Πιερ Φουρνιέ (βιολοντσελίστας)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πιερ Φουρνιέ
Φωτογραφικό πορτραίτο του Πιερ Φουρνιέ, το 1941, από το Στούντιο Αρκούρ.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Pierre Fournier (Γαλλικά)
Γέννηση24  Ιουνίου 1906[1][2][3]
Παρίσι[4][5]
Θάνατος8  Ιανουαρίου 1986[1][2][3]
Γενεύη[6][5]
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[7]
ΣπουδέςΚονσερβατόριο του Παρισιού
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταβιολοντσελίστας
μουσικός παιδαγωγός
ΕργοδότηςΚονσερβατόριο του Παρισιού
Οικογένεια
ΑδέλφιαΖαν Φουρνιέ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΑξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής
Αξιωματικός του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων
Ταξιάρχης του Τάγματος του Λεοπόλδου Β΄
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Άποψη προτομής του Φουρνιέ, στη Γενεύη της Ελβετίας.

Ο Πιερ Φουρνιέ (γαλλικά: Pierre Fournier, Παρίσι, 24 Ιουνίου 1906 - Παρίσι, 8 Ιανουαρίου 1986[8]) ήταν Γάλλος βιολοντσελίστας. Θεωρείται ως εκ των κορυφαίων Γάλλων βιολοντσελιστών, από κοινού με τους Μωρίς Μαρεσάλ, Πωλ Τορτελιέ, Μωρίς Ζαντρόν, Αντρέ Ναβαρά και Πιερ Πενασού.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εγγονός του γλύπτη Λεοπόλντ Μορίς (άγαλμα επί της Πλατείας της Δημοκρατίας, διακοσμήσεις αγγέλων επί της Γέφυρας Αλεξάνδρου Γ΄), υιός του στρατηγού του στρατού ξηράς Γκαστόν Φουρνιέ και της Γκαμπριέλ Μορίς, ο Πιερ Φουρνιέ ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του στο πλευρό της μητέρας του, η οποία και του δίδαξε την τέχνη του πιάνου. Ωστόσο, καθώς έπασχε από πολιομυελίτιδα, στη συνέχεια, αντιμετώπισε δυσκολίες ως προς την χρήση των πεντάλ, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να στραφεί προς ένα διαφορετικό όργανο, το βιολοντσέλο.[9] Αρχικώς, φοίτησε στο πλευρό της Οντέτ Κρετλί, αδερφής του Ρομπέρ Κρετλί, πραγματοποιώντας ιδιαιτέρως ταχεία πρόοδο, με αποτέλεσμα, σε ηλικία δεκατριών ετών, να γίνει δεκτός εντός του Ωδείου του Παρισιού, στην τάξη βιολοντσέλου του Πωλ Μπαζελαίρ, καθώς και, στη συνέχεια, του Άντον Χέκινγκ. Το 1923, έπειτα από συνολικό χρονικό διάστημα σπουδών διάρκειας τεσσάρων ετών, έλαβε το πρώτο βραβείο. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρουσίας του εντός του Ωδείου, παρακολούθησε, επίσης, σπουδές μουσικής δωματίου, στο πλευρό των Καμίγ Σεβιγιάρ και Λυσιέν Καπέ.

Έπειτα από τη βράβευσή του, ξεκίνησε να παίζει μουσική εντός κινηματογράφων, ως συνοδεία ταινιών βωβού κινηματογράφου, καθώς και εντός μουσικών περιπτέρων. Υπήρξε, μεταξύ άλλων, συνεργάτης, εντός του Θεάτρου του Παλαιού Περιστεριώνα, του Αρτύρ Ονεγκέρ, ο οποίος, από τη δική του πλευρά, ήταν υπεύθυνος για τα τύμπανα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1923 και 1928, συνεργάστηκε, επίσης, με το Κουαρτέτο Κρετλί, με το οποίο και προχώρησε στη δημιουργία, μεταξύ άλλων, του Κουαρτέτου του Γκαμπριέλ Φωρέ. Το 1925, ξεκίνησε την προσωπική σταδιοδρομία του ως σολίστ εντός της ορχήστρας συναυλιών Κολόν.

Επί χρονικού διαστήματος διάρκειας δύο ετών, πιο συγκεκριμένα μεταξύ 1937 και 1939, υπήρξε καθηγητής εντός της Ανωτάτης Σχολής Μουσικής του Παρισιού, διαδεχόμενος τον Πάου Καζάλζ, προς τον οποίο, το 1943, οι Αλφρέντ Κορτό και Ζακ Τιμπώ απηύθυναν κάλεσμα προκειμένου να επανενωθούν εκ νέου εντός του δημοφιλούς τρίου τους, σε μια περίοδο κατά την οποία ο Καζάλζ είχε βρει καταφύγιο στο Πραντ, αρνούμενος, πλέον, να παίξει μουσική. Το 1941, ορίστηκε ως καθηγητής βιολοντσέλου εντός του Ωδείου του Παρισιού, όπου και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως καταδότης εβραϊκής καταγωγής φοιτητών[10]. Η κάθαρση σε επίπεδο καλλιτεχνών η οποία και ακολούθησε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως συνέπεια την επιβολή απαγορεύσεως συναυλιών προς τον ίδιο συνολικής χρονικής διάρκειας τριών ετών, λόγω των πολυάριθμων ραδιοφωνικών εκπομπών τις οποίες ο ίδιος είχε ηχογραφήσει για λογαριασμό του Radio Paris. Πάραυτα, ωστόσο, ο ίδιος συνέχισε εκ νέου τη σταδιοδρομία του ως σολίστ και μουσικός δωματίου, συνεργαζόμενος, μεταξύ άλλων, με τον πιανίστα Άρτουρ Σνάμπελ, τον βιολοντσελίστα Γιόζεφ Σίγκετι, καθώς και τον αλτίστα Ουίλιαμ Πρίμροουζ.

To 1948, πραγματοποίησε σημαντική περιοδεία ανά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[11][12] Η επιτυχία της συγκεκριμένης περιοδείας τον ενεθάρρυνε περαιτέρω προκειμένου να παύσει τις διδασκαλικές υποχρεώσεις του εντός του Ωδείου, πράγμα το οποίο και έκανε το 1949, και να αφοσιωθεί πλήρως στη συναυλιακή σταδιοδρομία του.

Το 1956, ο Πιερ Φουρνιέ μετακόμισε εκτός Παρισιού, πιο συγκεκριμένα στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου και εγκαταστάθηκε με το σύνολο της οικογένειάς του, χωρίς, ωστόσο, να παραιτηθεί της γαλλικής υπηκοότητάς του.[11] Το 1959, εμφανίστηκε ζωντανά για πρώτη φορά στην ΕΣΣΔ. Εμφανίστηκε ακόμα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Αφρική, στην Ιαπωνία και στο Φεστιβάλ Αθηνών με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, υπό την διεύθυνση του Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν.[13][14]

Με σημείο εκκίνησης το 1976, ξεκίνησε εκ νέου τη σταδιοδρομία του ως εκπαιδευτικός, μεταξύ άλλων, στη Ζυρίχη, πιο συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια θερινών περιόδων μαθημάτων.

Το 1984, σε ηλικία 78 ετών, εμφανίστηκε ζωντανά σε ρεσιτάλ ενώπιον του Κουίν Ελίζαμπεθ Χολ, στο Λονδίνο. Έπειτα από χρονικό διάστημα δύο ετών, πιο συγκεκριμένα το 1986, απεβίωσε στο Παρίσι.

Καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Φουρνιέ έπαιξε, συνολικά, τρία βιολοντσέλα, πιο συγκεκριμένα, ένα Ζαν-Μπατίστ Βουιγιώμ χρονολογούμενο από το 1863, ένα Ματτέο Γκοφφριλλέρ χρονολογούμενο από το 1722, καθώς και ένα Σαρλ Αντόλφ Μωκοτέλ χρονολογούμενο από το 1849, με το τελευταίο εξ'αυτών να είναι εκείνο το οποίο τον συνόδευσε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαοκτώ ετών της ζωής του, καθώς και εκείνο με το οποίο πραγματοποίησε το σύνολο των ηχογραφήσεών του.

Διάφορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των πολυάριθμων καλλιτεχνών με τους οποίους ο Φουρνιέ συνεργάστηκε, αξίζει να αναφερθούν οι Βίλχελμ Κεμπφ, Τζούλιους Κάτσεν, Χένρικ Σέρινγκ, Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, Νταβίντ Όιστραχ, Φρανσίς Πουλέν, Τζίνο Φραντσεσκάττι, Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ, Λίοπολντ Στοκόβσκι, Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, Ράφαελ Κούμπελικ, Σέργιος Τσελεπιδάκης, Φρίντριχ Γκούλντα και Άρτουρ Ρούμπινσταϊν. Μαθητής του υπήρξε, μεταξύ άλλων, ο Κάρλος Πριέτο.

Παράλληλα, πραγματοποίησε από κοινού εμφανίσεις και ηχογραφήσεις, επίσης, με τον υιό του, Ζαν-Πιερ, δημοφιλή πιανίστα γνωστό υπό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ζαν Φοντά. Από την πλευρά του, ο αδερφός του, Ζαν Φουρνιέ, υπήρξε επίσης μουσικός, πιο συγκεκριμένα βιολοντσελίστας, ενώ η σύζυγος του τελευταίου, η Ζινέτ Ντουαγιέν, υπήρξε αναγνωρίσιμη πιανίστρια.

Το ρεπερτόριο του Φουρνιέ κάλυπτε το σύνολο των ιστορικών περιόδων, πιο συγκεκριμένα εκτινόμενο από τη μπαρόκ μουσική έως τη σύχρονη μουσική, περνώντας από την κλασική μουσική, για την οποία υπήρξε εκ των πρώτων οι οποίοι ανέδειξαν εκ νέου το κονσέρτο για βιολοντσέλο σε ρε μείζονα του Γιόζεφ Χάυντν. Αριθμός συνθετών οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοί του του αφιέρωσαν έργα τους, όπως, μεταξύ άλλων, ο Φρανσίς Πουλέν την σονάτα για βιολοντσέλο του (1948), ο Μπόχουσλαβ Μαρτίνου την πρώτη σονάτα του (1940), οι Αλμπέρ Ρουσέλ, Αρτύρ Ονεγκέρ (1939), Ότμαρ Σόεκ (1947), Ζαν Μαρτινόν (1963) και Φρανκ Μαρτέν (1965-1966) τα κονσέρτα τους, καθώς και ο Τζεμάλ Ρεσίτ Ρέι (1954) τα συναυλιακά κομμάτια του. Το 1937, υπήρξε δημιουργός του κονσερτίνου του Αλμπέρ Ρουσέλ, ενώ το 1955 υπήρξε δημιουργός της δεύτερης εκδοχής του κονσέρτου του Μπόχουσλαβ Μαρτίνου.

Στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνισμού Βιολοντσέλου Ροστροπόβιτς, διοργανωμένου υπό τον Δήμου του Παρισιού, αποδίδεται ειδική βράβευση η οποία φέρει το όνομά του για την καλύτερη ερμηνεία μουσικού έργου χρονολογούμενου από τον 19ο αιώνα.

Ο Πιερ Φουρνιέ έχει τιμηθεί ως αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής, αξιωματικός των Τεχνών και των Γραμμάτων, καθώς και ως ταξιάρχης του Τάγματος του Λεοπόλδου Β΄.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb133229265. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6hx2084. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 14  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 916. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb133229265. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  8. (Αγγλικά) «Pierre Fournier». The Musical Times 127 (1717): 162. 1986. http://www.jstor.org/stable/965506. 
  9. Universalis, Encyclopædia. «PIERRE FOURNIER (1906-1986)». Encyclopædia Universalis (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  10. (Γαλλικά) Birnbaum, Pierre (2014). «La musique durant les années noires». Critique 802 (3): 279-283. doi:10.3917/criti.802.0279. 
  11. 11,0 11,1 «Pierre Fournier, Cellist». www.cello.org. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  12. «Essential Historical Recordings: Pierre Fournier's Envious Cello Mastery». Strings Magazine (στα Αγγλικά). 1 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  13. Holland, Bernard (1986-01-09). «PIERRE FOURNIER IS DEA AT 79; CELLIST TYPIFIED FRENCH STYLE» (στα αγγλικά). The New York Times. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/1986/01/09/obituaries/pierre-fournier-is-dea-at-79-cellist-typified-french-style.html. Ανακτήθηκε στις 2024-02-05. 
  14. «7 ιστορικές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών από τις δεκαετίες του '60 και του '70 που προκαλούν δέος | LiFO». www.lifo.gr. 4 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]