Αλέξανδρος ο Αιτωλός ο Ίσιος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξανδρος ο Αιτωλός ο Ίσιος
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιπλωμάτης
στρατιωτικός

Ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός ο επιλεγόμενος Ίσιος ήταν αρχαίος Αιτωλός πολιτικός, που έδρασε κυρίως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 2ου αιώνα π.Χ.. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον ποιητή και γραμματικό Αλέξανδρο τον Αιτωλό, που έζησε λίγες μόνο δεκαετίες νωρίτερα, αλλά κυρίως στην Αλεξάνδρεια.

Ο Αλέξανδρος ο Ίσιος στάλθηκε πολλές φορές από τους συμπολίτες του Αιτωλούς ως πρέσβυς στον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ε΄ και αργότερα στη Ρώμη. Ο ιστορικός Πολύβιος μας πληροφορεί[1] για το πώς χαρακτήριζαν οι σύγχρονοί του τον Αλέξανδρο: «... εδόκει γαρ ανήρ πραγματικός είναι και λέγειν ικανός» Κατά τα άλλα γράφει ότι[2] ο Αλέξανδρος ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους σύγχρονούς του Έλληνες και περίφημος για τη φιλαργυρία του.

Το 205 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Ίσιος αντιτάχθηκε στους Δορίμαχο και Σκόπα, που είχαν εκλεγεί από τους Αιτωλούς ως νομογράφοι προκειμένου να μεταρρυθμίσουν την αιτωλική νομοθεσία. Το 198 π.Χ. έλαβε μέρος στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια του Μαλιακού, μια κωμόπολη δίπλα στις Θερμοπύλες. Σε αυτό το συνέδριο συμμετείχαν ο Ρωμαίος στρατηγός και ύπατος Φλαμινίνος, ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Ε΄, ο βασιλιάς των Αθαμανών Αμύνανδρος και αντιπρόσωποι των Αχαιών. Εκεί ο Αλέξανδρος επιτέθηκε φραστικά με δριμύτητα κατά του Φιλίππου Ε΄, λέγοντας πως ο βασιλιάς θα έπρεπε να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να αποδώσει και πάλι στους Αιτωλούς τις πόλεις που υπάγονταν παλαιότερα σε αυτούς.[3] Απαντώντας ο Φίλιππος, προσβεβλημένος, μίλησε από το πλοίο του[4] και χαρακτήρισε τον λόγο του Ίσιου «αιτωλικόν και θεατρικόν». Λίγους μήνες αργότερα, ο Ίσιος στάλθηκε με πρεσβεία των Αιτωλών στη Ρώμη, όπου ήταν να διαπραγματευθούν με τη σύγκλητο για ειρήνη, αλλά και για να κατηγορήσουν τον Φίλιππο.[5]

Το 197 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Ίσιος έλαβε και πάλι μέρος σε συνέδριο με παρόντες τον Φλαμινίνο (με τους Έλληνες συμμάχους του) και τον Φίλιππο Ε΄, όπου συζητήθηκε η σύναψη συνθήκης ειρήνης με τον Φίλιππο. Εκεί ο Αλέξανδρος μετέπεισε τους φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, ώστε να αποφύγουν κάθε ειρηνικό διακανονισμό με τον Μακεδόνα βασιλιά[6][7], που το ίδιο έτος νικήθηκε από τους Ρωμαίους στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Το 195 π.Χ. ο Φλαμινίνος συγκάλεσε συνέδριο όλων των ελληνικών πόλεων-συμμάχων των Ρωμαίων στην Κόρινθο, για να συζητηθεί εκστρατεία κατά του βασιλιά της Σπάρτης Νάβι. Στη συνάντηση αυτή ο Αλέξανδρος ο Ίσιος μίλησε εναντίον των Αθηναίων και επίσης υπαινίχθηκε ότι οι Ρωμαίοι δρούσαν με δόλο κατά της Ελλάδας.[8]

Το 189 π.Χ. ο Μάρκος Φούλβιος Νοβιλίωρ, μετά τη νίκη του επί του Αντιόχου Γ΄ του Μέγα, αναμενόταν να εισβάλει στην Αιτωλία, οπότε οι Αιτωλοί απέστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα και στη Ρόδο, αλλά τον Αλέξανδρο τον Ίσιο, ηλικιωμένο πλέον, μαζί με δύο ακόμη εκπροσώπους (τον Φανέα και τον Λυκόποδα) τον απέστειλαν στη Ρώμη για να διαπραγματευθεί ειρήνη. Αλλά ενώ ταξίδευαν κατέλαβαν το πλοίο και τους πήραν ομήρους μαζί με τους άλλους επιβάτες οι Ηπειρώτες, με σκοπό να ζητήσουν πολλά λύτρα για να τους ελευθερώσουν. Και ενώ όλοι οι άλλοι απελευθερώθηκαν πληρώνοντας λύτρα, ο Αλέξανδρος, αν και πάμπλουτος, αρνήθηκε να πληρώσει και έτσι παρέμεινε αιχμάλωτος στην Κεφαλληνία για λίγο καιρό, ώσπου τον ελευθέρωσαν με παρέμβασή τους οι Ρωμαίοι, χωρίς τελικώς να πληρώσει ο ίδιος κάτι.[9]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πολυβίου Οι ιστορίαι, XVIII, 3, 14
  2. Οι ιστορίαι, XXI, 26, 9 και 27
  3. Schmitz, Leonahrd (1867). «Alexander Isius». Στο: William Smith, επιμ. Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής βιογραφίας και μυθολογίας. 1. Βοστώνη: Little, Brown and Company, σσ. 117. http://quod.lib.umich.edu/cgi/t/text/pageviewer-idx?c=moa;cc=moa;idno=acl3129.0001.001;size=l;frm=frameset;seq=132. 
  4. Λίβιος, xxxii 34
  5. Πολυβ. Οι ιστορίαι, XVII, 10
  6. Πολυβ. Οι ιστορίαι, XVIII, 19 κ.ε.
  7. Αππιανού Maced., vii. 1
  8. Λίβιος, xxxiv. 23
  9. Πολυβ. Οι ιστορίαι, XXII, 9

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 87