Ενενήντα τρία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ενενήντα τρία
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1976
ΣυγγραφέαςΒίκτωρ Ουγκώ
ΕικονογράφοςÉmile Bayard
ΤίτλοςQuatrevingt-treize
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1874
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΟ άνθρωπος που γελά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Ενενήντα τρία (γαλλικός τίτλος: Quatrevingt-treize - σύμφωνα με την ορθογραφία που επέλεξε ο συγγραφέας) είναι ιστορικό μυθιστόρημα, το τελευταίο έργο του Βικτόρ Ουγκώ. Δημοσιεύτηκε το 1874 και το ιστορικό σκηνικό είναι η πιο τρομερή περίοδος της Γαλλικής Επανάστασης, η Τρομοκρατία, και οι αγώνες της επανάστασης εναντίον των αντεπαναστατικών εξεγέρσεων πόλεμο της Βανδέας και εξέγερση των Σουάνων. Η δράση διαδραματίζεται γύρω στο 1793 κυρίως στη Βρετάνη και στο Παρίσι.[1]

Αρχικά, το μυθιστόρημα επρόκειτο να αποτελέσει τον τελευταίο τόμο μιας ρομαντικής τριλογίας αφιερωμένης στη Γαλλική Επανάσταση, της οποίας Ο άνθρωπος που γελά θα αποτελούσε τον πρώτο τόμο, αλλά ο Ουγκώ δεν την ολοκλήρωσε (ο δεύτερος τόμος δεν γράφτηκε ποτέ). Το Ενενήντα τρία είναι η αφορμή για τον Ουγκώ να αποκαλύψει τους καρπούς του μακροχρόνιου στοχασμού του για τη Γαλλική Επανάσταση.

Πρόσωπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σιμουρντέν και ο μαθητής του νεαρός Γκωβέν

Η τεράστια επική τοιχογραφία είναι επίσης η ιστορία τριών ανδρών:

  • Ο μαρκήσιος ντε Λαντενάκ, μοναρχικός που εκπροσωπεί την τιμή της παλιάς Γαλλίας, ενσαρκώνει το Παλαιό Καθεστώς, αυτό της παράδοσης και του απολυταρχισμού. Είναι γέρος, ψυχρός, μεθοδικός, θαρραλέος και αδίστακτος, μια φανταστική σύνθεση των προτερημάτων και των ελαττωμάτων των Γάλλων ευγενών.
  • Ο Γκωβέν, ανιψιός του Λαντενάκ, αριστοκράτης που απορρίπτοντας την αριστοκρατική του κληρονομιά έχει προσχωρήσει στην Επανάσταση, ενσαρκώνει τον μοντερνισμό και τον επαναστατικό και δημοκρατικό ιδεαλισμό. Απεικονίζει τη Δημοκρατία με τη μεγαλοψυχία και την αδελφοσύνη.
  • Ο Σιμουρντέν, απεσταλμένος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, έχει ιδανικό την ανελέητη δικαιοσύνη. Με την αδάμαστη και αδυσώπητη επιμονή του εκπροσωπεί το σκοτεινό, άκαμπτο πρόσωπο της Επανάστασης. Είναι πρώην ιερέας, πνευματικός πατέρας και δάσκαλος του Γκωβαίν, στον οποίο μετέδωσε το δημοκρατικό του ιδεώδες.

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1793 ήταν φοβερό και ταραγμένο έτος για τη Γαλλική Επανάσταση. Η νεαρή Δημοκρατία απειλείται στα σύνορά της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και εσωτερικά από τις φιλοβασιλικές εξεγέρσεις, τον πόλεμο της Βανδέας και την εξέγερση των Σουάνων. Συγχρόνως, η Συνέλευση, ήδη αποδεκατισμένη από την πτώση των Γιρονδίνων, βρίσκεται στα χέρια του Ροβεσπιέρου και του Δαντών και οι φιλοβασιλικοί, εκμεταλλευόμενοι τις συγκρούσεις τους, ενισχύουν την αντίστασή τους στη Βανδέα.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο των Λαντενάκ, σύμφωνα με σχέδιο του Ουγκώ

Η δράση του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στη Βρετάνη το 1793. Η Μισέλ Φλεσάρ, μια φτωχή αγρότισσα χαμένη στην αναταραχή των πολεμικών γεγονότων που ρημάζουν την περιοχή, διασταυρώνεται με ένα σύνταγμα στρατιωτών της Γαλλικής Δημοκρατίας, υπεύθυνο για την καταστολή της βασιλικής εξέγερσης. Οι σκληροί στρατιώτες, λυπούνται την άτυχη γυναίκα και τα τρία παιδιά της και αποφασίζουν να τους πάρουν μαζί τους.[2]

Εν τω μεταξύ, στη θάλασσα, μια αγγλική φρεγάτα, επανδρωμένη με Γάλλους αξιωματικούς του πρώην Βασιλικού Ναυτικού, προσπαθεί να αποβιβάσει έναν άνδρα του οποίου η ηγεσία θα ενίσχυε την εξέγερση της Βανδέας, τον μαρκήσιο ντε Λαντενάκ, έναν Βρετόνο αριστοκράτη. Ο γαλλικός στόλος πλησιάζει και σφίγγει τον κλοιό. Ένας Βρετόνος ναύτης μεταφέρει με βάρκα τον Λαντενάκ στην ακτή, τη στιγμή ακριβώς που η αγγλική φρεγάτα βυθίζεται κάτω από κανονιοβολισμούς.

Το πρώτο πράγμα που βλέπει στην ακτή είναι η προγραφή του με διάταγμα της Συνέλευσης και υπογραφή: «Γκωβέν», υπογραφή του ανιψιού του, λιποτάκτη που είχε ενταχθεί στους επαναστάτες και ήταν αρχιστράτηγος των δημοκρατικών δυνάμεων.

Ο Λαντενάκ συναντά τους υποστηρικτές του και εξαπολύουν επίθεση στους δημοκρατικούς, τμήμα των οποίων, και η προστατευμένη οικογένεια, αιχμαλωτίζονται. Ο Λαντενάκ διατάζει να τους πυροβολήσουν όλους, συμπεριλαμβανομένης της Μισέλ και παίρνει τα παιδιά μαζί του ως ομήρους. Ένας ζητιάνος βρίσκει τα πτώματα και ανακαλύπτει ότι η Μισέλ είναι ακόμα ζωντανή, τη φροντίζει και η γυναίκα συνέρχεται.

Υπό την ηγεσία του Λαντενάκ η εξέγερση έχει εξελιχθεί σε μεγάλη απειλή για τη Δημοκρατία. Στο Παρίσι, ο Νταντόν, ο Ροβεσπιέρος και ο Μαρά συναντιούνται και παίρνουν μέτρα: Εκδίδουν διάταγμα βάσει του οποίου όλοι οι αντεπαναστάτες και όποιος τους βοηθάει θα εκτελείται. Για την εφαρμογή των διαταγών τους αποστέλλουν στη Βρετάνη τον Σιμουρντέν, έναν αφοσιωμένο επαναστάτη και πρώην ιερέα, τον οποίο ενημερώνουν να προσέχει τον Γκωβέν, τον διοικητή των δημοκρατικών στρατευμάτων εκεί, ο οποίος ήταν ανιψιός του Λαντενάκ και φερόταν με επιείκεια προς τους εξεγερμένους. Άγνωστο στους επαναστάτες ηγέτες, ο Σιμουρντέν ήταν ο δάσκαλος του Γκωβέν στην παιδική του ηλικία και τον αγαπούσε σαν γιο του.[3]

Το κάστρο στις φλόγες

Ο Λαντενάκ καταλαμβάνει τον έλεγχο του παραθαλάσσιου Ντολ, προκειμένου να εξασφαλίσει σημείο απόβασης για τα βρετανικά στρατεύματα που αναμένονταν για να υποστηρίξουν τους Βασιλικούς. Ο Γκωβέν εξαπολύει μια αιφνιδιαστική επίθεση και τους διαλύει. Αναγκασμένος να υποχωρήσει, και καθώς τα βρετανικά στρατεύματα δεν εμφανίζονται, ο Λαντενάκ και οι υποστηρικτές του ηττώνται. Τελικά, αυτός και μερικοί στρατιώτες του παγιδεύονται στο προγονικό κάστρο του το οποίο αμέσως πολιορκείται.[4]

Στο μεταξύ, η Μισέλ έχει συνέλθει και αναζητά τα παιδιά της. Περιπλανιέται άσκοπα, αλλά τελικά μαθαίνει ότι κρατούνται όμηροι στο κάστρο του Λαντενάκ. Στο κάστρο, ο Λαντενάκ και μερικοί επιζώντες δραπετεύουν μέσα από ένα μυστικό πέρασμα και το κτήριο βρίσκεται στις φλόγες. Καθώς η φωτιά φουντώνει, η Μισέλ φτάνει και βλέπει ότι τα παιδιά της είναι παγιδευμένα. Ο Λαντενάκ ακούει τις κραυγές απελπισίας της και επιστρέφοντας μέσα από το πέρασμα στο κάστρο, σώζει τα παιδιά. Μετά από μια μακρά καριέρα αδίστακτης σκληρότητας, ο μαρκήσιος λυτρώνεται με αυτήν την πράξη ελέους που τον θέτει στο έλεος των αντιπάλων του.[5]

Ο Γκωβέν ξέρει ότι ο Σιμουρντέν θα στείλει στη γκιλοτίνα τον θείο του μετά από εικονική δίκη. Τη νύχτα, τον επισκέπτεται στη φυλακή, όπου ο Λαντενάκ εκφράζει το συντηρητικό όραμά του για μια κοινωνία που υπακούει στην ιεραρχία, τον σεβασμό και το καθήκον. Ο Γκωβέν επιμένει ότι οι ανθρώπινες αξίες υπερβαίνουν το καθήκον και για να το αποδείξει, βοηθάει τον θείο του να δραπετεύσει και παίρνει ο ίδιος τη θέση του. Το πρωί, στο δικαστήριο που συγκλήθηκε για τον Λαντενάκ δικάζεται ο Γκωβέν για προδοσία. Την αποφασιστική καταδικαστική ψήφο τη δίνει ο Σαμουρντέν. Όταν τον επισκέπτεται στο φρουραρχείο, ο Γκωβέν του περιγράφει τα δικά του ιδανικά. Το επόμενο πρωί ο Γκωβέν εκτελείται στη γκιλοτίνα. Την ίδια στιγμή, ο Σιμουρντέν αυτοκτονεί με μια σφαίρα στο κεφάλι.[6]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνάντηση του Δαντών, του Μαρά και του Ροβεσπιέρου. Σχέδιο του Ντιοζέν Μαγιάρ, Μουσείο Καρναβαλέ, 1876.

Το μυθιστόρημα τονίζει ιδιαίτερα την πορεία της αντεπανάστασης της Βανδέας και δείχνει την αντίθεση μεταξύ των επαναστατών και των αντεπαναστατών μοναρχικών. Ο Ουγκώ, αν και βαθιά δημοκράτης, εκθέτει με την ίδια αυστηρότητα τα εγκλήματα των δύο στρατοπέδων. Ένα προσωπικό σημείωμα του συγγραφέα, που χρονολογείται από το 1854, διευκρινίζει επίσης τη φιλοδοξία του: «Εγώ, αν έγραφα την ιστορία της Επανάστασης (και θα το κάνω), θα ανέφερα όλα τα εγκλήματα των επαναστατών, μόνο θα διευκρίνιζα ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι, είναι τα εγκλήματα της μοναρχίας».[1]

Δύο μέρη του κειμένου τραβούν ιδιαίτερη προσοχή. Το πρώτο, αφηγείται μια θεαματική (φανταστική) συνάντηση τριών μεγάλων μορφών της Γαλλικής Επανάστασης, του Μαρά, του Νταντόν και του Ροβεσπιέρου. Το δεύτερο, περιγράφει λεπτομερώς μια σύνοδο της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης.

Με το ίδιο θέμα έχει ασχοληθεί και ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στο μυθιστόρημα του 1829 Οι Σουάνοι.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1921: κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία των Αντρέ Αντουάν, Αλμπέρ Καπελανί και Λεονάρ Αντουάν. [7]
  • 1962: τηλεοπτική ταινία σε σκηνοθεσία Αλαίν Μπουντέ. [8]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενενήντα τρία

  • μετάφραση: Σ. Μαργέτης, εκδόσεις Γκοβόστης, 1959
  • μετάφραση: Κώστας Θεοφάνους, εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1979
  • μετάφραση: Παναγής Αθανασάτος, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, 2005

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]