Ο Μορμόλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Μορμόλης είναι ο τίτλος θεατρικού έργου για παιδιά, το οποίο γράφτηκε από τον Γερμανό θεατρικό συγγραφέα Ράινερ Χάχφελντ. Στην Ελλάδα παίχτηκε τρεις φορές απ' την Παιδική Σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου. Η 1η ήταν τη χειμερινή θεατρική περίοδο 1973 - 1974, η 2η τη χειμερινή θεατρική περίοδο 1985 - 1986 και η 3η τη χειμερινή θεατρική περίοδο 1994 - 1995. Η πρώτη στο Θέατρο Αθηνά και οι υπόλοιπες δύο στο Θέατρο Πόρτα.

Υπόθεση του έργου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κύριος Αγησίλαος και η κυρία Πολυξένη Χαζοπέτρου είχαν ένα όμορφο σπίτι στην εξοχή. Κάθε καλοκαίρι περνούσαν τις διακοπές τους μαζί τους και τα δυο ανίψια τους, η Μάντα και ο Ρίκης κι έπαιζαν στον πανέμορφο κήπο τους. Μια μέρα εκεί που έπαιζαν, ο Ρίκης βρήκε στην αποθήκη η οποία βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού ένα παλιό ξύλινο κουτί, το οποίο βάφτισαν Μορμόλη. Από κείνη την ημέρα, ανάμεσα στα δυο παιδιά και σε αυτό το κουτί δημιουργήθηκε ένας πολύ στενός δεσμός και δεν μπορούσαν να το αποχωριστούν. Φαντάζονταν πως ο Μορμολης ήταν ζωντανός και κουβέντιαζαν μαζί του όπως θα κουβέντιαζαν με μια κούκλα ή με ένα αρκουδάκι. Όμως δυστυχώς οι μεγάλοι αυτό δεν το καταλάβαίνανε. Εκνευρίζονταν και ήθελαν να πάρουν το Μορμόλη και να τον καταστρέψουν. Η Μάντα και ο Ρίκης κάθε φορά που ο θείος τους και η θεία τους τους ρωτούσαν τι ήταν ο Μορμόλης τους απαντούσαν: «Ο Μορμόλης είναι ο Μορμόλης». Λοιπόν ένα πρωί ο κύριος Χαζοπέτρος είπε στη γυναίκα του πως έπρεπε επιτέλους να λύσουν αυτή τους την απορία κι άρχισαν να ρωτούν όλους τους γείτονές τους, όμως απ' όλους όσους ρώτησαν πήραν την απάντηση πως δεν ήξεραν καν τι ήταν ο Μορμόλης. Τελευταίο άφησαν τον κύριο Μπουρίνια του οποίου το σπίτι ήταν ακριβώς απέναντι απ' το δικό τους και συνέχεια παραπονιόταν πως τα παιδιά έκαναν φασαρία και τον ενοχλούσαν. Αυτός λοιπόν τους είπε πως το Μορμόλη τον γνώριζε και μάλιστα πολύ καλά. Μόλις η κυρία Χαζοπέτρου ρώτησε τι άνθρωπος ήταν ο Μορμόλης, ο Μπουρίνιας απάντησε πως δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα κουτί, πράγμα το οποίο έκανε και τους δυο ν' απορήσουν περισσότερο. Λοιπόν ρώτησαν: «Ένα κουτί;» Κι ο Μπουρίνιας απάντησε πως ήταν ένα κουτό κουτί και τίποτα παραπάνω.

Στη συνέχεια, μιας και σε όλο το έργο ήταν φανερά εκνευρισμένος με τα παιδικά παιχνίδια, πήγε και κατέστρεψε το κουτί. Έπειτα η θεία φώναξε τα παιδιά και τους είπε ότι το παιχνίδι τους χάλασε. Όμως, τα παιδιά είχαν διαφορετική γνώμη και ονόμασαν Μορμόλη ένα μπουρί σόμπας. Τότε ο Μπουρίνιας πήγε και το έκοψε στα δύο αλλά τα παιδιά φωνάξαν: «Τώρα έχουμε 2 Μορμόληδες». Μετά το έκοψε στα 3 στα 4 και έπειτα στα 5 αλλά τα παιδιά κάθε φορά φωνάζαν πως έχουν 3,4 και 5 Μορμόληδες. Έτσι, στο τέλος του έργου ακόμη και ο Θείος και η Θεία έχοντας πειστεί ότι όλα αυτά τα αντικείμενα έγιναν Μορμόληδες λένε στον κ. Μπουρίνια: «Πάψε πια να γκρινιάζεις λέει ο Μορμόλης»! Το έργο ολοκληρώνεται με τραγούδι που αφήνει το νόημα πως όλα μπoρούν να γίνουν «Μορμόλης» στα χέρια των παιδιών κάτι που παραπέμπει στο αέναο παιδικό παιχνίδι και στην αστείρευτη παιδική φαντασία που ζωντανεύει τα πάντα γύρω μας.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ντουντούμη σε μετάφραση Παναγιώτη Σκούφη.