Βολή απαγόρευσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη πυροβολική με τον όρο βολή απαγόρευσης χαρακτηρίζεται γενικά η βολή πυροβόλου που γίνεται με σκοπό την καθήλωση ή παρενόχληση αντίπαλης στρατιωτικής μονάδας χωρίς όμως να προσβληθεί υπ' αυτής.

Συνήθως βολές απαγόρευσης επιχειρούνται προς παρεμπόδιση πρωτίστως της κυκλοφορίας, ανεφοδιασμού, διέλευσης γέφυρας, ή στενού περάσματος. Τέτοιου είδους βολή εκτελέστηκε για πρώτη φορά στο γαλλικό πολεμικό θέατρο επιχειρήσεων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απ' όπου και θεσπίστηκε στη συνέχεια, στους στρατιωτικούς κανονισμούς, ως ιδιαίτερο είδος βολής πυροβολικού. Σε τέτοιου είδους βολές χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά και χημικά όπλα.
Είναι καταφανές ότι χρήση τέτοιων βολών γίνεται σε περιόδους στασιμότητας των επιχειρήσεων και μόνο. Ο δε τρόπος εκτέλεσής τους είναι τεχνητός και απαιτεί πολύ καλά εκπαιδευμένους πυροβολητές.

Στο πολεμικό ναυτικό βολές απαγόρευσης εκτελούνται κυρίως από πολεμικά πλοία σε αποκλεισμούς λιμένων και συναφών εγκαταστάσεων, όρμων κ.λπ. καθώς επίσης και σε περιπτώσεις νηοψίας προκειμένου να διακόψουν την κίνηση πλοίου ή πλοίων. Οι εν λόγω ναυτικές βολές απαγόρευσης εκτελούνται «πρώραθεν» (εγγύτατα προ της πλώρης) του προς νηοψία πλοίου, εφόσον δεν απαντά τούτο σε σχετικές κλήσεις.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη" τομ.Ε΄, σελ.67