Πέπλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Πέπλος ήταν είδος χιτώνα που φορούσαν οι γυναίκες, ο οποίος ήταν κυρίως μάλλινος και αποτελείτο από ένα μεγάλο ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος που μπορούσε να διπλωθεί και να στερεωθεί (με κουμπιά, καρφίτσες ή πόρπες) με διάφορους τρόπους ώστε να αντανακλά διαφορετικά στυλ. Ο πέπλος φοριόταν ως ένδυμα πλήρους μήκους, καθώς στην αρχαία Ελλάδα οι γυναίκες δεν αποκάλυπταν δημόσια το σώμα τους.

Μία άλλη διαμόρφωση ένδυσης αποτελούσε ο κόλπος δηλαδή η αναδίπλωση του πέπλου – χιτώνα, όπου το πλεονάζον μήκος του ρούχου κρεμόταν διπλωμένο πάνω από την ζώνη. Το ρούχο κοβόταν μακρύτερο από το ύψος του ατόμου που το φορούσε. Το πλεονάζον μήκος διπλωνόταν στη μέση (δημιουργώντας τον κόλπο) και προαιρετικά το πάνω άκρο δημιουργώντας το απόπτυγμα. Για να δημιουργηθεί ο κόλπος, δενόταν ζώνη γύρω από το σώμα κάτω από το στήθος (ψηλά) ή στη μέση (χαμηλά) και η περίσσεια υφάσματος τραβιόταν επάνω. Το ύφασμα έπεφτε πάνω από τη ζώνη για να την κρύψει και συχνά τραβιόταν περισσότερο πίσω από ότι μπροστά και η πτυχή που πρόκυπτε ήταν ο κόλπος. Μια δεύτερη (ορατή) ζώνη μπορούσε να δεθεί πάνω από τον κόλπο για να επαναπροσδιορίσει τη μέση, υψηλή ή χαμηλή όπου το απόπτυγμα μπορούσε να καλύψει ξανά, το χαλαρό, διπλωμένο κάτω μέρος του πέπλου.

Με πιο ψυχρό καιρό, οι αρχαίοι Έλληνες φορούσαν για ζεστασιά ένα μανδύα πάνω από τον χιτώνα, γνωστό ως ιμάτιο. Αυτό το ένδυμα ήταν συνήθως μάλλινο και αποτελείτο από ένα ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος που διπλωνόταν, όπως η ρωμαϊκή τόγκα και εξυπηρετούσε διπλό σκοπό, ειδικά για τους άνδρες, αφού χρησίμευε ως πανωφόρι στους στρατιώτες όταν εκστράτευαν και ως κουβέρτα τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Άλλα είδη μανδύα που έφεραν οι Έλληνες περιλάμβαναν το επίβλημα, ένα σάλι που φορούσαν οι γυναίκες και την χλαμύδα, ένα μικρό μανδύα που φορούσαν κυρίως οι νεαροί άνδρες, οι ταξιδιώτες και οι στρατιώτες.