Ο Πατούχας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Πατούχας
ΣυγγραφέαςΙωάννης Κονδυλάκης
ΤίτλοςΟ Πατούχας
ΓλώσσαΕλληνικά
Ημερομηνία δημιουργίας1892
Μορφήμυθιστόρημα

Ο Πατούχας είναι ηθογραφικό μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη που δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Εφημερίς» το 1892 και εκδόθηκε το 1916.[1]

Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Βιάννο Ηρακλείου, γενέτειρα του συγγραφέα, στα μέσα του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, εποχή κατά την οποία οι Χριστιανοί είχαν αποκτήσει κάποιες ελευθερίες αλλά παρόλο που δεν ήταν «οι προ του 21 ραγιάδες, είχον ακόμη το συναίσθημα του θέσει υποδεέστερου» και ο βαθύς πόθος τους ήταν να αναγκάσουν το συντομότερο τους Τούρκους «να φύγουν στην Κόκκινη Μηλιά».[2]

Το έργο παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό και χιουμοριστικό την ιστορία του Πατούχα, ενός πρωτόγονου και γεμάτου αυθορμητισμό εφήβου, την ξαφνική εισβολή του στη μικρή αλλά ζωντανή κοινωνία του χωριού του, τον εξαιρετικά ιδιότυπο χαρακτήρα του, τα ερωτικά του σκιρτήματα και τις περιπέτειες της προσαρμογής του, με τον έρωτα να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ένταξής του στην κοινωνία.[3]

Το ηθογραφικό πλαίσιο προσφέρει πλούσια λαογραφικά στοιχεία και λεπτομέρειες της αγροτικής ζωής στην Κρήτη. Συγχρόνως, η διεισδυτικότητα των ψυχολογικών παρατηρήσεων προσδίδει στο έργο τις διαστάσεις ψυχογραφήματος και το κατατάσσει στα κλασικά έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. [4]

Το έργο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, την οποία ο συγγραφέας συνδυάζει με κρητικούς ιδιωματισμούς και λαϊκές εκφράσεις στους διαλόγους.

Οι χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μανώλης Σαϊτονικολής, ο επονομασθείς Πατούχας, και άλλοι χαρακτήρες του έργου ήταν γνώριμοι του Κονδυλάκη από όταν ήταν παιδί. Όπως αναφέρει στο διήγημά του Αλέστα! που αναφέρεται στα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης του 1866, δημοσιευμένο το 1895 στην «Εστία», ο συγγραφέας ζει την εξέγερση στο χωριό του, στη Βιάννο, και ανάμεσα σ’ αυτούς που πρωτοστατούν εναντίον των Τούρκων διακρίνεται και ο Μανώλης. [5]Πρόκειται δηλαδή για πρόσωπο υπαρκτό το οποίο ο συγγραφέας, βασισμένος στις αναμνήσεις του και σε διηγήσεις, το προβάλλει σε διαφορετικές συνθήκες, προσθέτοντάς του χαρακτηριστικά που το κάνουν να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.[1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο 18χρονος Μανώλης Σαϊτονικολής «επαρουσιάσθη έξαφνα μίαν Κυριακήν του 1863» στο χωριό του, προς μεγάλη χαρά των γονιών του, ύστερα από πολυετή παραμονή στα βουνά όπου δούλευε βοσκός στη στάνη του πατέρα του, μακριά από τους ανθρώπους, με μοναδική παρέα τα ζώα και μερικούς άλλους ημιάγριους βοσκούς. Στο χωριό κατέβαινε αραιότατα και μόνον κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του για να εκκλησιασθεί και να μεταλάβει, αλλά έφευγε αμέσως μόλις τελείωνε η λειτουργία. Ο λόγος αυτής της απομάκρυνσης από την κοινωνία και της ανθρωποφοβίας του προήλθε από τον φόβο του για το σχολείο, όπου είχε για δάσκαλο «έναν καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα». Έτσι, παρά τις παρακλήσεις και απειλές του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον μορφώσει, κατέφυγε στα βουνά για να σωθεί από τις συνεχείς τιμωρίες, το ξύλο, ακόμη και τη φάλαγγα που εφάρμοζε ο δάσκαλος.[6] Σαν αποτέλεσμα, ανέπτυξε αντικοινωνική συμπεριφορά: «Άμα ευρίσκεται μεταξύ ανθρώπων, τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από πού να φύγει».[2]

Η συμπεριφορά και οι ιδιόρρυθμοι και αγροίκοι τρόποι του αγράμματου και ατίθασου νεαρού, που αγνοούσε και τις στοιχειωδέστερες κοινωνικές συμβάσεις και απαγορεύσεις, σύντομα δημιούργησαν αντιπάθειες και προσέλκυσαν εμπαιγμούς από τους συγχωριανούς του, όπως το παρατσούκλι Πατούχας, επειδή είχε μεγάλα και πλατιά πόδια και τεράστια σωματική διάπλαση.

Ο πρωτόγονος έφηβος με τις αχαλίνωτες ορμές σύντομα ερωτεύεται την Πηγή και μένει μόνιμα στο χωριό. Με τις ευχές των γονιών τους «δίνουν λόγο», ωστόσο, ο πατέρας της Πηγής απαγορεύει τις συναντήσεις των δύο νέων μέχρι τον αρραβώνα και τον γάμο, που θα αργήσει καθώς ο Σαϊτονικολής θέλει να «δαμάσει» πρώτα τον γιο του. Προς μεγάλη απογοήτευση του Μανωλιού, ο γάμος θα γίνει αφού περατωθεί το σπίτι που ο πατέρας του αποφασίζει να του χτίσει. Σε μια τυχαία συνάντηση με την Πηγή, τους συλλαμβάνει ο δύσθυμος αδελφός της - σκηνή κατά την οποία ο Μανώλης προσπαθεί να την πείσει να κλεφτούν και η λογική κοπέλα, παρόλο που ανταποκρίνεται στα αισθήματά του, αρνείται - τον τραυματίζει στα οπίσθια με πυροβολισμό, και ο νεαρός επαναστατεί και αποφασίζει, παρά τη ρητή άρνηση του πατέρα του, να διακόψει τη σχέση του με την Πηγή.

Οι ασυγκράτητες νεανικές ορμές του τον οδηγούν να ερωτευθεί το Μαρούλι, μοσχαναθρεμένη κόρη μιας χήρας η οποία φροντίζει να συναντά συχνά τον νεαρό και συνδαυλίζει την υπόθεση. Όμως, η νεαρή, που μόλις ήρθε από την πολιτεία όπου άλλαξε και το όνομά της στο ευγενέστερο Μαργή, τον θεωρεί αγροίκο, δεν τον θέλει και του το δηλώνει παντοιοτρόπως, αν και ο Μανώλης πιστεύει τη μητέρα της ότι σιγά-σιγά θα τον ερωτευθεί γιατί, όπως του λέει, είναι ο πιο ωραίος νέος του χωριού. Τα μυαλά του παίρνουν περισσότερο αέρα και συνεχίζει να πολιορκεί ενοχλητικά έως και προσβλητικά την κοπέλα, σε σημείο που οι χωριανοί παραπονούνται στον δυστυχή πατέρα του που, αποκαρδιωμένος, δηλώνει ότι θα τον αποκληρώσει για τις «κουζουλάδες» του.

Από την οργή του πατέρα του σώζεται ως εξής: Σε ένα γλέντι σε χριστιανικό σπίτι, όπου ο Μανώλης έκανε και επίδειξη των χορευτικών του ικανοτήτων, «άλλοτε μεν εξέπεμπε στεναγμούς, άλλοτε δε ουρλιαστικάς επιφωνήσεις ενθουσιασμού» και κατατρόμαζε τις γυναίκες με «συριγμούς τόσον οξείς και δυνατούς ώστε αι γυναίκες έφραζαν τ'αυτιά των», εμφανίζονται μερικοί νεαροί Τούρκοι που θέλουν να συμμετάσχουν. Ο προεστός του χωριού προσπαθεί να τους απομακρύνει ευγενικά αλλά αυτοί αρνούνται, τότε ο Μανώλης τους επιτίθεται και μαζί με μερικούς άλλους νέους τους ξυλοκοπούν και τους κυνηγούν ως τον τούρκικο μαχαλά. Για να αποφύγουν τη σύλληψη, καταφεύγουν στα βουνά.

Μετά από 3 μήνες οι Τούρκοι παύουν την καταδίωξη και ο Μανώλης επανεμφανίζεται στο χωριό, αυτή τη φορά έχει γίνει το αντικείμενο του θαυμασμού των συγχωριανών του. Παρόλα αυτά, το Μαρούλι εξακολουθεί να τον απορρίπτει και αυτός αποφασίζει να την απαγάγει, με τη σύμφωνη γνώμη της μάνας της. Μια νύχτα, μεθυσμένος, μπαίνει στο σπίτι της χήρας, κλέβει την κόρη κοιμισμένη και καταφεύγει στο σπίτι του, που πλέον έχει ολοκληρωθεί. Προς μεγάλο του αποτροπιασμό όμως ανακαλύπτει ότι δεν ήταν η κόρη αυτή που έκλεψε αλλά η μητέρα της, η χήρα που είχε αναπτύξει αισθήματα γι' αυτόν και ήδη τον προέτρεπε να εγκαταλείψει την ιδέα γάμου με νεαρή αλλά να βρει μια ώριμη γυναίκα που να τον αγαπά και να τον εκτιμά, αν και ο Μανωλιός δεν καταλάβαινε τα υπονοούμενα.

Απελπισμένος από το ρεζίλεμά του, σκέφτεται την κατάσταση όλη μέρα, αν και «τί συνέβη ακριβώς εις την κουζουλήν εκείνη κεφαλήν δεν δυνάμεθα να γνωρίζομεν», επιστρέφει στο πατρικό του και, προς τέρψη και αγαλλίαση των γονιών του, τους ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί την Πηγή, ο γάμος τους κανονίζεται σύντομα. [2]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα έχει διασκευαστεί για το θέατρο,[7] το ραδιόφωνο,[8] στην κινηματογραφική ταινία του 1963 Ένας ντελικανής και στον Πατούχα του 1972. [9][10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]