Χρήστης:Leonidasppp

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

===χρησιμότητα (utility)==[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

==χρησιμότητα (utility)==

ΟΡΙΣΜΟΙ

Η έννοια της χρησιμότητας ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που είναι σήμερα Ίσως, για το λόγο αυτό, μερίδα επιστημόνων από διαφορετικά γνωστικά πεδία, ασχολήθηκαν με αυτή, όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο J.J Rousseau, ο Hobbes,  ο Kant, o Hume,

Η έννοια της χρησιμότητας/ωφέλειας είχε ένα πνευματικό, ανώτερο νοηματικό περιεχόμενο σε σχέση με την  υλιστική αποτύπωση που της δίνουμε σήμερα Η «ωφέλεια» αναφερόταν, διαχρονικά, στη ψυχή, το νουν, τη σωφροσύνη, την ίαση της ψυχής και του πνεύματος, τη φιλία, τη κοινωνική σχέση, την «ηδονή» (Επίκουρος) με διαφορετική άποψη από τη σημερινή, την αλληγορία της ιδανικής κοινωνίας, το καθήκον, τη «πνευματική ευχαρίστηση» την ενότητα βούλησης και νόμου, τον «εγωισμό», τη καλή συμπεριφορά, την αναμενόμενη προσδοκία χρησιμότητας κλπ

1.      Η Πολιτεία που αρχίζει να αναπτύσσεται μέσα από τα λόγια του Σωκράτη κατακρίνεται από τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα, καθώς ο πρώτος δε βρίσκει σε αυτήν ευτυχία και ο δεύτερος τιμή και δόξα. Έτσι, ο Σωκράτης δημιουργεί μια πόλη όπου δεν υπάρχει ιδιοκτησία, προσωπική ζωή και οικογένεια, ενώ η φιλοσοφία δεν είναι προσβάσιμη από τις κατώτερες τάξεις. Όλα θυσιάζονται για το κοινό καλό και ο καθένας περιορίζεται στις δραστηριότητες εκείνες που ταιριάζουν στη φύση του Εφόσον υπάρχει κοινοκτημοσύνη, δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε πλούσιους ή φτωχούς. Δεν υπάρχουν δούλοι, όπως και κανένας διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών (Πλάτωνος Πολιτεία)

2.      Ο «Χαρμίδης», του Πλάτωνα,  ένας γοητευτικός μικρός και συνάμα απαιτητικός διάλογος, "περίεργος και δύσκολος" κατά τον Guthrie είναι ο πρώτος αφηγηματικός διάλογος του Πλάτωνα. Αφηγητής σε αυτόν είναι ο Σωκράτης που περιγράφει σε κάποιον απροσδιόριστο και μη εμφανιζόμενο ακροατή μια συνάντησή του σε αθηναϊκή παλαίστρα με γνώριμους συμπολίτες του και τη συζήτησή του μαζί τους.  Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η σωφροσύνη: Προσπαθούσαν να προσεγγίσουν μια αρετή που λογιζόταν ως ένα είδος σύνεσης, ορθοφροσύνης, περίσκεψης, και συγκαταλεγόταν στις αρετές που θεωρούνταν βασικές για την αγωγή του ανθρώπινου βίου.  Η σωφροσύνη συνδέεται με τις έννοιες σύνεση, εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, προνοητικότητα, φρονιμάδα, αγνότητα, αποχή από ακρότητες, ταπεινότητα, με την έλλειψη εκδικητικών τάσεων, και συχνά αντιπαραβάλλεται στην έννοια «ύβρης» Τέθηκε λοιπόν από το Σωκράτη το ερώτημα «τι είναι σωφροσύνη»? Ο νεαρός Χαρμίδης  του απαντάει: «Σωφροσύνη σημαίνει το να ενεργεί κάποιος με κοσμιότητα και ηρεμία»159b. Η σωφροσύνη πρέπει να είναι κάτι καλό, και η ηρεμία όντως είναι χάρισμα αν αντιπαρατεθεί στην βιασύνη της επιπολαιότητας. Ίσως ο Χαρμίδης υπονοεί την επιφυλακτικότητα και την αυτοκυριαρχία ή την εγκράτεια, αλλά ακόμα κι αν αγνοήσουμε τις όποιες αμφιβολίες για τον απόλυτο χαρακτήρα του «καλού» αυτών των ιδιοτήτων, η ηρεμία υποδηλώνει βραδύτητα, και έτσι πρέπει να απορριφθεί από τον Σωκράτη. Καλό είναι αυτό που γίνεται εύκολα και γρήγορα, όχι δύσκολα και αργά. Όταν κάποιος μορφώνεται στη γραφή και στην ανάγνωση, είναι ωραιότερο να μπορεί να γράφει και να διαβάζει γρήγορα. Το ίδιο και όταν μαθαίνει κάποιο μουσικό όργανο ή μια αθλητική τέχνη˙ είναι ωραιότερο και καλύτερο να επιδίδεται στις αντίστοιχες κινήσεις γρήγορα, όχι αργά. Αλλά και η κατανόηση των διδαγμάτων ενός δασκάλου, δηλαδή η οξύνοια, είναι ένα είδος έντασης, όχι ηρεμίας. Επομένως όσον αφορά το σώμα, αλλά και την ψυχή, ωραιότερη είναι η ταχύτητα και όχι η ηρεμία. Άρα η ηρεμία δεν είναι σωφροσύνη, που σαν αρετή πρέπει να είναι ωραία και καλή. Ο ορισμός λοιπόν του Χαρμίδη, που ούτως ή άλλως θα αφορούσε ένα εξωτερικό γνώρισμα της σωφροσύνης, δεν είναι σωστός Διαχωρίζει την έννοια πράξη και έργο και επικαλείται τον Ησίοδο λέγοντας «καμιά εργασία δεν είναι ντροπή». (Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης,"Ο Σωκράτης και η έννοια της σωφροσύνης", "ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ", 30 Απριλίου 2015)

3.      Στο «Κριτία» , έργο  “…είναι κάτι που γίνεται με τρόπο ωραίο και ωφέλιμο, και πράξεις είναι οι κατασκευές των έργων αυτών. Και όταν λέει ότι πρέπει ο σώφρον να κάνει «ό,τι τον αφορά» εννοεί αυτά που του είναι οικεία. Αφού όμως μιλάμε για κάποιον σώφρονα, τα οικεία του θα είναι και καλά. Άρα θέλει να πει ότι σωφροσύνη είναι η πράξη καλών πραγμάτων. Η θεραπεία μιας ασθένειας από τον γιατρό, είναι μια πράξη του δικού του επαγγέλματος (έργου). Το έργο όμως, είπαμε ότι πρέπει να είναι ωφέλιμο. Αλλά ένας γιατρός, λέει ο Σωκράτης, δεν μπορεί να είναι σίγουρος πότε η θεραπευτική αγωγή είναι ωφέλιμη, ούτε ένας τεχνίτης αν πρόκειται να ωφεληθεί από την εργασία του. Για αυτήν την άγνοια μιλάει και στον διάλογο Λάχης, και εννοεί ότι ο γιατρός μπορεί να ξέρει ποιο φάρμακο πρέπει να δώσει για να καταπολεμήσει μια ασθένεια, αλλά δεν μπορεί να ξέρει αν η χορήγησή του θα είναι κάτι τελικά ωφέλιμο, αφού μπορεί, π.χ., να προκαλέσει πιο βλαβερά συμπτώματα από την αρρώστια, ή να παρατείνει μια αναξιοπρεπή ζωή, από την οποία θα ήταν καλύτερος ο θάνατος. Άρα λοιπόν, ο γιατρός ξέρει ποιο είναι το φάρμακο (ξέρει την επιστήμη του), αλλά δεν ξέρει αν το έργο του είναι καλό. Όσο για τους ασθενείς του (εν τέλει και για τον ίδιο), άλλοτε θα ωφελούνται από τις πράξεις του και άλλοτε όχι. Άρα μπορεί κάποιος να ενεργεί ωφέλιμα, αλλά αυτό να μην το ξέρει από πριν, ή να ενεργεί βλαβερά ενώ νόμιζε ότι έκανε κάτι ωφέλιμο. Άρα, καταλήγει ο Σωκράτης, κάποιος μπορεί να είναι σώφρον χωρίς να το γνωρίζει…..»  (Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης,"Ο Σωκράτης και η έννοια της σωφροσύνης", "ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ", 30 Απριλίου 2015)

4.      Ο Αριστοτέλης,  στα «Ηθικά Νικομάχεια» δίνει-με ακλόνητα λογικά επιχειρήματα-  στην έννοια της «ωφέλειας» τον χαρακτήρα της «κοινωνικής σχέσης» διαχωρίζοντας τη φιλία από  εκείνη που πηγάζει  μια σχέση «συνεταιρισμών» που βασίζεται στο συμβόλαιο»  «…Κάθε φιλία βασίζεται, σε κάποια κοινωνική σχέση. Αλλά θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει στην προκειμένη περίπτωση τη συγγενική από την μεταξύ εταίρων φιλία. Αντίθετα οι φιλίες μεταξύ των συμπολιτών, των μελών μιας φυλής, των συνταξιδιωτών και των παρόμοιων έχουν, όπως φαίνεται, τα χαρακτηριστικά μάλλον των συνεταιρισμών, γιατί στηρίζονται πάνω σ' ένα συμβόλαιο. Σε τέτοιους φιλικούς δεσμούς, θα μπορούσε να κατατάξει κάποιος και την φιλοξενία. Αλλά κι η φιλία μεταξύ των συγγενών φαίνεται να είναι πολλών ειδών, αλλά εξαρτάται, σ' όλη την έκτασή της, από την πατρική. Γι' αυτό οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους, επειδή προέρχονται απ' αυτούς, και τα παιδιά επειδή προέρχονται από εκείνους. Αλλά οι γονιοί ξεύρουν ότι τα παιδιά τους προέρχονται απ' αυτούς πιο σίγουρα, απ' όσο τα παιδιά τους ότι οφείλουν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. Ο δεσμός δηλ. ανάμεσα σ' εκείνον που γεννά κι εκείνον που γεννιέται είναι πιο στενός, παρά αυτού που γεννιέται κι αυτού που γεννά. Ό,τι γεννιέται από μας συγγενεύει πιο πολύ με την ουσία μας, όπως είναι τα δόντια, οι τρίχες κι όλα όσα έχουμε, αλλά σ' αυτόν που γεννιέται δεν ανήκει ο γεννήτορας σαν δικό του απόκτημα ή ανήκει λιγότερο. Κι η διάρκεια όμως του χρόνου φέρνει στην προκειμένη περίπτωση μια διαφορά. Γιατί οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους ευθύς μόλις γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αφού περάσει ορισμένος χρόνος, όταν δηλ. αποκτήσουν νόηση και αίσθηση. Απ' εδώ γίνεται φανερό, γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους (παρά οι πατέρες). Οι γονιοί αγαπούν τα παιδιά τους όπως αγαπούν τον εαυτό τους, για το λόγο ότι αυτά χωρίσθηκαν απ' αυτούς σαν ενσαρκώσεις των γονιών τους, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονιούς, επειδή χρωστούν σ' αυτούς την ύπαρξή τους. Και τ' αδέρφια αγαπιούνται επειδή προέρχονται από τους ίδιους γεννήτορες. Η κοινή καταγωγή γεννά ανάμεσά τους τα ίδια συναισθήματα. Γι' αυτό και λέγεται ότι είναι από το ίδιο αίμα, είναι της ίδιας προέλευσης και τα παρόμοια. Είναι, λοιπόν, αποτελέσματα μιας και της αυτής ουσίας, αν και είναι χωρισμένοι σωματικά. (Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη).

5.      Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Μια ηδονή, για τον Επίκουρο, είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία

6.      Προς την ηθικότητα ως αίσθηση: 1. Ο μύθος των μελισσών (Mandeville). 2. «Ηθική αίσθηση» και «ηθική ευμένεια» ως θεμέλιο: η εξέλιξη της Ηθικής Φιλοσοφίας από τον Ουμανισμό μέχρι τον Κριτικισμό (16ος-18ος αιώνας)

7.      Στα Γεωργικά του Βιργιλίου, στο 4ο βιβλίο ο ποιητής προσφέρει μια αλληγορία ιδανικής κοινωνίας εστιάζοντας το ποιητικό του μικροσκόπειο στο θαυμαστό κόσμο των μελισσών. Αποκαλώντας τις μέλισσες Quirites (το όνομα τον ρωμαίων πολιτών με παράλληλες στρατιωτικές συνδηλώσεις) αφήνει λίγες αμφιβολίες για το ότι η κοινωνία των μελισσών είναι η ιδανική ρωμαϊκή κοινωνία που οραματίζεται. Εργατική, πειθαρχημένη, γενναία όταν το καλούν οι συνθήκες, παραγωγική, αναπαραγωγική και κατά συνέπεια αθάνατη. Ο Βιργίλιος παρουσιάζει επίσης την κοινωνία των μελισσών παρόμοια με αυτή των θεών, ενάρετη και μακάρια. Αναπαράγοντας μια αρχαία παρανόηση, δεν ξεχνά να τονίσει ότι οι μέλισσες αναπαράγονται χωρίς σεξουαλική επαφή, γεγονός που τις θέτει υπεράνω πόθων και παθών. Ο μοναδικός έρωτας των μελισσών είναι ο έρωτας της απόκτησης αγαθών: Cecropias innatus apes amor urget habendi/ munere quamquam suo Γεωργικά 4.175-6 ("έμφυτος έρωτας κτήσης εγείρει τις αττικές μέλισσες, την κάθε μια για τη δική της επιβράβευση" ( munus), που σημαίνει και καθήκον και αμοιβή). Οι στίχοι αυτοί έχουν προσελκύσει λιγότερο ενδιαφέρον από όσο αξίζουν. Στην ιδανική κοινωνία των μελισσών, όπου η ατομικότητα θυσιάζεται στο βωμό του κοινωνικού αγαθού, ο Βιργίλιος τονίζει ότι το προσωπικό καθήκον, που στα Λατινικά είναι ίδιο με την προσωπική ανταμοιβή, είναι ένας έμφυτος έρωτας ιδιοτελούς κτήσης και απόκτησης. Οι στίχοι αυτοί αντιπαρατίθενται στις λεγεώνες χωρίων Ελλήνων και Ρωμαίων ποιητών, οι οποίοι επανειλημμένα όρισαν τον πόθο για απόκτηση πλούτου ως τη ρίζα κάθε δεινού που μαστίζει την ανθρωπότητα. Ο πόθος αυτός είναι έμφυτος, λέει ο Βιργίλιος, και είναι αυτός που εξασφαλίζει την par excellence αρμονική κοινωνία των μελισσών. Οι μέλισσες είναι φυσικά Αττικές, λόγω του περίφημου μελιού, αλλά μέσα σ᾽αυτά τα συμφραζόμενα ο Βιργίλιος (που δεν συνηθίζει να ξοδεύει λέξεις για να γεμίσει το στίχο) ανακαλεί την αθηναϊκή αυτοκρατορία, ένα καθεστώς που καθιέρωσε τη δημοκρατία μέσα από την ανάδειξη της ατομικότητας σε όλο της το μεγαλείο. Αιώνες αργότερα, ένας ολλανδός γιατρός, ο Bernard Mandeville (1670-1733) θα δημοσιεύσει το δικό του "Μύθο των Μελισσών" (The Fable of the Bees).  To έργο του Mandeville μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φράση: private vices lead to public benefits. Η λέξη vice (ουσιαστικά η ίδια λέξη με το vitium του Τίβουλλου) αποκτά, μέσα από ένα παράδοξο, θετικές διαστάσεις. Η επιρροή του Mandeville συχνά επισκιάζεται από το έργο του Adam Smith (ο οποίος επηρεάστηκε από τον Mandeville), αλλά η ικανότητά του να θέσει τα θεμέλια του δυτικού οικονομικού συστήματος μέσα από ένα σατιρικό ποίημα είναι απαράμιλλη. Στο ποίημά του "The Grumbling Hive or Knaves Turn'd Honest", μια κυψέλη μελισσών ζει μέσα στη χλιδή και τις ανέσεις. Το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι να ικανοποιήσουν τη δίψα τους για δόξα και πλούτη και τίποτα άλλο. Παραδόξως, με αυτόν τον τρόπο η κυψέλη ευημερεί. Οι δικηγόροι δουλεύουν ασταμάτητα για να πλουτίσουν και για τίποτα άλλο. Μελετούν μέρα νύχτα το νόμο, για να βρουν παραθυράκια και μοιάζουν με διαρρήκτες. Με λίγα λόγια, ο καθένας για την πάρτη του και όλοι για την κοινωνία: Οι θεοί όμως οργίζονται. Ξεριζώνουν την ιδοτέλεια και την υποκρισία και επαναφέρουν τη δικαιοσύνη. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι το αναμενόμενο: Η επέμβαση των θεών έχει καταστροφικές συνέπειες. Εφόσον δεν υπάρχει κανένα ιδοτελές κίνητρο, η κοινωνία των μελισσών παρακμάζει και καταρρέει. Οι τέχνες, η επιστήμη, η οικονομία σβήνουν εν μια νυκτί. Το μόνο πράμα δηλαδή που κρατάει τους ανθρώπους μαζί και τους κάνει να προοδεύουν είναι η ιδιοτέλεια του καθενός. Η Χρυσή Εποχή είναι απλώς ένας εφιάλτης. Είναι το τέλος της κοινωνικής προόδου.Ο Mandeville επιτίθεται στους ανά τους αιώνες ηθικολόγους που κήρυξαν την αυταπάρνηση της ιδιοτέλειας στο όνομα ενός κοινωνικού σκοπού υπεράνω ταπεινών προσωπικών έξεων και ορέξεων. Για τον Mandeville, αυτό είναι μια επικίνδυνη πλάνη. Ο ίδιος όμως, αν και κατηγορήθηκε γι᾽αυτό ανάμεσα σε πολλά άλλα, δεν θεωρεί τις πράξεις μας άμοιρες ηθικής ευθύνης. Απλώς θεωρεί ότι η αρετή (η οποία κατά τον Αριστοτέλη είναι η έξη του ανθρώπου να κάνει σωστές επιλογές) έχει προσωπικά ελατήρια. Π.χ. όταν κάποιος βλέπει ένα μωρό να πνίγεται, σπεύδει να το σώσει. Η επιβράβευση που θα λάβει από την κοινωνία για την πράξη του και οι τύψεις που θα νιώσει αν αφήσει το μωρό να πνιγεί, παίζουν καθαρά σε προσωπικό επίπεδο, χωρίς όμως αυτό να αναιρεί την ηθική διάσταση της πράξης.

8.      O Hobbes  αναφέρθηκε στην  ηθική ως νόμο  Επεσήμανε την υπόθεση του εγωισμού και το ήθος της επιβίωσης (Hobbes). Το 1651 έγραψε τον Λεβιάθαν, (Leviathan or the Matter, Form and Power of a Comonwealth Ecclesiastical and Civil)2, το σπουδαιότερο έργο του. Ο άνθρωπος δεν έχει αγαθή φύση, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, αλλά είναι εκ φύσεως εγωιστής και ηδονιστής. Το ότι τα ανθρώπινα κίνητρα σχηματίζονται εκ φύσεως από προσωπικό συμφέρον, θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες. Ανεξέλεγκτοι οι άνθρωποι, και καθοδηγούμενοι από την εσωτερική δυναμική, το πιθανότατο είναι πως θα αλληλοκαταστραφούν. Για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Χομπς δημιουργεί κάποιο τέχνασμα, τον Λεβιάθαν, το Κράτος3, είτε με τη μορφή της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτό το Κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας4. Ως ανταπόδοση προς τον άνθρωπο το Κράτος ασκεί αυτήν την απόλυτη εξουσία μόνον υπέρ της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης (Μεταξόπουλος, Αιμίλιος «Οι φιλοσοφικές θεωρίες του Φυσικού Δικαίου και το πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας. Τόμας Χομπς και Τζων Λοκ». Ο πολίτης 45 (1981), 46-57)

9.      O Immanuel Kant, (1724-1804) προσδίδει στην «ηθική φιλοσοφία» την έννοια της δεοντολογίας και του καθήκοντος, καθώς διαπραγματεύεται την αυτονομία της αιτιολογίας (reason). Η σύγχρονη φιλοσοφική έρευνα τείνει προς την προσπάθεια σύνθεσης, και υπάρχει συναίνεση τουλάχιστον ως προς το ποιες είναι οι τρεις βασικές θεωρίες: οι αρεταϊκές ηθικές με εκπροσώπους τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, η ωφελιμιστική ηθική με κύριο εκπρόσωπο τον Στιούαρτ Μιλ και η δεοντολογική ηθική όπως αναπτύχθηκε από τον Καντ και άλλους φιλοσόφους

10.  Η έννοια της "Χρησιμότητας"  αφορά  στην εξέλιξη της Ηθικής Φιλοσοφίας από τον  Ουμανισμό μέχρι τον Κριτικισμό (16ος-18ος αιώνας) 2. Η επαγγελία μιας ηθικής επιστήμης (Locke). Ηθική διδασκαλία στον Ντεκάρτ, Σπινοζα, Λάιμπνιτς

11.  Στο Hume, η βασική Αρχή  της χρησιμότητας αφορά την "καλή", όπως αυτή που παράγει το μεγαλύτερο ποσό της ευχαρίστησης και το ελάχιστο ποσό του πόνου και "κακή, αυτή  δηλαδή που παράγει περισσότερο πόνο  και καθόλου ευχαρίστηση. Αυτή η έννοια της ευχαρίστησης και του πόνου ορίζεται από Bentham  ως σωματική όσο και πνευματική. HUME DAVID (1740) Πραγματεία Για Την Ανθρώπινη Φύση (Βιβλίο Πρώτο) για τη Νόηση Το θέμα της Πραγματείας είναι η ανθρώπινη φύση και ο συγγραφέας της, στο πρώτο βιβλίο, Για τη Νόηση, παρομοιάζει τον ανθρώπινο νου με ένα εύθραυστο και γεμάτο ρωγμές σκάφος που πρέπει να ριχτεί "στην ανοικτή θάλασσα της ανθρώπινης φύσης" προκειμένου "να κάνει τον γύρο του κόσμου". Έχοντας επίγνωση και των δικών του αδυναμιών, ο Χιουμ διαπιστώνει ότι η φιλοσοφική κριτική, την οποία ασκεί στις νοητικές ικανότητές του, τον οδηγεί σε σύγχυση. Παρά την ανθρώπινη περιέργειά του για τις αιτιακές συνδέσεις ανάμεσα στα πράγματα και την αγάπη του στους αυστηρούς συλλογισμούς, η φιλοσοφική θεωρία του τον βοηθά να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα που εκλαμβάνουμε ως αιτίες είναι προϊόντα της φαντασίας. Όταν οι αισθήσεις, η μνήμη και η νόηση θεμελιώνονται στην "ασταθή και επισφαλή" ικανότητα της "πλασματικής φαντασίας", οδηγούμαστε σε αντικρουόμενες πεποιθήσεις. Επομένως, ο φιλοσοφικός στοχασμός μας οδηγεί σε ένα επικίνδυνο δίλημμα: Μπορούμε να στηριζόμαστε στις "τετριμμένες υποδείξεις της πλασματικής φαντασίας", οι οποίες παράγουν "σφάλματα, παραλογισμούς και ασάφειες", ή πρέπει να στηριζόμαστε στις "γενικές και πιο καλά εδραιωμένες ποιότητες" του νου, δηλαδή στη νόηση και τον λόγο;

12.  Όμως, ο τελευταίος τρόπος υπονομεύει ακόμη και τις πεποιθήσεις από τις οποίες εξαρτάται η ίδια η επιβίωσή μας: "η νόηση, όταν ενεργεί μόνη της και σύμφωνα με τις πιο γενικές αρχές, αυτο-ανατρέπεται και δεν μπορεί να τεκμηριώσει καμία πεποίθηση, είτε φιλοσοφική είτε της κοινής ζωής". Η λύση θα προέλθει από την ανθρώπινη φύση, η οποία διαλύει τη φιλοσοφική μελαγχολία, αλλά δεν επιτρέπει την απαξίωση του φιλοσοφικού στοχασμού: Αν πρόκειται να αναχαιτιστεί η δεισιδαιμονία και να βελτιωθεί η κατανόηση του κόσμου, τότε το φιλοσοφείν είναι τόσο φυσικό όσο και αναγκαίο. Μάλιστα, δεν πρέπει να ενδίδουμε απλώς στον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά να καλλιεργούμε το πάθος για τη φιλοσοφία, διότι "ο αληθινός σκεπτικιστής πρέπει να είναι διστακτικός τόσο με τις φιλοσοφικές αμφιβολίες του, όσο και με τις φιλοσοφικές βεβαιότητές του".

13.  Adam Smith «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών». Οι νεοκλασικοί δίνουν έμφαση στην Αόρατο Χείρα του Σμιθ μια ιδέα στην οποία αναφέρεται στη μέση του έργου του - Βιβλίο Δ', κεφάλαιο Β'. Οι δε κλασικοί οικονομολόγοι πιστεύουν πως ο Σμιθ θεμελίωσε το πρόγραμμά του για την προώθηση του «πλούτου των εθνών» στις αρχικές του προτάσεις. Ο Σμιθ, κάνοντας χρήση του όρου «το αόρατο χέρι» στην «Ιστορία της Αστρονομίας” αναφερόταν στο «αόρατο χέρι του Δία». Ο όρος «ένα αόρατο χέρι» εμφανίζεται ξανά τόσο στη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων (1759) όσο και στον «Πλούτο των Εθνών (1776). Αυτή η τελευταία δήλωση περί «ενός αόρατου χεριού» έχει ερμηνευθεί ως «το αόρατο χέρι» με ποικίλους τρόπους. Επομένως, έχει σημασία να αναγνωστεί το πρωτότυπο: Καθώς κάθε άτομο, λοιπόν, προσπαθεί όσο μπορεί και να εναποθέσει το κεφάλαιό του στη στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας, και, έτσι, να κατευθύνει τη βιομηχανία αυτή της οποίας τα προϊόντα μπορεί να έχουν μεγάλη αξία. Κάθε άτομο αναγκαστικά μοχθεί ώστε να καταστήσει τα ετήσια έσοδα της κοινωνίας όσο μεγαλύτερα γίνεται. Πράγματι, ούτε επιδιώκει την προώθηση του κοινωνικού συμφέροντος, ούτε γνωρίζει κατά πόσο το προωθεί. Με την προτίμηση της εγχώριας έναντι της διεθνούς βιομηχανίας, επιδιώκει μονάχα τη δική του ασφάλεια. Και κατευθύνοντας έτσι τη βιομηχανία αυτή καθώς τα προϊόντα της μπορεί να έχουν μεγάλη αξία, επιδιώκει μονάχα το δικό του κέρδος, και καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι που προωθεί σκοπούς που δεν ήταν στην πρόθεσή του. Ούτε είναι πάντα χειρότερο για την κοινωνία που δεν ήταν μέρος της. Μέσα από την επιδίωξη του δικού του συμφέροντος, συχνά προωθεί το συμφέρον της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά από όταν ηθελημένα προωθεί το τελευταίο. Ποτέ δεν είδα να γίνεται καλό από όσους επικαλέστηκαν το εμπόριο για το κοινό καλό. Είναι πράγματι μια επιτήδευση, όχι πολύ συχνή στους εμπόρους και πολύ λίγα λόγια αρκούν στο να τους αποθαρρύνουν από αυτήν.…….Δεν περιμένουμε το δείπνο μας από την καλοσύνη του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού, αλλά από τη έγνοια που έχουν για το δικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε στη φιλαυτία τους, όχι στην ανθρωπιά τους και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις ανάγκες μας αλλά για τα πλεονεκτήματά τους. Smith, A., 1976, The Wealth of Nations επιμέλεια των R. H. Campbell και A. S. Skinner, The Glasgow edition of the Works and Correspondence of Adam Smith, τόμ. 2a, σελ. 456.

14.  J.J Rousseau (des Contract Social) Το έργο τοποθετείται σε ορισμένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα: ποιες είναι οι καταστατικές αρχές μιας πολιτείας δικαίου, πώς λειτουργούν οι θεσμοί της, και πως η ηθική συνδέεται με την αποτελεσματική πράξη.  Βασική συμβολή του Κοινωνικού συμβολαίου ήταν ότι απέδωσε την πηγή της κυριαρχίας στον λαό, όπως έχει κατοχυρωθεί ως πρώτη αρχή δικαίου, η οποία μάλιστα θα πρέπει να παραμένει στον ίδιο το λαό. Η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά συνδέει την πράξη με τη θεωρία, ασκώντας την ικανότητα του πολίτη να γενικεύει, να κρίνει σύμφωνα με το γενικό συμφέρον. Κάθε πολίτης ψηφίζει τους Νόμους, υπό τη συλλογική του ιδιότητα ως «Πολίτης» και καλείται να τους εφαρμόσει υπό την ατομική του ιδιότητα ως «ξεχωριστό πρόσωπο» Κάθε Άνθρωπος ζητά από τους άλλους να υπακούουν στους Νόμους, αλλά τη ίδια στιγμή, πιστεύουν ότι ο Νόμος δεν αφορά τους ίδιους και για αυτό το λόγο θα ήθελαν να «παρανομήσουν» Όμως ακριβώς επειδή είναι έξυπνοι, αποδέχονται να «εκχωρήσουν» την ατομική τους ελευθερία (ως αντάλλαγμα της ασφάλειάς τους) προκειμένου να αποκτήσουν μια σημαντικότερη ελευθερία, την πολιτική τους ελευθερία      Με τη ρουσσωική πολιτική εισάγονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου: η ενότητα βούλησης και νόμου. Ο νόμος ισχύει επειδή οι πολίτες γνωρίζουν να ξεχωρίζουν το δημόσιο αγαθό από το επιμέρους συμφέρον· η ζωή στη  Πολιτεία του Rousseau διδάσκει τη συναίνεση μέσα από σχέσεις ελευθερίας, ισότητας, ανεκτικότητας και αλληλοσεβασμού. DU CONTRAT SOCIAL OU PRINCIPES DU DROIT POLITIQUEΜτφ Γρηγοροπούλου Βασιλική, ΣΤΑΪΝΧΑΟΥΕΡ ΑΛΒΕΡΤΟΣ Επιμέλεια Γρηγοροπούλου Βασιλική Εκδόσεις POLIS Χρονολογία Έκδοσης Μάιος 2012

15.  John Stuart Mill 1806 – 8 Μαΐου 1873 Η πραγματεία Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας (1848) αποτελεί το δεύτερο από τα πιο σημαντικά έργο του. Εδώ, αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι τα όρια της ανάμιξης του κράτους στην οικονομία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σταδιακή αποστασιοποίησή του από αυτό το έργο, όπως αυτή ξεδιπλώνεται ιδιαίτερα στο δοκίμιό του Περί Ελευθερίας (1859), («Επίκουρος», 1983, μτφρ. Νίκος Μπαλής), στο οποίο αναλύει τη σχέση της ελευθερίας με τον πολιτισμό. Πυλώνας του πολιτισμού είναι οι ελευθερίες της σκέψης και της έκφρασης, οι οποίες αποτελούν και το εφαλτήριο της ολοκληρωμένης ανάπτυξης του ατόμου. Το αρχικό laisser-faire έχει τόσο αμβλυνθεί, όπου στο Στοχασμοί περί αντιπροσωπευτικής κυβερνήσεως (1861) η «κυριαρχία έχει παραχωρηθεί στο σύνολο της κοινότητας», το δε ξεδίπλωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας περνά μέσα από την ανάπτυξη των άμεσων συμμετοχικών μορφών δημοκρατίας και εκτείνεται τόσο όσο να συναντήσει το σοσιαλισμό με ελευθερία. Ωριμος πλέον, γυρίζει στη διαπραγμάτευση των βασικών αρχών της ηθικής και στη διαμάχη σχετικά με το κριτήριο του ορθού και του εσφαλμένου, εκεί απ όπου νεαρός είχε ξεκινήσει. Εδώ γίνεται το βήμα και ο ατομικισμός, ως κοσμοθεωρητική αφετηρία του Mill, συναντάται με την κοινωνική ωφελιμότητα. Αυτό το βήμα ολοκληρώνεται στον Ωφελιμισμό (1863), όπου στις εισαγωγικές του παρατηρήσεις ο Mill, πιστός στις αρχές της απαγωγικής προσέγγισης των ηθικών και κοινωνικών επιστημών, ασκεί κριτική στην ενορασιοκρατική και την επαγωγική σχολή, γιατί δεν συνέταξαν έναν κατάλογο a priori αρχών, που θα χρησίμευαν ως θεμέλια της λογικής. Ο Mill στο Σύστημα Λογικής υποστήριζε ότι «η βάση για την εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε απαγωγική επιστήμη (τέτοιες είναι η Ηθική και η Κοινωνιολογία) έγκειται όχι απλώς σ αυτούς καθαυτό τους a priori συλλογισμούς, αλλά στη συνύπαρξη των αποτελεσμάτων τους με τα αποτελέσματα των a posteriori παρατηρήσεων». Εφαρμόζοντας αυτή τη θέση στον Ωφελιμισμό θεωρεί ότι η επαγωγική προσέγγιση του ηθικού στοιχείου εγκλωβίζεται στις a posteriori παρατηρήσεις, ανίκανη να αναχθεί σε εκείνες τις αρχές που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως προκείμενες της επιστήμης, οδηγώντας σε μία «πρώτη αρχή ή σ ένα κοινό θεμέλιο υποχρεώσεων». οποίος αξιολογεί τις πράξεις με κριτήριο τις συνέπειες που έχουν ως προς την προαγωγή της ηδονιστικά εννοούμενης γενικής ευτυχίας. Μια προσεκτική όμως ανάγνωση και των άλλων σχετικών έργων του αναδεικνύει μια τελειοκρατική προσέγγιση. Ο ωφελιμισμός και ο ηδονισμός έρχονται να στηρίξουν, να συμπληρώσουν και να ολοκληρώσουν αυτή τη διάσταση της σκέψης του, δίδοντάς μας μια ιδιαίτερα σύνθετη και επεξεργασμένη εικόνα ατομικής ηθικής τελείωσης. Αυτό που απασχολεί τον Mill είναι ένα πρότυπο ζωής που θα συνδυάζει την καλλιέργεια του εαυτού με την εκτέλεση των υποχρεώσεων προς τους άλλους.

16.  Jeremy Bentham (1780-1789) Στο μνημειώδες έργο του “An introduction to the Principles of Moral and Legislation “ (1780/89) εστιάζει στις «αρχές» της χρησιμότητας, και πώς αυτή η άποψη της ηθικής δένει με νομοθετικές πρακτικές.  Η βασική Αρχή  της χρησιμότητας αφορά την "καλή", όπως αυτή που παράγει το μεγαλύτερο ποσό της ευχαρίστησης και το ελάχιστο ποσό του πόνου και "κακή, αυτή δηλαδή που παράγει περισσότερο πόνο και καθόλου ευχαρίστηση. Αυτή η έννοια της ευχαρίστησης και του πόνου ορίζεται από Bentham  ως σωματική όσο και πνευματική. Ο Bentham γράφει για την αρχή αυτή, όπως εκδηλώνεται μέσα από τη νομοθεσία της κοινωνίας. Αυτός καθορίζει ένα σύνολο κριτηρίων για τη μέτρηση του βαθμού του πόνου ή ευχαρίστησης που η συγκεκριμένη απόφαση θα δημιουργήσει….

17.   Σύμφωνα με το "ευρετήριο οικονομικών όρων" (2015): (α) Χρησιμότητα είναι μια έννοια στα οικονομικά που παρέχει ένα τρόπο σύγκρισης της ικανοποίησης που λαμβάνει ένα άτομο από διάφορα επίπεδα κατανάλωσης διαφορετικών αγαθών. (β)Η χρησιμότητα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας πηγάζει από τη δυνατότητα που έχει να ικανοποιήσει μια ανθρώπινη ανάγκη, δηλαδή να προσφέρει ικανοποίηση στο χρήστη του.(γ) Όσο ένα άτομο αυξάνει την κατανάλωση ενός προϊόντος τόσο αυξάνεται συνήθως η συνολική χρησιμότητα (total utility) που αποκομίζει. Αλλά κάθε επιπλέον μονάδα του προϊόντος επιφέρει συνεχώς μικρότερη αύξηση στη συνολική χρησιμότητα. Ο καταναλωτής παίρνει ικανοποίηση από τη χρήση αγαθών και υπηρεσιών, την οποία ονομάζουμε χρησιμότητα Η χρησιμότητα δεν μπορεί να μετρηθεί σε απόλυτες μονάδες παρά μόνο να εκτιμηθεί σχετικά έτσι ώστε να επιτρέπει συγκρίσει Ο καταναλωτής έχει προτιμήσεις τις οποίες παίρνουμε σαν δεδομένες(Οικονομικά των Επιχειρήσεων Ε. Σαρτζετάκης, 2008)

Ιδιότητες προτιμήσεων 

Ιδιότητα 1: Συμπληρωματικότητα

Ιδιότητα 2: Μεταβατικότητα

Ιδιότητα 3: Συνέχεια

 Ιδιότητα 4: Περισσότερο είναι καλύτερο (μη κορεσμός)

Ιδιότητα 5: Κυρτότητα ή φθίνων οριακός λόγος υποκατάστασης

Ιδιότητα 6: Διαφοροποίηση 

///////////////

18.  Ο Daniel Bernoulli εισήγαγε την έννοια της «αναμενόμενης χρησιμότητας, που χρησίμευσε σαν βάση στη Θεωρία “zero sum two players game” που ανέπτυξαν οι John von Neumann Oscar Morgenσtern  “Game Theory and Economic Behavior, 1944  Η Θεωρία της Αναµενόµενης Χρησιµότητας (expected utility theory) κυριάρχησε ως περιγραφικό υπόδειγµα οικονοµικής συµπεριφοράς και του τρόπου µε τον οποίο τα άτοµα παίρνουν αποφάσεις υπό συνθήκες αβεβαιότητας (Bernoulli, 1954 "Exposition of a New Theory on the Measurement of Risk" Econometrica, Vol. 22, No. 1. (Jan., 1954), pp. 23-36]  Ιδιαίτερα, η έννοια της «αναμενόμενης χρησιμότητας» έγινε γνωστή μέσα από τα έργα του John von Neumann, οπότε η κατάταξη των προτιμήσεων με την αντίστοιχη χρησιμότητα, συνδυάστηκε με τη θεωρία των πιθανοτήτων. Δεν αρκούμαστε πλέον να ταξινομούμε και να ιεραρχούμε τις προσδοκώμενες χρησιμότητες Ο Neumann «εισήγαγε» και το ερώτημα «με ποια πιθανότητα» ταξινομείται  η «προσδοκία χρησιμότητας»

19.  Οι αποφάσεις που λαµβάνουν τα άτομα είναι ορθολογικές και βρίσκονται µεταξύ ενός δεδοµένου αριθµού εναλλακτικών επιλογών µε γνωστές κατανοµές πιθανοτήτων για κάθε εναλλακτική.Τα άτοµα λαµβάνουν εκείνη την απόφαση που µεγιστοποιεί την αναµενόµενη αξία της συνάρτησης χρησιµότητας.Η ιδέα για την χρήση, όμως, της οριακής χρησιμότητας, δηλαδή ο θεμέλιος λίθος της θεωρίας προσδοκώμενης χρησιμότητας, είχε εισαχθεί πολύ νωρίτερα, από τον Daniel Bernoulli, το 1738, [J Biosci. 2000 Sep;25(3):221-8. Daniel Bernoulli (1738): evolution and economics under risk. Stearns SC1.στο ευρύτερο φάσμα της επιλογής κάτω από συνθήκες κινδύνου. (Αφροδίτη – Σωτηρία Αυγέρη, Προσπαθώντας να δώσει μια λύση στο παράδοξο του St. Petersburg, "Γνωσιακές επιρροές στην θεωρία οικονομικής ορθολογικότητας" Διπλωματικη Εργασια  Εκπα Διαπανεπιστημιακο Προγραμμα Μεταπτυχιακων Σπουδων Βασικη Και Εφαρμοσμενη Γνωσιακη Επιστημη προτείνει να μη χρησιμοποιείται η αντικειμενική αξία του παιγνίου αλλά η υποκειμενική, δηλαδή η χρησιμότητα. Το παράδοξο του St. Petersburg αφορά ένα πολύ γνωστό παιχνίδι στο οποίο ένα κέρμα δύο όψεων ρίχνεται όσες φορές χρειαστεί μέχρι να τύχει για πρώτη φορά «κορώνα». Η απόσβεση για το παιχνίδι εξαρτάται από το πόσες φορές θα τύχουν «γράμματα» μέχρι την εκπλήρωση του στόχου (να πετύχουμε «κορώνα»). Το ζήτημα που εξετάζεται είναι η αιτιολόγηση του γιατί τα οικονομικά άτομα είναι διατεθειμένα να πληρώσουν ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό για ένα παιχνίδι με μεγάλη μαθηματική ακρίβεια. Ο Bernoulli καταλήγει πως τα άτομα τείνουν να μεγιστοποιούν την προσδοκώμενη χρησιμότητα τους και όχι τόσο την χρησιμότητα απλώς.  προσδοκώμενη χρηματική αξία (σελ. 530-531, Schoemaker, 1982).«Η αξία ενός αντικειμένου δε πρέπει να βασίζεται στην τιμή του, αλλά στην χρησιμότητα που αποφέρει. Η τιμή ενός αντικειμένου εξαρτάται μόνο από το ίδιο το αντικείμενο και είναι ισόποση για τον καθένα. Η χρησιμότητα, όμως, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες του ατόμου που κάνει την εκτίμηση. Έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κέρδος χιλίων δουκάτων είναι πολύ πιο σημαντικό για έναν άπορο απ ότι για έναν πλούσιο, παρόλο που και οι δυο κερδίζουνε το ίδιο ποσό» (σελ. 4, Heukelom), Ο Βernoulli ορίζει την χρησιμότητα ως μια οριακά αυξανόμενη συνάρτηση του πλούτου, όπου ο πλούτος καθορίζεται ως η χρηματική αξία όλων των αντικειμένων που κατέχει το άτομο συν τις δυνατότητές του να κερδίσει επιπλέον χρήμα Σύμφωνα με τον Bernoulli, η αντίληψη της προσδοκώμενης χρησιμότητας, αναλύει την εκτίμηση ενός ριψοκίνδυνου εγχειρήματος ως το σύνολο των χρησιμοτήτων από τα αποτελέσματα, σταθμισμένα από τις πιθανότητες πραγματοποίησής τους. Δεν αναφέρεται, όμως, στο πώς μπορεί να μετρηθεί η χρησιμότητα, γι’ αυτό το λόγο η θεωρία του παραμένει κυρίως ένα περιγραφικό μοντέλο και όχι κανονιστικό (σελ. 531, Schoemaker, 1982). Το 1921, ο Frank H. Knight διαχωρίζει τους όρους ρίσκο (risk) και αβεβαιότητα (uncertainty), προσδιορίζοντας το ρίσκο ως μια απόφαση σε καταστάσεις στις οποίες οι πιθανότητες είναι αντικειμενικές ή δεδομένες, όπως για παράδειγμα η εκτόξευση ενός κέρματος ή η περιστροφή μιας ρουλέτας. Από την άλλη, η αβεβαιότητα αναφέρεται σε καταστάσεις, στις οποίες οι πιθανότητες είναι υποκειμενικές, όπως η απόφαση για επενδύσεις. Στην ερμηνεία του Knight, το «ρίσκο» αναφέρεται σε καταστάσεις στις οποίες ο λήπτης αποφάσεων μπορεί να εφαρμόσει μαθηματικές πιθανότητες στην τυχαιότητα την οποία αντιμετωπίζει, σε αντίθεση με την «αβεβαιότητα» η οποία αναφέρεται σε καταστάσεις όπου η τυχαιότητα δε μπορεί να εκφραστεί σε όρους συγκεκριμένων μαθηματικών πιθανοτήτων (σελ. 399, Wu, Zhang & Gonzalez, 2004).

20.  H Θεωρία της Προσδοκώμενης Χρησιμότητας: Χρησιμότητα (utility) είναι η ιδιότητα των αγαθών να ικανοποιούν ανάγκες και η ιδιότητα αυτή δεν είναι έμφυτη ιδιότητα των αγαθών, αλλά προκύπτει από τις ψυχολογικές καθοριζόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών (Σαραντίδης, 2003).  Η θεωρία της χρησιμότητας έχει ευρύ πεδίο εφαρμογών. Μπορεί να εφαρμοστεί σε αποφάσεις τυχερών παιγνίων, όπου κάθε επιλογή συνοδεύεται από ανάλογο κίνδυνο, σε αποφάσεις που οδηγούν στην άριστη (μεγιστοποιητική) συμπεριφορά του καταναλωτή, ο οποίος έχει δεδομένο εισόδημα και και δεδομένες τις τιμές των αγαθών, σε αποφάσεις κυβερνητικής πολιτικής κατανομής δαπανών υπό το περιορισμό του κρατικού προϋπολογισμού, ως και σε θέματα κοινωνικής χρησιμότητας (οικονομική της ευημερίας).

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Στα Χρηματοοικονομικά, στα βασικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να ταξινομηθούν οι επιλογές ανάμεσα σε καταστάσεις κινδύνου περιλαμβάνεται η μέτρηση της ελκυστικότητας μιας κατάστασης, με βάση την προσδοκώμενη ή αναμενόμενη αξία (expected value) των αποδόσεων της (Αυζώτης Νι(2013)"Εκτίμηση Κινδύνου Αγοράς με το μέτρο κινδύνου CVaR" Ενδιάμεση Εργασία Μ.Sc -Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης)

ΛΑΠ

==Απόλυτη/Μετρήσιμη και διατακτική/ταξινομική Χρησιμότητα==[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν 2 αντικρουόμενες απόψεις πάνω στο ζήτημα αυτό:

Η μία, αναφέρεται στη χρησιμότητα (utility) σαν ένα μέγεθος το οποίο μπορεί να μετρηθεί (να πούμε για παράδειγμα, πως ένα πορτοκάλι έχει τόση χρησιμότητα μετρούμενη σε κάποια φανταστική μονάδα (utils) που να είναι απόλυτη για όλους τους ανθρώπους και επομένως μπορούσε να συγκριθεί μεταξύ 2 διαφορετικών των προσώπων (interpersonal) Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τη Σχολή των Ωφελιμιστών (Utilitarian) και ιδιαίτερα από τον Jeremy Bentham (1748-1832)πλην όμως συγκέντρωσε τα πυρά όλων των τότε "τάξεων"

Η δεύτερη αφορά στη κατάταξη-ταξινόμηση των "προτιμήσεων" ενός και μόνον προσώπου σε μια φανταστική κλίμακα, η οποία του δίνει τον "αντίστοιχο" βαθμό ωφέλειας ή χρησιμότητας Με απλά λόγια, η "ωφέλεια" είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση Για παράδειγμα, ένα μήλο μπορεί να είναι ψηλά στις προτοιμήσεις της Ελένης, όμως το ίδιο να είναι τελευταίο στις προτιμήσεις του συζύγου της που προτιμά τα κρεατικά (πχ ένα σουβλάκι)

(*) υπάρχει διχογνωμία ως προς τη μετάφραση στα ελληνικά του αγγλικού όρου "utility" Ορισμένοι συγγραφείς την αποκαλούν ως "χρησιμότητα" και άλλοι, πάλι, ως "ωφέλεια", με το σκεπτικό πως ένα αγαθό, πχ ένα εργαλείο (πχ ένα τρυπάνι) είναι πάντα χρήσιμο αφού διευκολύνει σε κάποια λειτουργία (μαστοριλίκια) πλην όμως, δεν είναι ωφέλιμο σε κάποιον που το επάγγελμά του δεν σχετίζεται με το συγκεκριμένο εργαλείο (πχ είναι λογιστής σε Εταιρία) ΛΑΠ