Ροζαμούνδη (σύζυγος του Αλβοΐνου)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ροζαμούνδη (σύζυγος του Αλβοΐνου)
Ο Αλβοΐνος εξαναγκάζει τη Ροζαμούνδη να πιεί από το κρανίο του πατέρα της. Πιέτρο ντελλα Βέκια, 1655, 93,5 Χ 102 εκ., Μουσείο Καλών Τεχνών του Λον-λε-Σωνιέ.
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση540 (περίπου)
ΘάνατοςΑύγουστος 572 ή 573[1][2]
Ραβέννα
Αιτία θανάτουδηλητήριο
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΛομβαρδοί
Βασίλειο των Γεπιδών
ΘρησκείαΑρειανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΑλβοΐνος (από 566)[3]
Ελμίχις
ΓονείςΚουνιμούνδος[4]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ροζαμούνδη, γερμ. Rosamund (άκμασε το 572) ήταν κόρη του ηγεμόνα των Γεπιδών και αναγκάστηκε να παντρευτεί τον ηγεμόνα των Λομβαρδών.

Ο Αλβοΐνος και η Ροζαμούνδη, έργο του εργαστηρίου τού Πέτερ-Πάουλ Ρούμπενς.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν κόρη του Κουνιμούνδου ηγέτη των Γεπιδών. Γεννήθηκε σε περίοδο κρίσης, καθώς ο λαός των Γεπιδών πολεμούσε σε μία μάχη με τους Λομβαρδούς το 546, που την έχασαν: οι Λομβαρδοί πρώτα συμμάχησαν με τους Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης και μετά με τους Αβάρους νομάδες εναντίον των Γεπιδών. Οι πόλεμοι αυτοί στοίχησαν τη ζωή τού πάππου της Θουρισίνδου, αλλά και τού θείου της Θουρισμόνδου. Τα δύο γεγονότα αυτά δημιούργησαν ένα μακροχρόνιο μίσος για τους Λομβαρδούς στον πατέρα της Κουνιμούνδο, που το κληροδότησε στην κόρη του.

Αυτή η έχθρα επέφερε έναν τελικό πόλεμο, που έκανε ο Κουνιμούνδος, προσπαθώντας να κερδίσει τα χαμένα εδάφη των Γεπιδών. Ο πόλεμος όμως εναντίον των Λομβαρδών στράφηκε γρήγορα εναντίον των Γεπιδών και η επικράτεια των τελευταίων κατακλύστηκε από ένα μείγμα Λομβαρδών και Αβάρων. Ο πατέρας της αποκεφαλίστηκε και η ίδια σύρθηκε μαζί με πολλούς τού λαού της αιχμάλωτη των Λομβαρδών (δείτε Λομβαρδο-Γεπιδικός Πόλεμος (567)). Τότε ο ηγέτης τους Αλβοΐνος, που είχε χάσει τη σύζυγό του και δεν είχε άρρεν τέκνο, την πήρε ως 2η σύζυγό του. Αυτός έμεινε παροιμιώδης για τη σκληρότητά του απέναντί της. Η πιο διάσημη πράξη σκληρότητάς του αναφέρεται από τον Παύλο τον Διάκονο, που αναφέρει ότι σε ένα ηγεμονικό συμπόσιο στη Βερόνα ο Αλμπόιν, που κουβαλούσε το κρανίο τού νεκρού πατέρα της γύρω από τη ζώνη του, την ανάγκασε να πιεί από αυτό, λέγοντάς της "να πιεί εύθυμα με τον πατέρα της".

Μετά από αυτό η Ροζαμούνδη άρχιζε να σχεδιάζει τη δολοφονία τού Αλβοΐνου. Συναντήθηκε με αυτόν που έφερε τα όπλα του ηγεμόνα, τον Ελμίχη, και έγιναν εραστές. Ο Ελμίχις της πρότεινε να βάλουν τον Περεδέο, "έναν ρωμαλέο άνδρα" να σκοτώσει τον συζυγό της. Ο Περεδέο αρχικά αρνήθηκε να βοηθήσει· αλλά εκείνη τη νύχτα κατά λάθος συνευρέθηκε με τη Ροζαμούνδη, που είχε μεταμφιεστεί σε υπηρέτρια. Όταν έμαθε ότι είχε διαπράξει μοιχεία με τη σύζυγο τού ηγεμόνα, ο Περεδέο, φοβούμενος την τιμωρία από τον Αλβοΐνο, συμφώνησε να συμμετάσχει στη δολοφονική απόπειρα. Μετά από μία μεγάλη εορτή, ο ηγεμόνας μεθυσμένος πήγε για ύπνο· τότε η Ροζαμούνδη διέταξε να δεθεί το σπαθί του Αλβοΐνου στο κρεβάτι του, ώστε αν ξυπνήσει στη μέση της απόπειρας, να μείνει ανυπεράσπιστος. Πράγματι ξύπνησε, αλλά βρέθηκε άοπλος και πέταξε στους επιτιθέμενους ένα σκαμπό. Τελικά σκοτώθηκε, αλλά ο Παύλος ο Διάκονος δεν αναφέρει ποιος από τους δύο το έκανε, ο Ελμίχις ή ο Περεδέο.

Ο Ελμίχις σχεδίαζε αμέσως μετά να νυμφευτεί τη Ροζαμούνδη και να σφετεριστεί την ηγεμονία των Λομβαρδών, ωστόσο αυτό έλαβε λίγη υποστήριξη από τα διάφορα δουκάτα των Λομβαδών. Έτσι ο Ελμίχις και η Ροζαμούνδη πήραν μαζί τους την Αλβσούνδα, μόνο τέκνο του Αλβοΐνου από την 1η σύζυγό του και κατέφυγαν στη Ρωμαϊκή Ραβέννα, έχοντας μαζί τους ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών θησαυρών του Αλβοΐνου. Η Ροζαμούνδη και ο Ελμίχιος παντρεύτηκαν στη Ραβέννα, αλλά σύντομα ήρθαν σε διάσταση, όταν η Ροζαμούνδη, για να αποκτήσει εύνοια, έγινε ερωμένη του έξαρχου Λογγίνου, που τους είχε βοηθήσει να σχεδιάσουν τη δολοφονία του Αλβοΐνου. Ο Λογγίνος της υποσχέθηκε να τη νυμφευτεί και με την παρότρυνσή του η Ροζαμούνδη προσπάθησε να σκοτώσει τον άνδρα της. Μετά δηλ. που εκείνος πλύθηκε, αυτή του πρόσφερε με το χέρι της ποτό, που περιείχε δηλητήριο. Ο Ελμίχιος την ανάγκασε να πιεί από αυτό και έπειτα έγινε αυτόχειρας με τον ίδιο τρόπο.

Η υστεροφημία της[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιπέτειά της ενέπνευσε πολλές μετέπειτα τραγωδίες, βασισμένες στη ζωή της, ιδιαίτερα στην Ιταλία, όπου το λαϊκό τραγούδι "donna Lumbarda" μεταβιβάστηκε στις επόμενες γενιές, εμπνέοντας μετέπειτα αποδόσεις του μύθου. Αναπτύχθηκαν μεσαιωνικά παραμύθια και λαϊκοί θρύλοι. Η πρώτη αληθινή τραγωδία, η Ροζαμούντα του Τζιοβάννι Ρουτσελάι, παίχθηκε για πρώτη φορά το 1525· θα χρησιμεύσει ως βάση για πολλές μεταγενέστερες αφηγήσεις της ιστορίας στην ιταλική γλώσσα, όπως το έργο του Βιτόριο Αλφιέρι με το ίδιο όνομα και ένα έργο του Σαμ Μπενέλι του 1911. Επίσης η συνωμοσία για δολοφονία του Αλβοΐνου ενέπνευσε την ταινία του 1961/62 Ροζαμούντα ε Αλμποΐνο, ή αλλιώς το ξίφος της κατάκτησης, κ.ά. του Κάρλο Καμπογκαλιάνι.

Το 1665 ο Ούρμπαν Χγιάρν έγραψε μία κωμωδία στα Σουηδικά με το ίδιο θέμα, Ροζαμούντα. Είναι το πρώτο έργο σε αυτή τη γλώσσα, που ξέρουμε ότι πράγματι ανέβηκε, ως ψυχαγωγία για τον νεαρό Κάρολο ΙΑ΄, ενώ αυτός σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Στην Αγγλική γλώσσα η ιστορία θεωρήθηκε επίσης ως τραγωδία, αν και δεν προτιμήθηκε τόσο, όσο στην Ιταλική παράδοση. Ήταν το θέμα ποιήματος τού 19ου αι. τού Ρόμπερτ Μπάρτον Αλμπόιν και Ρόζαμοντ και τού υπέρ-τού-Ραφαήλ ποιητή Άλτζερνον-Τσαρλς Σουίνμπαρν στο έργο του Ρόζαμπουντ, βασίλισσα των Λομβαρδών του 1899.

Στη σειρά μυθιστορημάτων για ενήλικες Το ημερολόγιο της πριγκίπισσας της Μεγκ Κάμποτ που εκδίδεται από το 2000, η Ροζιμούνδα ονομάζεται "Ροζαγκούντε". Ενώ η ιστορία του γάμου της με τον Αλβοΐνο είναι η ίδια, στην εκδοχή τής Κάμποτ τής χορηγείται η Τζενόβια από τον βασιλιά των Λομβαρδών ως αμοιβή για τον φόνο του Αλβοΐνου· έτσι η Ροζαμούνδη γίνεται η πρώτη πριγκίπισσα της χώρας αυτής και η πρόγονος τής πρωταγωνίστριας τής σειράς, Μίας Τερμόπολης.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Diaconus, Paulus, Foulke, William Dudley (2004), Historia gentis Langobardorum, Adamant Media Corporation, Boston, p. 81
  • Hodgkin, Thomas (1895), Italy and Her Invaders, volume V, Oxford-Clarendon Press, Clarendon, p. 170
  • Herwig, Wolfram (1997), The Roman Empire and its Germanic Peoples, University of California Press, California, p. 291
  • Guerber, Helene Adeline (1896), Myths and Legends Series: Middle Ages, George C. Harrap & Co., pp. 102-105