Παλαιοβράχα Φθιώτιδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°53′58″N 22°3′43″E / 38.89944°N 22.06194°E / 38.89944; 22.06194

Παλαιοβράχα
Παλαιοβράχα is located in Greece
Παλαιοβράχα
Παλαιοβράχα
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΣτερεάς Ελλάδας
Περιφερειακή ΕνότηταΦθιώτιδας
ΔήμοςΜακρακώμης
Δημοτική ΕνότηταΣπερχειάδας
Γεωγραφία
ΝομόςΦθιώτιδας
Υψόμετρο400
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας350 03

Η Παλαιοβράχα είναι οικισμός της Στερεάς Ελλάδας στην Περιφερειακή Ενότητα Φθιώτιδας.[1][2]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Παλαιοβράχα είναι κτισμένη στους βόρειους πρόποδες του όρους Γουλινάς, προς την κοιλάδα του Σπερχειού και σε υψόμετρο 400 μέτρων.[1][3] Απέχει περίπου 35 χλμ. Δ. από τη Λαμία, 5 χλμ. Δ.-ΝΔ. από τη Σπερχειάδα (έδρα του δήμου). Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης και την τροποποίησή του Κλεισθένης Ι, αποτελεί κοινότητα του Δήμου Μακρακώμης. Αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα από το 1912 μέχρι και το 1998, όταν εντάχθηκε ως δημοτικό διαμέρισμα στον καποδιστριακό Δήμο Σπερχειάδος, βάσει του ν.2539/1997.[4][5] Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είχε 419 κατοίκους.[6]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα αρχαία χρόνια έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση (190 π.χ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φημολογείται η ύπαρξη ηφαιστείου στην κορυφή του Γουλινά που γύρω στο 3200 π.Χ εξερράγη. Τον 13ο αιώνα π.Χ ζούσαν στην περιοχή Δρύοπες και Δόλοπες.

Στην ομηρική εποχή μέχρι το Σπερχειό ποταμό θεωρείται ότι έφτανε το βασίλειο του Πηλέα που εκτεινόταν βόρεια έως τη Φάρσαλο, ανατολικά έως τις ακτές της Μαγνησίας και νότια έως τον Μαλιακό κόλπο. Υπάρχει μια εκδοχή που τοποθετεί την ομηρική Φθία και το κράτος του Αχιλλέα στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού στη δυτική Φθιώτιδα.

Στα αρχαϊκά χρόνια μεταξύ 1100-1050 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι Αινιάνες προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολιτικά και οργανωτικά σχετίζονταν με τη Θεσσαλία και έτσι μήδισαν στην Περσική εισβολή του Ξέρξη το 480-479 π.Χ Από το 344 π.Χ με τον Φίλιππο Β’ άρχισαν τα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας.

Στα ελληνιστικά χρόνια η ίδρυση της Αιτωλικής Συμπολιτείας (314 π.Χ) σηματοδοτεί μια περίοδο που η περιοχή διεκδικείται από τους 2 μεγάλους αντιπάλους Αιτωλούς και Μακεδόνες.

Στα 280-279 π.Χ συντελείται στον ελλαδικό χώρο η εισβολή των Γαλατών από τον βορρά. Η Μακεδονία καταλαμβάνεται και οι Γαλάτες υπό το Βρέννο φτάνουν έως τις Θερμοπύλες.

Από εκεί και ενώ διεξαγόταν στα στενά κρίσιμη μάχη με τους νότιους Έλληνες, τμήμα των Γαλατών έφτασε μέχρι τη θέση Κοκκάλια στο τρίγωνο Κρίκελο-Γαρδίκι-Πουγκάκια επιδιώκοντας να εισέλθει στο εσωτερικό της χώρας των Αιτωλών. Στην τοποθεσία αυτή η γαλατική δύναμη εισβολής κατεστράφη ολοσχερώς από Αινιάνες, Φωκείς και Αιτωλούς και τα γαλατικά φύλα μετά και την ήττα τους παράλληλα και στους Δελφούς υποχώρησαν βόρεια μέσω Μακεδονίας προς Μικρά Ασία. Η περιοχή της δυτικής Φθιώτιδος άρχισε από τότε σταδιακά να ελέγχεται από τους Αιτωλούς.

Στον Α’ Μακεδονικό πόλεμο (215-205 π.Χ) της Ρώμης εναντίον του Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας οι Αιτωλοί συμμάχησαν με τους Ρωμαίους εναντίον της Μακεδονίας και η περιοχή της δυτικής Φθιώτιδας έγινε πεδίο συγκρούσεων Μακεδόνων-Αιτωλών.

Το ίδιο συνέβη στον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ) όταν και πάλι οι Αιτωλοί συμμάχησαν με τους Ρωμαίους εναντίον του Φιλίππου Ε’ και κατέστρεψαν το 198 π.Χ την αρχαία πόλη Σπερχειαί που βρισκόταν στην περιοχή Φτέρης-Παλαιοβράχας στις πλαγιές του Γουλινά (αρχαιολογικοί χώροι Καστρόρραχη, Τραπεζόρραχη, Ελληνικά) και ήταν σύμμαχος των Μακεδόνων.

Μετά από 5 χρόνια ο Αντίοχος Γ’ του ελληνιστικού βασιλείου της Συρίας κήρυξε τον πόλεμο στη Ρώμη (192-188 π.Χ). Αποβιβάστηκε στον Πτελεό και τη Στυλίδα και κατευθύνθηκε προς τη Λαμία έχοντας στο πλευρό του ως σύμβουλο τον Αννίβα, περίφημο Καρχηδόνιο στρατηλάτη φυγά πλέον από την πατρίδα του.

Οι Αιτωλοί που έλεγχαν την περιοχή συμμάχησαν με τον Αντίοχο Γ’ εναντίον των Ρωμαίων που είχαν πλέον στο πλευρό τους τη Μακεδονία του Φιλίππου Ε’. Μετά την ήττα του Αντίοχου στις Θερμοπύλες (192 π.Χ) και την αποχώρησή του στη Μικρά Ασία, οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τη Λαμία το 190 π.Χ και όλη η περιοχή της δυτικής Φθιώτιδος πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων για 6 αιώνες εντασσόμενη στην επαρχία της Αχαΐας με έδρα την Κόρινθο.

Ρωμαιοκρατία και Βυζάντιο έως το 1204 μ.Χ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διάδοση του χριστιανισμού στην περιοχή συντελέστηκε τον 1ο μ.Χ αιώνα από τον Ηρωδίωνα – μαθητή του Αποστόλου Παύλου και ενός εκ των 70 Αποστόλων.

Η περιοχή δέχτηκε τις επιδρομές των Γότθων (251, 263, 287 μ.Χ) και κυρίως των Βησιγότθων του Αλάριχου το 396-398 μ.Χ

Στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η περιοχή δέχτηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ τις μεγάλες σλαβικές επιδρομές (517, 539, 559, 577 μ.Χ) και την εγκατάσταση σλαβικού πληθυσμού που μαρτυρείται και από τα ονόματα χωριών (Μούστροβο, Λιάσκοβο κλπ), τοπωνυμίων (Βίστριζα) και λέξεων (κοτέτσι, στανη, τσαντήλα, γκλίτσα κλπ)

Στα χρόνια του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976-1025 μ.Χ) συντελέστηκε η μεγάλη βουλγαρική εισβολή του 997 μ.Χ υπό τον Σαμουήλ προς νότο που υπέστη καταστροφική ήττα στον Σπερχειό από τον Νικηφόρο Ουρανό.

Η περίοδος 1081-1185 μ.Χ χαρακτηρίζεται από τις συγκρούσεις Βυζαντινών-Νορμανδών από την Ιταλία μέχρι την ημερομηνία της 13ης Απριλίου 1204 που οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν τη βυζαντινή κυριαρχία διαμοιράζοντας τα εδάφη της. Άρχισε έτσι και για την περιοχή η Φραγκοκρατία που κράτησε 189 χρόνια.

Η φραγκοκρατία (1204-1393)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας μετά την Άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους η περιοχή της δυτικής Φθιώτιδος κατακτήθηκε από το Δουκάτο των Αθηνών (Βουργουνδοί).

Ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Α' Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1214-1230) απελευθέρωσε την περιοχή και ίδρυσε το Δουκάτο των Νέων Πατρών (Υπάτη) το 1218. Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας (1241-1271). Μετά τον θάνατό του το Δουκάτο Νέων Πατρών διοίκησε ο υιός του Ιωάννης Α' Άγγελος (1271-1296) ενώ το 1319 καταλύθηκε η κυριαρχία του από τους Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών.

Την περίοδο 1350-1370 η περιοχή δέχτηκε αλβανικές επιδρομές που κατέβαιναν από τον βορρά.

Στα 1390 το Δουκάτο των Νέων Πατρών κατακτήθηκε από τη φλωρεντινή οικογένεια Ατζαγιόλι. Το 1393 ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Α' (1389-1402) κατέλαβε οριστικά την περιοχή και άρχισε η περίοδος της οθωμανικής κατάκτησης η οποία διήρκεσε 437 χρόνια.

Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1393-1830)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παράδοση αναφέρει ότι το χωριό κτίστηκε από οικογένειες οι οποίες ήρθαν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, γι' αυτό και λέγεται πως το πρώτο του όνομα ήταν Κονιαροχώρι.

Στα χρόνια του Αλή πασά (1788-1822) η περιοχή ελεγχόταν από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων που εκτεινόταν από τη βόρεια Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία έως την Πελοπόννησο. Διοικητικά ανήκε στο βιλαέτι της Ρούμελης, στο σαντζάκι της Ναυπάκτου και στον καζά του Πατρατζικίου (Υπάτη).

Στις πλαγιές του όρους Γουλινά κατά την παράδοση δρούσε ο κλέφτης Βράχας που ενεργούσε επιδρομές στο χωριό χτυπώντας τον εκεί τουρκικό πληθυσμό και από την ονομασία που του απέδωσαν οι κάτοικοι «παλιο-Βράχας» πήρε το όνομα και το χωριό. Στον Γουλινά δρούσαν οι γνωστοί κλεφταρματολοί Κατσουδαίοι από την Άνω Φτέρη την περίοδο 1770-1815 συγκρουόμενοι διαρκώς με τον Αλή πασά. Η δράση τους εκτεινόταν από τ’ Άγραφα έως την ορεινή Ναυπακτία και τη Δωρίδα.

Η Παλαιοβράχα χρησιμοποιούνταν ως βάση εξόρμησης των Τουρκαλβανών για τις μάχες τους με τους Κατσουδαίους στην ευρύτερη περιοχή (Άνω Φτέρη, Προφήτης Ηλίας κλπ). Η τελική τους εξόντωση έγινε με δόλο, ο μεν Τρ. Κατσούδας εκτελέστηκε στα Γιάννενα από τον Αλή πασά όταν προσκλήθηκε για συνομιλίες, οι δε υπόλοιποι στον Άγιο Σώστη Σπερχειάδος σε γιορτή-παγίδα από το δερβέναγα Αλή Μουχτάρ Αγά.

Ιδιαίτερα σκληρή υπήρξε η κόντρα των Κατσουδαίων με τους Κοντογιανναίους για τον έλεγχο στο αρματολίκι της Υπάτης.

Με την έναρξη της επανάστασης οι οπλαρχηγοί Αθ. Διάκος, Μ. Κοντογιάννης, Σαφάκας, Κ. Τράκας, Γ. Γκούρας, Π. Πανουργιάς και Γ. Δυοβουνιώτης με 3.200 άνδρες δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή και πολιορκούσαν την τουρκική φρουρά (800) της Υπάτης (18-21 Απριλίου 1821) αλλά διέκοψαν τις επιχειρήσεις καθώς τουρκική στρατιά (9.000) υπό τους Ομερ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ έφτασε από τα Γιάννενα σταλμένη από το σερασκέρη Χουρσίτ πασά για να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Στις 23 Απριλίου 1821 δόθηκε η περίφημη Μάχη της Αλαμάνας με τον χαμό του Διάκου.

Στις 9 Μαΐου 1821 έλαβε χώρα η νικηφόρα μάχη στον Αετό Καστανιάς Υπάτης, όταν 1.500 Τούρκοι από την Υπάτη υπό τον Τελεχά μπέη συγκρούστηκαν με τους οπλαρχηγούς Σαφάκα, Γκούρα, Κοντογιάννη, και Σκαλτσοδήμο.

Ακολούθησαν οι μεγάλες νίκες του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Γραβιά (8 Μαΐου 1821) και των Πανουργιά-Δυοβουνιώτη-Γκούρα στα Βασιλικά (26 Αυγούστου 1821) απέναντι στη στρατιά (8.000) του Μπεϋράν πασά που κατευθυνόταν στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει την πολιορκημένη Τριπολιτσά.

Την επόμενη χρονιά (Απρίλιος 1822) ο Οδ. Ανδρούτσος ηγήθηκε επιχειρήσεων για την κατάληψη της Λαμίας. Με τους Νικηταρά και Δημήτριο Υψηλάντη (4.000 στρατό) αποβιβάσθηκαν σε Αγία Μαρίνα και Αχινό εναντίον της Στυλίδος ενώ δυτικά πολιορκήθηκε η Υπάτη για δεύτερη φορά (3-8 Απριλίου 1822) από τους Κοντογιάννη, Γιολδάση, Σκαλτσοδήμο και Σαφάκα (2.500 στρατό). Μάλιστα εκεί επικεφαλής της φρουράς (1.500 Τούρκοι) διέμενε και ο ίδιος ο Μαχμούτ πασας Δράμαλης που παραλίγο να αιχμαλωτισθεί.

Η αντίσταση των Τούρκων στο Αυλάκι Λαμίας (18.000) και η υπονόμευση του αγώνα από τις ραδιουργίες του Αρείου Πάγου (Μαυροκορδάτος-Νέγρης) εναντίον του Ανδρούτσου οδήγησε το εγχείρημα σε αποτυχία.

Στις 17-20 Απριλίου 1822 η Υπάτη πολιορκήθηκε από τους Έλληνες (Κοντογιάννης, Γκούρας, Πανουργιάς, Σαφάκας, Γιολδάσης, Σκαλτσοδήμος) ανεπιτυχώς για τρίτη φορά.

Το Μάιο 1822 η τεράστια στρατιά (32.000) του Μαχμούτ πασά Δράμαλη προτού εισβάλλει στην Πελοπόννησο προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη δυτική Φθιώτιδα (στις 12 Μαΐου 1822 διεξήχθη η μάχη στην Ι.Μ. Αγάθωνος-Λυχνού και υπήρξε ολοσχερής καταστροφή του μοναστηριού). Άλλες μάχες μέσα στο Μάιο 1822 έγιναν στο Κλωνί, τη Σπερχειάδα, την Άνω Καλλιθέα, το Παλαιόκαστρο, το Νεοχωράκι εναντίον του κεχαγιάμπεη του Δράμαλη, Αχμέτ Πρεβίστα. Αποκορύφωμα η 8μερη μάχη της Σέλιανης (Μάρμαρα) εντός του Ιουνίου 1822.

Το φθινόπωρο του 1828 άρχισε από τον Κ. Τζαβέλα η απελευθέρωση της κεντρικής Ρούμελης με την πολιορκία της τουρκικής φρουράς (600 υπό τον Αχμέτ Πρεβίστα) των Λομποτινών-Άνω Χώρα ορεινής Ναυπακτίας (1 Σεπτεμβρίου-22 Οκτωβρίου 1828). Στη Γραμμένη Οξυά στις 23 Σεπτεμβρίου 1828, Τούρκοι από Υπάτη (3.000 υπό Ασλάν μπεη) κινήθηκαν για βοήθεια προς Λομποτινά διαμέσου Γαρδικίου αλλά νικήθηκαν από τον Κίτσο Τζαβέλα.

Στο Γαρδίκι διεξήχθη στις 5 Νοεμβρίου 1828 και η τελευταία νικηφόρα μάχη στην περιοχή όταν αναχαιτίστηκε δύναμη από την Υπάτη υπό τον Ασλάν μπέη, που προσπάθησε να βοηθήσει την πολιορκούμενη τουρκική φρουρά του Καρπενησίου (27 Οκτωβρίου-23 Νοεμβρίου 1828).

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 το ελληνικό έθνος μετά από 9 έτη αγώνα, απέκτησε την ανεξαρτησία του μετά από 4 αιώνες οθωμανικού ζυγού. Τα πρώτα σύνορα (γραμμή Αχελώου-Σπερχειού) περιέλαβαν και την Παλαιοβράχα που απελευθερώθηκε μετά από 437 χρόνια τουρκικής κατοχής.

Σύμφωνα με το βιβλίο του εκπαιδευτικού Ν.Αντωνόπουλου «Η Δυτική Φθιώτιδα στη φωτιά του '21» με βάση τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και τις δηλώσεις αγωνιστών στα 1840-1860, ανέρχονται σε 94 οι αγωνιστές του 1821 που διέμεναν μόνιμα εκείνη την περίοδο στην Παλαιοβράχα.

Τα χρόνια από την απελευθέρωση έως την κατοχή (1830-1941)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληθυσμοί που μετοίκησαν το χωριό μετά τη φυγή των Τούρκων προέρχονταν, σύμφωνα με τις σημειώσεις του Γεωργίου Αναστ. Αθανασίου που αφορά την καταγωγή των επιθέτων, από τα εξής σημεία:

Άγιος Δημήτριος και Γραμμένη Οξυά ορεινής Ναυπακτίας, Μαραθιάς, Αρτοτίνα και Πενταγιοί Φωκίδος, περιοχή Βάλτου Αχελώου (Ασπροπόταμος) και Χαλκιόπουλων Αιτωλοακαρνανίας, Άμπλιανη Ευρυτανίας, Ήπειρος, Τεπελένι Β. Ηπείρου, Ρεντίνα και Μαυρομάτι Καρδίτσας, Μερκάδα, Καψή, Γιαννιτσού, Ροβολιάρι, Τσούκα, Μάκρη, Λυγαριά (Τσοπανλάτα), Πίτσι, Γαρδίκι, Φτέρη, Κουτσούφλιανη, Κυριακοχώρι, Κανάλια, Δίλοφο (Μπρούφλιανη) και Θήβα.

Με το Β.Δ. (8/20 Απριλίου 1835) οι Δήμοι που αποτέλεσαν την επαρχία Φθιώτιδος (Νομός Φωκίδος-Λοκρίδος) ήταν συνολικά 14. Η Παλαιοβράχα αποτέλεσε έδρα του Δήμου Σπερχειάδος (πληθυσμός 2.016).

Κατά την περίοδο 1840-1845 η έδρα του Δήμου μεταφέρθηκε στη Σπερχειάδα έως το 1912 που με το νόμο Δ.Ν.Ζ' (ΦΕΚ 58/Α/18-2-1912) «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων» η Παλαιοβράχα αποτέλεσε ανεξάρτητη κοινότητα.

Το 1997 με το ν.2539 του «Καποδίστρια» η Κοινότητα Παλαιοβράχας καταργήθηκε και εντάχθηκε στοΝ νέο Δήμο Σπερχειάδος ενώ από το 2010 με το νόμο του «Καλλικράτη» ανήκει στον διευρυμένο Δήμο Μακρακώμης με έδρα τη Σπερχειάδα.

Τα χρόνια της κατοχής (1941-1944)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της κατοχής η περιοχή της δυτικής Φθιώτιδας ανήκε έως τα τέλη του 1942 στο χώρο δράσης της 24ης Ιταλικής Μεραρχίας Πεζικού Pinerolo και από αρχές 1943 της 36ης Ιταλικής Ορεινής Μεραρχίας Forli υπαγομένης στο ΙΙΙο ιταλικό ΣΣ του Βόλου. Η γειτονική Σπερχειάδα ήταν έδρα ιταλικής επιλαρχίας του 6ου Συντάγματος Ιππικού Aosta για το διάστημα Νοέμβριος 1942-Ιανουάριος 1943 και μετά την άνοιξη του 1943 περιστασιακά γερμανικού τάγματος.

Μετά το Μάιο του 1942 και την ίδρυση του ΕΛΑΣ οι αντάρτικες δυνάμεις στη δυτική Φθιώτιδα σταδιακά ενισχύθηκαν και οργανώθηκαν. Είναι γνωστό και το σπίτι όπου διέμενε ο αρχικαπετάνιος του Άρης Βελουχιώτης σε κάθε επίσκεψή του στο χωριό. Σταδιακά δημιουργήθηκε η ΧΙΙΙ μεραρχία που αργότερα υπήχθη στην Ομάδα Μεραρχιών Στερεάς (Ο.Μ.Σ) με το 42ο Σύνταγμα Δ. Φθιώτιδος να εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή.

Οι Γερμανοϊταλοί διενήργησαν προς τη δυτική Φθιώτιδα 7 κύριες επιδρομές με άξονα κατεύθυνσης Λαμία-Καρπενήσι στα πλαίσια των αντι-ανταρτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων:

  • Στις 9 Απριλίου 1943 στα πλαίσια των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων (5-13/4/1943) από το 21ο σύνταγμα Κυνηγών Αεροπορίας με 3 ιταλικούς λόχους εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής Λαμίας-Δομοκού (περιοχή Καστρί-Γραμμένη-Τρίλοφο-Πλατύστομο-Μακρακώμη-Σπερχειάδα)
  • Στις 6 Οκτωβρίου 1943 επιχείρηση από Λαμία προς Μακρίση-Μακρακώμη (300 Γερμανοί). Απώθηση από δυνάμεις της 13ης μεραρχίας ΕΛΑΣ. Πυρπόληση Μακρής και υποχώρηση Γερμανών στο Λιανοκλάδι.
  • Στις 15 Οκτωβρίου 1943 γερμανικό τμήμα που στάθμευε στη Σπερχειάδα, κινήθηκε προς Γαρδίκι. Αναχαιτίστηκε όμως επιτυχώς από το εφεδρικό σύνταγμα του ΕΛΑΣ ανάμεσα στο Κλωνί-Φτέρη-Παλαιοβράχα-Βίτωλη και επέστρεψε με απώλειες στη Λαμία
  • Στις 6-13 Νοεμβρίου 1943 μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (8 Σεπτεμβρίου 1943) στα πλαίσια της επιχείρησης "Hubertus" με ταυτόχρονη επίθεση της 104ης μεραρχίας Ορεινών Κυνηγών από Αγρίνιο και του 8ου Συντάγματος Τ/Θ SS από Λαμία που συνέκλιναν και κατέλαβαν το Καρπενήσι (7 Νοεμβρίου 1943) έως τις 13 Νοεμβρίου που επέστρεψαν σε Λαμία και Αγρίνιο αντίστοιχα.
  • Στις 11-14 Μαΐου 1944 διενεργήθη εκκαθαριστική επιχείρηση από το 7ο Σύνταγμα Τ/Θ SS από Λαμία προς Σπερχειάδα - Μακρακώμη - Υπάτη αντιμετωπίστηκε από το 52ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ.
  • Στις 17 Ιουνίου υπέστη ολική καταστροφή η Υπάτη με 28 νεκρούς και την επομένη μέρα (18 Ιουνίου) πυρπολήθηκε ολοσχερώς αυτή τη φορά η Σπερχειάδα με 489 καμένα σπίτια, 2 Ιερούς Ναούς κατεστραμμένους και 32 νεκρούς, από μονάδες του 7ου Συντάγματος Τ/Θ SS, υπό τον συνταγματάρχη Καρλ Σύμερς (η ίδια μονάδα είχε καταστρέψει πιο πριν στις 10 Ιουνίου το Δίστομο).
  • Στην τελευταία μεγάλη επιχείρηση με τον κωδικό "KREUZOTTER" (Έχιδνα) (5-31 Αυγούστου 1944) για τη συντριβή του ΕΛΑΣ στον ορεινό όγκο της κεντρικής Ρούμελης εκτοξεύτηκαν ταυτόχρονα επιθέσεις από 3 άξονες (Αγρίνιο-Λαμία-Άμφισσα) με κατεύθυνση Καρπενήσι-Βίνιανη-Κεράσοβο. Οι γερμανικές φάλαγγες, δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών, με κύρια αιχμή το 18ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών SS, ξεκίνησαν από τη Λαμία στις 7 Αυγούστου κινούμενες δυτικά κατά μήκος του άξονα Λαμίας-Αγ. Γεωργίου. Το βόρειο τμήμα ακολούθησε την κατεύθυνση Λαμία – Μακρακώμη – Βίτωλη - Πύργος (Πτελέα) – Άγιος Γεώργιος, και το νότιο την πορεία Λαμία – Σπερχειάδα – Παλαιοβράχα – Λευκάδα – Πίτσι - Άγιος Γεώργιος. Ο ΕΛΑΣ με 1.500 άνδρες (4 τάγματα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών, του 36ου και του 52ου Συντάγματος) αντέταξε ελαστική άμυνα βόρεια και νότια του Σπερχειού και συμπτύχθηκε δυτικότερα, με δεδομένη τη σφοδρότητα της επίθεσης. Στις 7 Αυγούστου οι Γερμανοί πυρπόλησαν τη Μακρακώμη και εκτέλεσαν 16 αμάχους. Στις 8 του μήνα έκαψαν στη Σπερχειάδα ό,τι είχε απομείνει από την επιδρομή της 18ης Ιουνίου, ενώ οι κάτοικοί της πρόλαβαν να διαφύγουν. Τα δύο γερμανικά τμήματα ενώθηκαν στον Άγιο Γεώργιο την άλλη μέρα και αφού κατέστρεψαν το χωριό του Τυμφρηστού, διέσπασαν τη δεύτερη αμυντική τοποθεσία του ΕΛΑΣ στην περιοχή Ράχες Τυμφρηστού-Κρίκελλο και στις 9 Αυγούστου εισήλθαν στο Καρπενήσι, πυρπολώντας 984 σπίτια από τα περίπου 1.000 (!) και δολοφονώντας 25 κατοίκους στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή. Το σχέδιο προέβλεπε ένωσή τους στις 10 του μήνα στο χωριό Καλεσμένο, δυτικά της ευρυτανικής πρωτεύουσας, με τη φάλαγγα που κινούνταν από Αγρίνιο βορειοανατολικά προς Καρπενήσι. Πράγματι περίπου 5.000 Γερμανοί του 8ου Συντάγματος Τ/Θ SS μαζί με τμήματα της 104ης Μεραρχίας Κυνηγών, εκκίνησαν από το Αγρίνιο στις 5 Αυγούστου με πορεία προς Καρπενήσι μέσω Προυσού-Μεγάλου Χωριού και Αγίου Βλάση-Φραγκίστας. Μεγάλο μέρος από το ιστορικό μοναστήρι του Προυσού πυρπολήθηκε μαζί με έγγραφα και κειμήλια ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας. Οι Γερμανοί έφτασαν στο Καλεσμένο στις 10 του μήνα όπου, σύμφωνα με το σχέδιο, ενώθηκαν με τις δυνάμεις που έρχονταν από τη Λαμία. Από το Καλεσμένο τα δύο Συντάγματα SS (8ο και 18ο) κατέλαβαν τη Βίνιανη στις 11 Αυγούστου ενώ την επομένη έφτασαν στο ανώτατο σημείο προώθησης και απείλησαν την έδρα του ΓΣ του ΕΛΑΣ στο Κερασοχώρι. Αντιμετωπίζοντας πλέον τη σφοδρή αντίσταση των ανταρτών, ανακόπηκαν και μετά τις 12 του μήνα άρχισε η σταδιακή υποχώρησή τους προς τις αρχικές βάσεις εκκίνησης. Οι μονάδες από το Αγρίνιο επέστρεψαν στην έδρα τους έως τις 14 Αυγούστου, ενώ οι μονάδες από τη Λαμία άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν ανατολικότερα προς Λιανοκλάδι μέχρι τις 16 του μήνα, μαχόμενες διαρκώς. Ο ΕΛΑΣ όλο αυτό το διάστημα, διενήργησε πολλαπλές κρούσεις αντιπερισπασμού κατά μήκος της γραμμής προώθησης και ανεφοδιασμού του εχθρού, φθείροντάς τον διαρκώς. Κατά μήκος του δρόμου Λαμίας-Αγίου Γεωργίου οι αντάρτες έπληξαν τις εχθρικές γραμμές στο ύψος της Βίτωλης στις 10 του μήνα, κοντά στην Πτελέα-Νεοχωράκι στις 12, νότια από την περιοχή του Διλόφου στις 13 και μετωπικά προς Πλατύστομο – Μάκρη - Καστρί στις 15 Αυγούστου. Οι Γερμανοί κάνοντας τοπικές αντεπιθέσεις για να αντιμετωπίσουν τη δράση των ανταρτών στα μετόπισθέν τους, προέβησαν σε ποικίλες αγριότητες κατά του άμαχου πληθυσμού όπως η σύλληψη 32 κατοίκων του χωριού Κλωνί Σπερχειάδος στις 12 Αυγούστου, που μεταφέρθηκαν στις γερμανικές φυλακές της Λαμίας ως όμηροι. Στις 14 του μήνα, οι γερμανικές υποχωρούσες μονάδες, προωθήθηκαν από την περιοχή της Τσούκας έως τις 15 μέχρι τη Γιαννιτσού. Ταυτόχρονα από τη Λευκάδα διενήργησαν επιδρομές στις 14 του μήνα νότια προς Γαρδίκι αλλά και ανατολικά προς Παλαιοβράχα, καταστρέφοντας ολοσχερώς το χωριό (14-15 Αυγούστου), καίγοντας 180 σπίτια και δολοφονώντας 9 κατοίκους.

Τα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου (1944-1949)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Οκτώβριο 1944 και την απελευθέρωση από την κατοχή, κάθε προσδοκία για ομαλό πολιτικό βίο διαψεύστηκε οικτρά παρά την επική αντίσταση του ελληνικού λαού στον άξονα και τις τεράστιες θυσίες που υπέστη υπέρ του κοινού συμμαχικού αγώνα.

Δεκεμβριανά, μεταβαρκιζιανό κράτος, διώξεις του ΕΑΜικού κόσμου, παρακρατική βία, εμφυλιοπολεμικό κλίμα και κυρίως η ξένη παρέμβαση, οδήγησαν τη χώρα στην άβυσσο του αδελφοκτόνου σπαραγμού που διήρκεσε 3 χρόνια (1946-1949) και συσσώρευσε τρομερά δεινά, καταστροφές, ποταμούς αίματος, μίση και πάθη για δεκαετίες. Η Παλαιοβράχα ήταν ένα από τα πολλά μικρά χωριά της ορεινής Ελλάδος που πλήρωσε πολύ ακριβά το τεράστιο γεωπολιτικό παιχνίδι που παίχτηκε μεταξύ ΕΣΣΔ ΗΠΑ Αγγλίας κατά την έναρξη του ψυχρού πολέμου στην Ελλάδα για την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1946-1949 ήταν το αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού.

Δεκάδες αντάρτες, στρατιώτες, χωροφύλακες, άμαχοι, χάθηκαν σ' εκείνο τον πόλεμο που ουσιαστικά διέλυσε την πληθυσμιακή, κοινωνική και παραγωγική βάση του χωριού μετατρέποντάς το σε έρημο τοπίο, αφού τις καταστροφές των Γερμανών συμπλήρωσε η μαζική εκτόπιση του πληθυσμού αρχικά στη Σπερχειάδα (από το καλοκαίρι του 1947 - ήδη από 7 Φεβρουαρίου και 11 Απριλίου 1947 η Σπερχειάδα έγινε πεδίο συγκρούσεων Εθν.Στρατού-Δ.Σ.Ε) και μετά στη Λαμία στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού εναντίον των ανταρτών του ΔΣΕ (στην περιοχή της Ρούμελης δρούσε η 2η Μεραρχία του Δ.Σ.Ε υπό τον Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου).

Στην ευρύτερη περιοχή εκτυλίχθηκαν 8 μικρής και μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού εναντίον των ανταρτών του Δ.Σ.Ε Ρούμελης:

  • επιχειρήσεις δυτικής Φθιώτιδας 15/11-25/11/1946 ενώ στις 5-6/12/1946 έγινε μεγάλη μάχη στο Γαρδίκι και στις 31/12/1946 επίθεση του ΔΣΕ στην Υπάτη
  • επιχείρηση στα Βαρδούσια 20-30/3/1947
  • «Πελαργός Α» 13-19/5/1947
  • «Πελαργός Β» 7-15/6/1947
  • «Λαίλαψ» 19/9-12/10/1947
  • «Χαραυγή» 14/4-20/5/1948
  • οι επιχειρήσεις μετά την κατάληψη του Καρπενησίου από Δ.Σ.Ε 19/1-9/3/1949
  • τέλος η μεγάλη επιχείρηση υπό την επωνυμία «Πύραυλος (Α' ΣΣ Θρασύβουλος Τσακαλώτος) από 23/4-21/6/1949 που σήμανε και το τέλος της 2ης μεραρχίας του ΔΣΕ με το θάνατο του Διαμαντή στα Μάρμαρα.

Συνολικά 40 νεκροί καταγράφονται την περίοδο Δεκεμβριανών-Εμφυλίου (1944-1949).

Το χωριό μετά το 1950[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (Αύγουστος 1949) οι κάτοικοι επέστρεψαν στα σπίτια τους και προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν την οικονομική και κοινωνική ζωή του χωριού επουλώνοντας σταδιακά τις πληγές της αιματηρής σύγκρουσης. Στις επόμενες δεκαετίες η αστυφιλία έπληξε και την Παλαιοβράχα κάτι που αποτυπώνεται στη σταδιακή συρρίκνωση του πληθυσμού του χωριού.

Δημογραφική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις απογραφές που διενεργήθηκαν από το ελληνικό κράτος η πληθυσμιακή εικόνα ήταν η ακόλουθη:

1835: 347 κάτοικοι
1844: 322 κάτοικοι
1861: 556 κάτοικοι
1879: 742 κάτοικοι
1889: 952 κάτοικοι
1896: 1.051 κάτοικοι
1907: 998 κάτοικοι
1920: 1.042 κάτοικοι
1928: 1.076 κάτοικοι
1940: 1.148 κάτοικοι
1951: 827 κάτοικοι
1961: 773 κάτοικοι
1971: 655 κάτοικοι
1981: 477 κάτοικοι
1991: 469 κάτοικοι (πραγματικός πληθυσμός) και 398 (μόνιμος πληθυσμός)
2001: 576 κάτοικοι (πραγματικός πληθυσμός) και 567 (μόνιμος πληθυσμός)
2011: 419 κάτοικοι (μόνιμος πληθυσμός) Απογραφή Πληθυσμού - Κατοικιών 2011

Πηγές-βιβιλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ)
  • Στέφανου Σαράφη "Ο ΕΛΑΣ"
  • Γιώργου Μαργαρίτη "Ιστορία του Ελληνικου Εμφυλίου πολέμου 1946-1949" (τόμοι 2)
  • W.Miller "Η φραγκοκρατία στην Ελλάδα"
  • Βασίλη Κανέλλου "Ο Γουλινάς και τα χωριά του"
  • Βασίλη Κανέλλου "Η Σπερχειάδα"
  • Βασίλη Κανέλλου "Αναζητώντας ίχνη του ομηρικού Αχιλλέα στην κοιλάδα του Σπερχειού"
  • Βασίλη Σταμοκώστα "Φτέρη χωριό μου"
  • Νομαρχία Φθιώτιδος "Η Φθιώτις στο '21"
  • Αγώνες και Νεκροί 1830-1930" (Υπ. Στρατιωτικών) (τόμοι 2)
  • Αγώνες και Νεκροί του Ελλ. Στρατού στο Β' ΠΠ 1940-1945
  • www.ypes.gr

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 47. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος. 1996. σελ. 371. 
  2. Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. 26. Αθήνα: Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 241. 
  3. «PALEOVRACHA (Village) FTHIOTIDA - Greek Travel Pages». www.gtp.gr (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2024. 
  4. «ΕΕΤΑΑ-Διοικητικές Μεταβολές των Οικισμών». www.eetaa.gr. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2024. 
  5. «Νόμος 4555/2018 - ΦΕΚ 133/Α/19-7-2018 ( Άρθρα 1 - 151) (Πρόγραμμα ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ) (Κωδικοποιημένος)». e-nomothesia.gr | Τράπεζα Πληροφοριών Νομοθεσίας. 19 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2024. 
  6. ΦΕΚ αποτελεσμάτων ΜΟΝΙΜΟΥ πληθυσμού απογραφής 2011», σελ. 10640 (σελ. 166 του pdf)