Υφηγητής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Υφηγητής (αντίστοιχος προς το γερμανικό Privatdozent) είναι ανώτατος ακαδημαϊκός-πανεπιστημιακός τίτλος σπουδών, αμέσως πριν τον ανώτατο τίτλο του Τακτικού Καθηγητή.

Στην Ελλάδα, ο τίτλος ήταν σε ισχύ από το 1954 μέχρι το 1982[1] και απονεμόταν σε διδάκτορες ύστερα από εκπόνηση διατριβής "επί υφηγεσία" εγκεκριμένη από πανεπιστημιακή επιτροπή. Ο τίτλος των υφηγητών αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο (τομέα πανεπιστημιακού τμήματος), όπως για παράδειγμα Υφηγητής Αστικού Δικαίου σε αντιδιαστολή με το διδακτορικό τίτλο με ευρύ γνωστικό αντικείμενο (πανεπιστημιακού τμήματος), όπως για παράδειγμα Διδάκτωρ Φυσικών Επιστημών.

Συχνά, οι υφηγητές διορίζονταν σε πανεπιστημιακή θέση ως "Εντεταλμένοι Υφηγητές". Μετά την κατάργηση των πανεπιστημιακών εδρών και την αναδιάρθρωση των πανεπιστημιακών βαθμίδων με το Νόμο-Πλαίσιο 1268/1982, οι υφηγητές υπέβαλλαν αιτήσεις για να ενταχθούν στη νέα βαθμίδα των Επίκουρων Καθηγητών.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η Κτηνιατρική Σχολή του Α.Π.Θ., ... απένειμε σε 27 επιστήμονες τον τίτλο του Υφηγητή, όταν αυτός ο τίτλος ίσχυε, δηλαδή από το 1954 μέχρι το 1982. [1][νεκρός σύνδεσμος]