Τραχύ (νόμισμα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άσπρο τραχύ, που κόπηκε από τον σφετεριστή Θεόδωρος Μαγκαφά στη Φιλαδέφεια.

Ο όρος τραχύ, πληθυντικός τραχέα, που σημαίνει "όχι ομαλό", χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα Βυζαντινά νομίσματα που ήταν κοίλα, δηλ. σε σχήμα κυπέλλου (λανθασμένα συχνά αποκαλούμενα "σκυφάτα"), που κόπηκαν από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα. [1] Ο όρος εφαρμόζεται σωστά σε νομίσματα εξ ηλέκτρου, εκ κράματος (billon) ή χάλκινα και όχι στο χρυσό υπέρπυρο. [1]

Το τραχύ εξ ηλέκτρου (δηλ. χρυσάργυρο νόμισμα, όμως μετά εξέπεσε σε αργυρό) ονομαζόταν μερικές φορές και τρικέφαλον και ήταν ίσο με το 1/3 του υπερπύρου. Αυτό κόπηκε από το 1092 (από τη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού) και μετά.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 ODB.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Kazhdan, Alexander, εκδ. (1991). Το λεξικό της Βυζαντίου της Οξφόρδης. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.