Εικονισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ εξέδωσε την πρώτη ανθολογία ποίησης των Εικονιστών το 1914 (φωτογραφία του 1919)

Εικονισμός (αγγλικά: Imagism) ήταν ένα λογοτεχνικό ρεύμα στην αγγλοαμερικανική ποίηση των αρχών του 20ού αιώνα που έδωσε έμφαση στην απλότητα, τη σαφήνεια της έκφρασης και την ακρίβεια μέσω της χρήσης οπτικών εικόνων. Ήταν ένα αντιδραστικό ρεύμα ενάντια στην αφηγηματική ποίηση του ρομαντισμού και της βικτωριανής εποχής και θεωρείται πρόδρομος του μοντερνισμού. [1]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απαρχές του Εικονισμού βρίσκονται σε δύο ποιήματα του Τόμας Έρνεστ Χιουμ που εκδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1909. Ο Χιουμ, φοιτητής μαθηματικών και φιλοσοφίας, συμμετείχε στη σύσταση της ομάδας το 1908 και ήταν ο πρώτος γραμματέας. Το 1909 στην ομάδα προσχώρησε ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ που βρισκόταν στο Λονδίνο ως ξένος ανταποκριτής σε αμερικανικές εφημερίδες, ο οποίος εισήγαγε τον όρο Εικονισμός και το 1914 επιμελήθηκε και εξέδωσε την πρώτη ανθολογία του κινήματος. Ο Ρίτσαρντ Άλντινγκτον συμμετείχε ως συντάκτης του πρωτοποριακού περιοδικού The Egoist.[2]

Η ομάδα δημοσίευσε τα έργα της σε περιοδικά και τέσσερις ανθολογίες που εμφανίστηκαν μεταξύ 1914 και 1917. Παρά τη σύντομη διάρκειά του, το ρεύμα επηρέασε βαθιά την πορεία της αγγλόφωνης μοντερνιστικής ποίησης. Σύμφωνα με τον Τ. Σ. Έλιοτ: «Το ορόσημο που συνήθως θεωρείται η αφετηρία της σύγχρονης ποίησης είναι η ομάδα που ονομάζεται Εικονιστές που σχηματίσθηκε στο Λονδίνο γύρω το 1910.»[3]

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεωρείται ότι είναι το πρώτο οργανωμένο μοντερνιστικό λογοτεχνικό κίνημα στην αγγλική γλώσσα. Οι Εικονιστές απέρριψαν το συναίσθημα και τη λογική που χαρακτήριζε τη ρομαντική και βικτωριανή ποίηση. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους Γεωργιανούς ποιητές, οι οποίοι έγραφαν σε παραδοσιακό ύφος, αναζήτησαν την επιστροφή σε πιο κλασικές αξίες, όπως η αμεσότητα της παρουσίασης, η οικονομία της γλώσσας και ο πειραματισμός με μη παραδοσιακές μορφές στίχων. Οι εικονιστές χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο, έδειξαν ενδιαφέρον για αρχαιοελληνικά ποιητικά μοντέλα και μορφές της ιαπωνικής ποίησης, όπως το χαϊκού με σύντομες αποδόσεις μιας ποιητικής σκηνής.[4]

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της φόρμας είναι η προσπάθεια να απομονώσει μια ενιαία εικόνα για να αποκαλύψει την ουσία της. Αυτό αντικατοπτρίζει τις σύγχρονες εξελίξεις της αβάν-γκαρντ τέχνης, ιδιαίτερα τον κυβισμό. Αν και αυτοί οι ποιητές απομόνωσαν αντικείμενα χρησιμοποιώντας αυτό που ο Αμερικανός ποιητής Έζρα Πάουντ αποκάλεσε «φωτεινές λεπτομέρειες», η ιδεογραμμική μέθοδος του Πάουντ για την αντιπαράθεση συγκεκριμένων ιδεών για την έκφραση μιας αφαίρεσης είναι παρόμοια με τον τρόπο του κυβισμού να συνθέτει μια ενιαία εικόνα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Οι εκδόσεις των Εικονιστών εμφανίστηκαν μεταξύ 1914 και 1917 και περιείχαν έργα πολλών από τις πιο εξέχουσες μοντερνιστικές προσωπικότητες στην ποίηση και σε άλλους τομείς. Οι Εικονιστές είχαν επίκεντρο το Λονδίνο, με μέλη ποιητές από τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμμετείχαν επίσης και αρκετές γυναίκες ποιήτριες, κάτι που ήταν αρκετά ασυνήθιστο και εντυπωσιακό στον λογοτεχνικό κόσμο της εποχής.[5]

Αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον πρόλογο της δεύτερης ανθολογίας, που γράφτηκε από τον Ρίτσαρντ Άλντινγκτον με επιμέλεια της Έιμι Λόουελ [6]και δημοσιεύτηκε το 1915 με τον τίτλο Some Imagist Poets, περιγράφονται έξι αρχές, οι κεντρικές δηλώσεις των οποίων αναφέρουν:

  1. Χρησιμοποιήστε κοινή γλώσσα με ακριβή επιλογή λέξεων.
  2. Δημιουργείστε νέους ρυθμούς με χρήση κυρίως ελεύθερου στίχου, με νέο ρυθμό που σημαίνει νέα ιδέα.
  3. Να υπάρχει απόλυτη ελευθερία στην επιλογή του θέματος.
  4. Στο ποίημα να παρουσιάζεται μια εικόνα.
  5. Δημιουργείστε μια ποίηση ξεκάθαρη και καθορισμένη.
  6. Η ευκρινής απεικόνιση είναι η ουσία της ποίησης.

Η ομάδα των Εικονιστών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι παρακάτω ποιητές συμμετείχαν στην ομάδα:[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]