάλτα 29 Οκτωβρίου 2003 ΌχιN ΌχιN
Μαυροβούνιο 5 Μαΐου 2010 26 Ιουνίου 2010 1 Νοεμβρίου 2010
Μολδαβία 3 Νοεμβρίου 1998 30 Νοεμβρίου 1999 1 Μαρτίου 2000
Νορβηγία 6 Νοεμβρίου 1997 4 Ιουνίου 2009 1 Οκτωβρίου 2009
Ολλανδία 6 Νοεμβρίου 1997 21 Μαρτίου 2001 1 Ιουλίου 2001[σ 1]
Ουγγαρία 6 Νοεμβρίου 1997 21 Νοεμβρίου 2001 1 Μαρτίου 2002
Ουκρανία 1 Ιουλίου 2003 21 Δεκεμβρίου 2006 1 Απριλίου 2007
Πολωνία 29 Απριλίου 2009 ΌχιN ΌχιN
Πορτογαλία 6 Νοεμβρίου 1997 15 Οκτωβρίου 2001 1 Φεβρουαρίου 2002
Ρουμανία 6 Νοεμβρίου 1997 20 Ιανουαρίου 2005 1 Μαΐου 2005
Ρωσία 6 Νοεμβρίου 1997 ΌχιN ΌχιN
Σλοβακία 6 Νοεμβρίου 1997 27 Μαΐου 1998 1 Μαρτίου 2000
Σουηδία 6 Νοεμβρίου 1997 28 Ιουνίου 2001 1 Οκτωβρίου 2001
Τσεχία 7 Μαΐου 1999 19 Μαρτίου 2004 1 Ιουλίου 2004
Φινλανδία 6 Νοεμβρίου 1997 6 Αυγούστου 2008 1 Δεκεμβρίου 2008
Μέλη που δεν υπόγραψαν
Άγιος Μαρίνος ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Αζερμπαϊτζάν ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Ανδόρρα ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Αρμενία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Βέλγιο ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Γεωργία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Ελβετία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Εσθονία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Ηνωμένο Βασίλειο ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Δημοκρατία της Ιρλανδίας ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Ισπανία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Κύπρος ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Λιθουανία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Λίχτενσταϊν ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Μονακό ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Σερβία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Σλοβενία ΌχιN ΌχιN ΌχιN
Τουρκία ΌχιN ΌχιN ΌχιN

Η Σύμβαση είναι ανοιχτή για υπογραφή και για τα μη μέλη τα οποία συμμετείχαν στη σύνταξή της, από τα οποία κανένα δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση (Βατικανό (παρατηρητής) , Η.Π.Α., Καναδάς, Κιργιζία και Λευκορωσία), καθώς και για προσχώρηση από άλλα μη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Επιφυλάξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κράτη μέρη μπορούν να εκφράσουν κατά την υπογραφή, έγκριση, κύρωση ή προσχώρηση στη Σύμβαση την επιφύλαξή τους να εφαρμόσουν διατάξεις σε αυτήν, εκτός από τις διατάξεις των Κεφαλαίων 1, 2, και 6. Έτσι, ήδη ακόμα και από τις χώρες που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση, κάποιες διατάξεις δεν εφαρμόζονται[4]. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι επιφυλάξεις για μη τήρηση διατάξεων που αφορούν στα: γραπτή αιτιολογημένη διαδικασία για τα αιτήματα ιθαγένειας και δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης[σ 2], διατάξεων για τη στράτευση πολιτών με πολλαπλή ιθαγένεια[σ 3], τη μη παροχή ιθαγένειας για συγκεκριμένες κατηγορίες βάση του δίκαιου του εδάφους[σ 4], την απώλεια ή αποποίηση της ιθαγένειας[σ 5].

Προβλήματα και ζητήματα στην εφαρμογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τις εκφρασμένες παραπάνω επιφυλάξεις, με τις οποίες κάποια κράτη δεν δεσμεύονται στη τήρηση συγκεκριμένων διατάξεων της Σύμβασης, υπάρχουν και κάποιες ζητήματα και προβλήματα στην εφαρμογή της Σύμβασης και στις χώρες οι οποίες την έχουν υπογράψει και / ή κυρώσει. Ήδη το πρώτο ζήτημα είναι ότι ενώ 9 χώρες έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, το οποίο γενικά σημαίνει δέσμευση στην επιθυμία να την κυρώσουν, να μην δρουν ενάντια στο πνεύμα της, και να μην καθυστερήσουν την κύρωση αναίτια[5][6], δεν έχουν το 2016, σχεδόν 20 χρόνια μετά, κυρώσει τη Σύμβαση.

Άλλα ζητήματα περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπως π.χ. η Ολλανδία, η οποία κύρωσε τη Σύμβαση το 2001, αλλά το 2005 έγινε προσπάθεια καταπολέμησης της πολλαπλής ιθαγένειας, ο νόμος αποσύρθηκε το 2007 με την εισαγωγή νέου το 2008 το οποίο έγινε δεκτό το 2010[7], και η Δανία, η οποία διατηρεί ακόμα αυστηρούς νόμους ιθαγένειας, για τη πολιτογράφηση και την πολλαπλή ιθαγένεια, αποτελώντας εξαίρεση στην αντίθεση τάση των Σκανδιναβικών χωρών[7][8].

Τέλος, ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει επίσημο θεσμοθετημένο όργανο για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης, και πιθανών παραβιάσεών της και επιβολής κυρώσεων[7]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα European Convention on Nationality της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εφαρμογή για τα κράτη του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, Ολλανδία και Αρούμπα από την 1η Ιουλίου 2001, ενώ για τα Κουρασάο, Σιντ Μάαρτεν και τα τρία Ολλανδικά νησιά της Καραϊβικής από τις 10 Οκτωβρίου 2010.
  2. Δανία, Ουγγαρία: Δεν δεσμεύονται στην παροχή δυνατότητας προσφυγής για απόφαση για ιθαγένεια (Άρθρο 12). Για τη Δανία αυτό θα απαιτούσε την τροποποίηση του Δανέζικου Συντάγματος. Βουλγαρία, Ουγγαρία: Δεν δεσμεύονται οι αποφάσεις που αφορούν την κτήση, διατήρηση, απώλεια και ανάκτηση της ιθαγένειας να είναι γραπτές και αιτιολογημένες (Άρθρο 11).
  3. (ενδεικτικά) Αυστρία: (Άρθρο 8, Άρθρο 22), (μεταξύ άλλων) αν ένας πολίτης έχει απαλλαγεί από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις σε άλλο κράτος μέρος που διαμένει, δεν έχει απαλλαγεί από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του στην Αυστρία. Φινλανδία: Μικρές διαφοροποιήσεις (μη δέσμευση τήρησης) σε κάποιες διατάξεις για τη στράτευση (Άρθρο 21 παράγραφος 3ζ, Άρθρο 22, παράγραφος α). Ουγγαρία: Διαφοροποίηση στο Άρθρο 21 παράγραφος 3α για τη στράτευση. Επίσης η Βόρεια Μακεδονία και η Ουκρανία σύμφωνα με το Άρθρο 25, δήλωσαν ότι δεν θα εφαρμόσουν το Κεφάλαιο 7.
  4. (ενδεικτικά) Αυστρία: 10 χρόνια εκ των οποίων τα 5 τελευταία συνεχούς διαμονής αντί για 5 μέγιστο που προβλέπεται, να μην έχει καταδικαστεί ή κριθεί ένοχος, μπορεί να κάνει αίτηση πολιτογράφησης το ίδιο το άτομο μετά τα 18 χρόνια και όχι μετά τα 20, επίσης δεν δεσμεύεται να διευκολύνει την απόκτηση ιθαγένειας από ανιθαγενείς και αναγνωρισμένους πρόσφυγες που έχουν τη νόμιμη και συνήθη διαμονή στη χώρα της, αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Ρουμανία: δεν δεσμεύεται να παρέχει ιθαγένεια σε άτομα που γεννήθηκαν στο έδαφός της και διαμένουν μόνιμα στη χώρα, σε πρόσφυγες και ανιθαγενείς που διαμένουν μόνιμα στη χώρα (Άρθρο 6, παράγραφος 4ε, 4στ, 4ζ).
  5. (ενδεικτικά) Γερμανία: Άρθρο 7 παράγραφος στ., μπορεί να χάσει την ιθαγένειας αν εκτός από την περίοδο που ήταν ανήλικος που προβλέπεται, και μετά την ενηλικίωσή του αποδειχθεί ότι κάποιος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις πολιτογράφησης 2. Άρθρο 7 παράγραφος ζ, την ιθαγένεια μπορεί να απολέσει εκτός από παιδί, και ενήλικος που υιοθετείται 3. Δεν θα παραχωρείται δικαίωμα αποχώρησης από την ιθαγένεια (αποποίηση ιθαγένειας) ανεξάρτητα από το πού διαμένουν, σε δημόσιους λειτουργούς, δικαστές, στρατιωτικούς, και σε όσα άτομα που έχουν επαγγελματική ή επίσημη θέση δημοσίου δικαίου, μέχρι τη λήξη της σύμβασης – σχέσης τους, εξαιρουμένων αυτών που κατέχουν τιμητική θέση. Επίσης, σε άτομα που υπέχουν στρατιωτικών υποχρεώσεων, ή εωσότου αυτά λάβουν βεβαίωση απαλλαγής. Βουλγαρία, Μαυροβούνιο: δεν δεσμεύονται για την τήρηση του Άρθρου 16.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]