Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς
Προσωπικές πληροφορίες
Ημερ. γέννησης17 Σεπτεμβρίου 1913
Τόπος γέννησηςΒελιγράδι, Βασίλειο της Σερβίας
Ημερ. θανάτου10 Μαρτίου 1988 (70 ετών)
Τόπος θανάτουΠαρίσι, Γαλλία
ΘέσηΜέσος
Επαγγελματική καριέρα*
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
ΣΚ Σόκο
1931-1940ΟΦΚ Βελιγραδίου
1946-1947Σταντ Φρανσαί2(0)
Εθνική ομάδα
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1932-40Εθνική Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας21(9)
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1945Εθνική Σερβίας
1964-1948 Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου
1954-1958Παναθηναϊκός
1958Γκρασχόπερ
1959-1961Άρης Θεσσαλονίκης
1961-?Ουκράνιαν Νάτιοναλς
1966-1967Άρης Θεσσαλονίκης
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ).

Ο Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς (Σερβικά: Светислав Глишовић; 17 Σεπτεμβρίου 1913 – 10 Μαρτίου 1988) υπήρξε Σέρβος προπονητής ποδοσφαίρου και πρώην ποδοσφαιριστής. Γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1913 στο Βελιγράδι και απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 1988 στο Παρίσι.

Καριέρα ως Ποδοσφαιριστής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκλίσοβιτς ξεκίνησε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής από τα τμήματα υποδομών της άσημης ΣΚ Σόκο (σημερινή ΦΚ Μπασκ Βελιγραδίου), προτού μεταπηδήσει, στις αρχές του 1930 στη Μπεογκράτσκι Σπόρτ Κλουμπ , δηλαδή τη σημερινή ΟΦΚ Βελιγραδίου. Υπήρξε μέλος της καλύτερης φουρνιάς παικτών που είχε ποτέ η Μπεογκράτσκι Σπόρτ Κλουμπ, μαζί με τους: Τίρνανιτς, Βουγιαντίνοβιτς, B. Μαργιάνοβιτς και Μπόζοβιτς. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα των «Μπλε» του Βελιγραδίου στο πρωτάθλημα 1931/32, και τη σεζόν 1939/40 ανακηρύχτηκε ο πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 10 γκολ (σε 10 αγώνες).[1]

Με τη φανέλα της Μπεογκράτσκι Σπόρτ Κλουμπ κατέκτησε 4 συνολικά Πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας: 1933, 1935, 1936 και 1939. Αγωνίζονταν με μεγάλη επιτυχία και στις δύο πτέρυγες της μεσαίας γραμμήςκ αλλά και της επίθεσης, και ξεχώρισε για την ταχύτητα και τα δυνατά του σουτ.

Εθνική Γιουγκοσλαβίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το μεσοπόλεμο, ο Γκλίσοβιτ αγωνίστηκε σε 15 αγώνες με την ομάδα των "Επιλέκτων του Βελιγραδίου" και σε τρεις αγώνες με τη δεύτερη Εθνική ομάδα του τότε Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (1934-1937). Επίσης έπαιξε 21 αγώνες και σημείωσε εννέα γκολ και με την πρώτη ομάδα του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας δηλαδή τη μετέπειτα Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Πραγματοποίησε το επίσημο ντεμπούτο του στις 5 Ιουνίου 1932 εναντίον της Γαλλίας (2:1) στο Βελιγράδι, σημειώνοντας και τα δύο γκολ για τη Γιουγκοσλαβία [2] και αποχαιρέτησε τη φανέλα με το εθνόσημο στις 14 Απριλίου 1940 σε έναν αγώνα με τη Γερμανία (2: 1) στη Βιέννη, στην οποία σημείωσε το πρώτο γκολ για τη Γιουγκοσλαβία.

Προπονητική καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1945, διοργανώθηκε ένα μίνι πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (προπομπός του μετέπειτα εθνικού πρωταθλήματος της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας) στο οποίο εκπροσωπήθηκαν οι έξι δημοκρατίες (που συναποτελούσαν το πρώην Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και αποτέλεσαν μετέπειτα τη νέα Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας) συν την ομάδα του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Ο Γκλίσοβιτς ήταν ο προπονητής της νικήτριας ομάδας της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Σερβίας (SR Serbia). Για τις επόμενες δύο σεζόν υπήρξε προπονητής του Ερυθρού Αστέρας Βελιγραδίου (1946-1948). [3] Αργότερα κάθισε στους πάγκους του Παναθηναϊκού (1954-58), του Άρη Θεσσαλονίκης και της Ελβετικής Γκρασχόπερς (01/07/1958 - 21/10/1958). [4]

Παναθηναϊκός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανέλαβε ως πρώτος προπονητής, στις 15 Οκτώβρη του 1954 κι έμεινε στην ομάδα για πέντε σεζόν. Σε επίπεδο τίτλων, κέρδισε τρία Πρωταθλήματα ΕΠΣΑ κι ένα Κύπελλο Ελλάδας, νικώντας στις 12 Ιούνη του 1955 τον ΠΑΟΚ με 2-0. [5] Η περίπου τετραετής παρουσία (1954-58) του δεν συνέπεσε με εποχή τίτλων για τον Παναθηναϊκό, όμως έμεινε στην Ιστορία για τις πολλές νίκες και τη συμβολή του στην απόκτηση του Μίμη Δομάζου από την Άμυνα Αμπελοκήπων. [6][7] Υπήρξε θιασώτης του διαγώνιου συστήματος επιθετικής ανάπτυξης τη ομάδας, με βαθιές μπαλιές από τον αριστερό μπακ προς τον δεξί εξτρέμ. Παραμένει ως σήμερα ο ξένος προπονητής με τις περισσότερες νίκες (96). [8]

Γκρασχόπερς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 1958, μετακόμισε στη Ζυρίχη και ανέλαβε την τοπική Γκρασχόπερς. Παρέμεινε στον πάγκο της ομάδας μόνο για επτά αγώνες καθώς απολύθηκε στις 21/10/1958, δυο μέρες μετά την εκτός έδρας ήττα από την ΦΚ Κιάσσο με 3-0. [9]

Άρης Θεσσαλονίκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 1959 επέστρεψε στην Ελλάδα, υπέγραψε διετές συμβόλαιο συνεργασίας με τον Άρη και αποτέλεσε τον πρώτο προπονητή της ομάδας στα δυο πρώτα πρωταθλήματα Ελλάδας (1959-60 και 1960-61). Επέστρεψε ξανά στον Άρη, τη σεζόν 1966-67 και κατέκτησε την 5η θέση στο πρωτάθλημα, προωθώντας παράλληλα νέους, φερέλπιδες παίκτες στην ομάδα και θέτοντας τις βάσεις για την αγωνιστική εκτόξευση των επόμενων σεζόν. [10] Συνολικά διετέλεσε προπονητής του Άρη σε 104 επίσημες αναμετρήσεις ( 91 για το πρωτάθλημα Ελλάδας, 11 για το Κύπελλο Ελλάδας και σε δυο αγώνες εναντίον της Γιουβέντους για το θεσμό του Κυπέλλου Εκθέσεων [11]), γεγονός που τον καθιστά 4ο (σε συμμετοχές) προπονητή στη συνολική ιστορία του συλλόγου πίσω από το Γιώργο Φοιρό, το Πάλφι και τον Αλκέτα Παναγούλια. Με τους «κίτρινους», πέτυχε συνολικά 42 νίκες, 22 ισοπαλίες και 40 ήττες.

Μετά το τέλος της προπονητικής του καριέρας, εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ όπου και εξέδωσε το βιβλίο: A Study of Modern Football.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]