Φονικό στην εκκλησιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φονικό στην εκκλησιά
Εικονογραφημένο χειρόγραφο του 13ου αιώνα που απεικονίζει τη δολοφονία του Τόμας Μπέκετ
ΣυγγραφέαςΤόμας Στερνς Έλιοτ[1]
ΤίτλοςMurder in the cathedral[1]
ΓλώσσαΑγγλικά[1]
Μορφήθεατρικό έργο
ΘέμαΤόμας Μπέκετ
LC ClassOL1142294W
LΤ ID27084
BL Class10279

Φονικό στην εκκλησιά (αγγλικός τίτλος: Murder in the Cathedral) ή Φόνος στον Καθεδρικό Ναό είναι ποιητικό θεατρικό έργο σε δύο πράξεις του Τ. Σ. Έλιοτ, γράφτηκε το 1935 για το Φεστιβάλ του Καντέρμπερι όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά και εκδόθηκε την ίδια χρονιά. Το έργο αναφέρεται στη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι Τόμας Μπέκετ στον καθεδρικό ναό του Κάντερμπερι. [2]

Αν και το έργο αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, ο Έλιοτ, όπως αναφέρει ο ίδιος, δεν θέλησε να γράψει ένα χρονικό της πολιτικής του ΙΒ΄ αιώνα. Το έργο επικεντρώνεται στον εσωτερικό αγώνα του Μπέκετ και στον θάνατό του.[3] Ο συγγραφέας συνοψίζει το έργο του ως: «Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν.»

Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά με τίτλο Φονικό στην εκκλησιά από τον Γιώργο Σεφέρη το 1963.[4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δράση λαμβάνει χώρα μεταξύ 2 και 29 Δεκεμβρίου 1170, εξιστορώντας τις ημέρες πριν από τον θάνατο του Τόμας Μπέκετ μετά την επταετή απουσία του στη Γαλλία. Βασικό ρόλο στο έργο παίζει ο χορός, που αποτελείται από γυναίκες του Καντέρμπερι που αντιπροσωπεύουν τον λαό, πάνω στον οποίο έχουν αντίκτυπο τα πάθη των προσώπων. [4]

Μια ημέρα Δεκεμβρίου του 1170, οι κάτοικοι του Καντέρμπερι περιμένουν την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου τους Τόμας Μπέκετ μετά από επτά χρόνια εξορίας στη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει λόγω θρησκευτικών και πολιτικών συγκρούσεων με τον βασιλιά Ερρίκο Β'. Κάποτε, όταν ο Μπέκετ ήταν ακόμη Καγκελάριος, οι δυο τους ήταν φίλοι και σύμμαχοι εναντίον του Πάπα. Ωστόσο, η συμπεριφορά του Μπέκετ άλλαξε με τον διορισμό του ως αρχιεπίσκοπου: εμποτισμένος με τη σοβαρότητα και την ευθύνη του υψηλού αξιώματος του, ο Μπέκετ αντιτάχθηκε στην ανάμειξη του βασιλιά στις εκκλησιαστικές υποθέσεις και έτσι προκάλεσε την οργή του. Ο χορός των γυναικών του Καντέρμπερι, που τώρα ανυπομονεί για την επιστροφή του επισκόπου, δεν εμπιστεύεται την επιφανειακή συμφιλίωση και ο Μπέκετ γνωρίζει επίσης ότι τον περιμένουν κίνδυνοι. Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο της ζωής του, «τέσσερις πειρασμοί» παρουσιάζονται στον Μπέκετ, οι τρεις πρώτοι από τους οποίους παραλληλίζονται με τους Πειρασμούς του Χριστού: Ο πρώτος πειρασμός του προσφέρει την προοπτική της σωματικής ασφάλειας, ο δεύτερος προσφέρει δύναμη, πλούτη και φήμη στην υπηρεσία του Βασιλιά και ο τρίτος του προτείνει έναν συνασπισμό με τους βαρόνους και μια ευκαιρία να αντισταθεί στον Βασιλιά. Τέλος, ένας τέταρτος πειρασμός τον προτρέπει να προτιμήσει τη δόξα του μαρτυρίου. Ο Μπέκετ απαντά σε όλους τους πειρασμούς και απευθύνεται συγκεκριμένα στις προτάσεις του τέταρτου πειρασμού στο τέλος της πρώτης πράξης:

Ο τελευταίος πειρασμός είναι η μεγάλη προδοσία: Να κάνεις το σωστό για την κακή αιτία.[5]

Το Ενδιάμεσο του έργου είναι ένα κήρυγμα που δόθηκε από τον Μπέκετ το πρωί των Χριστουγέννων του 1170. Στο τέλος του κηρύγματος, που αναφέρεται στους μάρτυρες, ανακοινώνει ότι «είναι πιθανό σε σύντομο χρονικό διάστημα να έχετε έναν ακόμη μάρτυρα». Στο κήρυγμα διακρίνεται η απόλυτη ψυχική ηρεμία του Μπέκετ, καθώς επιλέγει να αποδεχτεί τον θάνατό του.[6]

Η δολοφονία του Μπέκετ, έργο του μοναχού Φράνκε, 1426

Το δεύτερο μέρος του έργου διαδραματίζεται στον καθεδρικό ναό στις 29 Δεκεμβρίου 1170. Εμφανίζονται τέσσερις ιππότες, άνθρωποι του βασιλιά, οι οποίοι είχαν ακούσει τον βασιλιά να μιλά για την απογοήτευσή από τον Μπέκετ και το είχαν ερμηνεύσει ως εντολή να τον σκοτώσουν. Κατηγορούν τον Μπέκετ για προδοσία και συνωμοσία και απαιτούν να απαντήσει στον βασιλιά. Αλλά ο Μπέκετ θέλει η υπόθεσή του να επιλυθεί από τον Πάπα. Εκείνοι ετοιμάζονται να του επιτεθούν, αλλά επεμβαίνουν ιερείς. Οι ιερείς επιμένουν να φύγει και να προστατευτεί, εκείνος αρνείται. Οι ιππότες φεύγουν και ο Μπέκετ επαναλαμβάνει ότι είναι έτοιμος να πεθάνει. Ο χορός στοχάζεται και πάλι την επερχόμενη καταστροφή. Οι ιερείς, τρομοκρατημένοι, κλειδώνονται στον καθεδρικό ναό με τον αρχιεπίσκοπό τους, αλλά ο Μπέκετ ανοίγει ξανά τις πόρτες γιατί η εκκλησία πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλους. Οι τέσσερις ιππότες εισβάλλουν και τον σκοτώνουν, ο Μπέκετ υπομένει αδιαμαρτύρητα το τέλος του.

Στο τέλος του έργου, οι ιππότες απευθύνονται στο κοινό για να υπερασπιστούν τις πράξεις τους. Ενώ το υπόλοιπο έργο είναι σε στίχους, η απολογία τους είναι σε πεζό. Ισχυρίζονται ότι ενώ κατανοούν ότι οι πράξεις τους θα θεωρηθούν δολοφονία, ήταν απαραίτητες και δικαιολογημένες για το κρατικό συμφέρον, έτσι ώστε η δύναμη της εκκλησίας να μην υπονομεύσει τη σταθερότητα του κράτους. Το δράμα τελειώνει με θρήνους του χορού.[7]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θεατρικό έργο έχει διασκευαστεί σε κινηματογραφική και τηλεοπτική ταινία. [8]Η βασισμένη στο δράμα όπερα Assassinio nella cattedrale του Ιλντεμπράντο Πιτσέτι έκανε πρεμιέρα την 1η Μαρτίου 1958 στη Σκάλα του Μιλάνου. [9]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]