Συμβάσεις των Ώλαντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Συμβάσεις των Ώλαντ αποτελούν δύο συμφωνίες που αφορούσαν την αποστρατικοποίηση και την ουδετεροποίηση των νησιών Ώλαντ. Η πρώτη σύμβαση των Ώλαντ υπογράφηκε στις 30 Μαρτίου 1856, μετά τη ρωσική ήττα στον Πόλεμο των Ώλαντ, που αποτελούσε μέρος του Κριμαϊκού Πολέμου. Η Ρωσική Αυτοκρατορία δεσμεύτηκε να μην στρατιωτικοποιήσει τα νησιά Ώλαντ, ούτε να δημιουργήσει ή να διατηρήσει σε αυτά καμία στρατιωτική ή ναυτική εγκατάσταση. Η σύμβαση αυτή αποτέλεσε μέρος της μετέπειτα Συνθήκης των Παρισιού (1856).[1]

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, η Ρωσία στρατικοποίησε τα νησιά, προξενώντας την αντίδραση της Σουηδίας. Το 1921 υπογράφηκε από δέκα κράτη η δεύτερη Σύμβαση των Ώλαντ, η οποία κατατέθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Με τη συμφωνία αυτή επιβεβαιώθηκε το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των νησιών Ώλαντ, καθώς τονίζεται ρητά ότι απαγορεύεται να βρίσκονται στο έδαφός τους στρατιωτικοί σχηματισμοί και στρατιωτικά οχυρωματικά έργα.[2]

Με το τέλος του Σοβιετο-Φινλανδικού πολέμου του 1939-1940, υπογράφηκε στη Μόσχα μια συμφωνία μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Φινλανδίας, που επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τη Σύμβαση του 1921. Ωστόσο, μέσα σε λίγους μήνες, η νέα συμφωνία για την αποστρατιωτικοποίηση παραβιάστηκε από έναν νέο πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ της Φινλανδίας και της ΕΣΣΔ.[3]

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των Νήσων Άλαντ επιβεβαιώθηκε από τις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων του 1947 και συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα. Προκειμένου να διατηρηθεί η σουηδική γλώσσα και ο πολιτισμός στα νησιά, οι νεαροί άνδρες των Ώλαντ δεν υπόκεινται σε στράτευση.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]