Συζήτηση χρήστη:Νίκος μ.

Τα περιεχόμενα της σελίδας δεν υποστηρίζονται σε άλλες γλώσσες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Καλώς ήρθες!


Νίκος μ., καλώς όρισες στη Βικιπαίδεια! Αυτοί είναι μερικοί σύνδεσμοι που θα σου είναι χρήσιμοι:

Μπορείς να υπογράφεις στις σελίδες συζήτησης γράφοντας ~~~~ ή πατώντας το κουμπί της υπογραφής (). Για οποιαδήποτε βοήθεια ή απορία, μπορείς να απευθυνθείς στην Αγορά. Καλή συνέχεια! --Nikoguardσυζήτηση 10:14, 22 Νοεμβρίου 2012 (UTC)[απάντηση]


Καλώς ήρθες κι από εμένα. Το κείμενο που είχε βάλει υπό τον τίτλο Ωδες καλβος (όπου ο τίτλος έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ορθός), το μετέφερα στην Συζήτηση:Ανδρέας Κάλβος έτσι ώστε να παραμείνει διαθέσιμο και να μπορείς να επεκτείνεις με αυτό, το λήμμα Ανδρέας Κάλβος. Καλή συνεισφορά. --geraki talk 11:46, 28 Μαρτίου 2013 (UTC)[απάντηση]

Διονύσιος Σολωμός Η Γυναίκα της Ζάκυνθος[επεξεργασία κώδικα]

Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι ένα από τα πιο αινιγματικά κείμενα του Σολωμού. Δεν έχει το δεύτερό του στο σολωμικό έργο, το οποίο είναι καθολικώς ποιητικό, αν εξαιρέσουμε τον «Διάλογο» και κάποια νεανικά ευκαιριακά κείμενα γραμμένα στα ιταλικά. Για τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» ερίζουν όλα τα παλικάρια της φιλολογίας. Εως σήμερα η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου εκκρεμεί. Δεν πρόκειται, βέβαια, ποτέ να βρεθεί άκρη με τέτοιες απορίες. Γιατί, ίσως, το κείμενο να γράφτηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή αναζήτησης και φαντασιακής έξαρσης του Σολωμού, κατά την οποία τα υπάρχοντα και καθιερωμένα λογοτεχνικά είδη αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στον δυναμισμό της πρόθεσής του.

Κάτι τέτοιο δεν είναι ασυνήθιστο για έναν ποιητή με ρομαντική στόφα, που συνομιλεί εντατικά με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με εκείνο το κίνημα που συχνά ξεπέρασε τα όρια των ειδών ή αμφισβήτησε την αυστηρή διάκρισή τους. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την άσκηση του Σολωμού σε μια γραφή όχι μεικτή αλλά ιδιωματική. Μεικτή γραφή σημαίνει ανάμειξη των ειδών, ιδιωματική σημαίνει πορεία προς το άγνωστο, προς έναν λόγο που δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά δημιουργείται τη στιγμή της αποτύπωσής του.

Πολλές λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής μπορεί να παρεισφρέουν σε αυτή την αγωνιώδη ιχνηλασία, στο τέλος, όμως, αυτό που κυριαρχεί δεν είναι ο κοινός λόγος ή ο συνδυασμός διαφορετικών ειδών, αλλά η ανάδυση μιας γραφής που αναδεικνύει τη μοναδικότητα της παρέκκλισης. Η απορία δεν συνοδεύει τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» ως συνέπεια, αλλά ως ουσιώδες συστατικό της μορφής του λόγου. Λέγοντας ότι το κείμενο αυτό είναι ακόμη (και θα παραμείνει) αίνιγμα, δεν κυρώνουμε μια υπεκφυγή, απλώς βεβαιώνουμε τη διαφεύγουσα εξαίρεση ως λογοτεχνικό είδος. Επομένως, είναι άκρως επισφαλές να μιλάμε για διλήμματα όπως: ποίημα ή πεζό, εφιαλτική σάτιρα ή προφητική αφήγηση, βιβλική προσομοίωση ή ρομαντικό πεζό ποίημα. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» παραμένει κείμενο που εγείρει πάντοτε το ερώτημα για τη μορφή της γραφής του.

Ο Σολωμός άρχισε να καταπιάνεται με το έργο το 1826 στη Ζάκυνθο (κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού) και ολοκλήρωσε την πρώτη γραφή το 1829, έναν χρόνο μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα. Τότε καθαρόγραψε το κείμενο σε ένα τετράδιο, γνωστό ως τετράδιο Ζακύνθου, αρ. 13. Ταυτόχρονα, ή αμέσως μετά, ή αργότερα (καμιά από τις πιθανότητες δεν μπορεί να αποκλειστεί με απόλυτη βεβαιότητα) το επεξεργάζεται, γράφοντας ανάμεσα στις γραμμές (διάστιχα) ή στο περιθώριο. Η δεύτερη αυτή επεξεργασία γίνεται από το 1829 έως το 1833. Oι προσθήκες, οι διαγραφές, οι παραλλαγές και γενικά οι παρεμβάσεις στο αρχικό κείμενο είναι εκτεταμένες και βάζουν σε δεινή δοκιμασία τον εκδότη. Στο έργο επανέρχεται ο ποιητής το 1833, αυτή τη φορά όχι για να το βελτιώσει, αλλά για να το αναμορφώσει και να μεταβάλει τον γενικό προσανατολισμό. Η προσπάθεια είναι αποτυχημένη, η επεξεργασία λειψή και αδιέξοδη· το εγχείρημα εγκαταλείπεται πριν καλά καλά αρχίσει. Η απόπειρα παρ' όλα αυτά αποτυπώνεται σε σπασμωδικά σχεδιάσματα και βιαστικούς στοχασμούς. Ο ποιητής φαίνεται να επιθυμούσε τη ριζική ανατροπή του έργου, επηρεασμένος, όπως ισχυρίζονται οι ειδήμονες, από την έναρξη της διαβόητης οικογενειακής δίκης το 1833. Στην παράδοση του κειμένου γίνεται φανερό ότι η κύρια, ουσιαστική και πληρέστερη εκδοχή είναι η πρώτη. Σε αυτήν προστίθενται οι μετέπειτα επεμβάσεις και η τελευταία άδοξη αναθεώρηση.

Τα κυριότερα προβλήματα που έχει να επιλύσει ο εκδότης είναι: ο τίτλος του έργου, το γραμματολογικό είδος στο οποίο ανήκει και η αποκατάσταση του κειμένου με βάση τα χειρόγραφα. Γνωρίζουμε ότι ο τίτλος δεν δόθηκε από τον ποιητή αλλά από τον Καιροφύλα το 1927, στην πρώτη έκδοση του κειμένου, που έγινε με αμέθοδο ερασιτεχνισμό. Επικράτησε, όμως, και έτσι μονιμοποιήθηκε στη συνείδηση των αναγνωστών έως σήμερα. Oρισμένοι νεότεροι εκδότες (Σαββίδης, Τσαντσάνογλου) προσθέτουν στον τίτλο και την καταγραφή του ποιητή στα αυτόγραφα «Οραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου, εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου».

Ο Πολυλάς δεν περιέλαβε τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» στα Ευρισκόμενα, γιατί αντέδρασε ο αδελφός του ποιητή, προφανώς για να μην συσχετιστεί το έργο με πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Το 1944 ο Πολίτης εξέδωσε το κείμενο αυτόνομα, με φιλολογική νηφαλιότητα, χρησιμοποιώντας το αντίγραφο Πολυλά. Aυτή είναι και η πρώτη σοβαρή και τεκμηριωμένη έκδοση του κειμένου. Το 1954 ο Τωμαδάκης το επανεξέδωσε ελλιπέστατα και με πολλά λάθη, ενώ το 1955, στον Β' τόμο των Aπάντων, ο Πολίτης βελτίωσε την αρχική του έκδοση με αυτοψία, αυτήν τη φορά, του σολωμικού χειρογράφου (Τετράδιο Τεκτονικής Στοάς Ζακύνθου, αρ. 13). Το 1986 ο Σαββίδης προχώρησε σε μια χρηστική έκδοση, με ερμηνευτική οξυδέρκεια στην εκδοτική τακτική: στηρίχτηκε στην αρχική μορφή του έργου (καθαρόγραφο Σολωμού) και ενσωμάτωσε ορισμένες διορθώσεις της δεύτερης επεξεργασίας. Το 1987 επιχειρεί καινούργια έκδοση (με γαλλική μετάφραση) ο O. Merlier. Η φιλόδοξη αυτή απόπειρα δεν έφερε το ανάλογο αποτέλεσμα: η έκδοση είναι χαώδης, αυθαίρετη και φιλολογικά ανεπαρκής. Το 1991 η Τσαντσάνογλου, για πρώτη φορά, ακολουθώντας την «αναλυτική» μέθοδο, εκδίδει και τις τρεις επεξεργασίες του κειμένου, αναθεωρεί ελαφρώς τα γνωστά, από την έκδοση Πολίτη, σχεδιάσματα στα ιταλικά, προσθέτει εξαντλητικά σχόλια και αναμοχλεύει με σχολαστική αφοσίωση τα Aυτόγραφα. Με την έκδοση αυτή επιλύονται καίρια φιλολογικά ζητήματα και προτείνονται διεισδυτικές αναγνώσεις της αυτόγραφης μορφής του κειμένου, αλλά ταυτόχρονα θυσιάζεται η ερμηνευτική σύνθεση στον βωμό της φιλολογικής ορθοδοξίας των διαδοχικών σταδίων ως αυτόνομων έργων. Το 1994 ο Aλεξίου, αξιοποιώντας τις προηγούμενες απόπειρες, αλλά διαφωνώντας με τη χωριστή έκδοση των τριών διαδοχικών επεξεργασιών, επιχειρεί μια συστηματική και σημαντική επανέκδοση με βάση τα Aυτόγραφα, δίνοντας και τα σημαντικότερα ιταλικά σχεδιάσματα του ποιητή.

Γραμματολογικά το κείμενο έχει χαρακτηριστεί ως πεζογράφημα, αφήγημα, ιδιόρρυθμο πεζό με ποιητικά στοιχεία, poème en prose, δραματική σάτιρα, πρωτοποριακή μορφή πεζού αφηγηματικού λόγου και τα παρόμοια. Το βέβαιο είναι ότι, έως σήμερα, κανείς χαρακτηρισμός δεν επικράτησε ευρέως και το κείμενο εξακολουθεί να παραμένει γραμματολογικά αιωρούμενο και υφολογικά αινιγματικό. Αλλωστε, η ίδια η μορφή του κειμένου είναι ασταθής και η πλοκή του χασματική. Ο ποιητής δεν το ολοκλήρωσε ποτέ (άρα θεωρείται ημιτελές) και σώζεται σε μία, δύο ή τρεις εκδοχές ανάλογα με τη θεώρηση του κάθε εκδότη.

Oι περισσότεροι εκδότες του έργου τροποποίησαν την αρίθμηση των κεφαλαίων, προσάρμοσαν στα σύγχρονα δεδομένα τη φωνητική ορθογραφία του ποιητή και την ανορθόδοξη στίξη, τοποθέτησαν (όταν δεν εξοβέλισαν) τους ελληνοϊταλικούς στοχασμούς και τα σχεδιάσματα στις σημειώσεις ή σε παραρτήματα, απέκλεισαν το A' Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», που παρεισφρέει στο αυτόγραφο, και στήριξαν την εκδοτική τους πρόταση ή δοκιμή στο πρώτο καθαρογραμμένο κείμενο, χρησιμοποιώντας βοηθητικά τις μετέπειτα παραλλαγές. Ετσι εργάστηκαν, λίγο πολύ, οι Πολίτης, Σαββίδης και Aλεξίου. Παρά τα πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα, προχώρησαν με κριτήριο την προοπτική ενός κειμένου που παραδίδεται σε κατάσταση ρευστή. Δεν ακολουθούν τη θεωρία των σταδίων που υποστηρίζει την ύπαρξη τριών χωριστών κειμένων, αλλά τη θεωρία ότι το αρχικό κείμενο πρέπει να εκδοθεί αυτούσιο και να χρησιμοποιηθούν οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις του ποιητή για να βελτιωθεί η πληρότητά του και να εξαλειφθούν κάποια από τα σοβαρά κενά του. Aναμφίβολα υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσά τους, η εκδοτική γραμμή όμως είναι σταθερά προσανατολισμένη προς τη σύνθεση ενός όσο το δυνατόν δομημένου κειμένου, απαλλαγμένου από τις εγγενείς αδυναμίες του σολωμικού χειρογράφου.

Πηγή:Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη,Λεξικό νεοελληνικής Λογοτεχνίας εκδόσεις Πατάκη