Ομφάλη (νουβέλα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ομφάλη
Ο Ηρακλής στα πόδια της Ομφάλης
ΣυγγραφέαςΘεόφιλος Γκωτιέ
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1834
Μορφήδιήγημα

Η Ομφάλη (γαλλικός τίτλος: Omphale) είναι φανταστική νουβέλα του Τεοφίλ Γκωτιέ, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1834, με υπότιτλο Η ερωτευμένη ταπισερί, ιστορία ροκοκό.[1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αφηγητής αφηγείται ένα γεγονός που βίωσε στα δεκαεπτά του, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο.

Οι γονείς του τον είχαν στείλει να περάσει μερικές εβδομάδες με τον θείο του, ιδιοκτήτη ενός παλιού σπιτιού σε στυλ ροκοκό. Οι τοίχοι του δωματίου του ήταν καλυμμένοι με μια ταπετσαρία που απεικόνιζε μια μυθολογική σκηνή: Ο Ηρακλής στα πόδια της Ομφάλης. [2]Όταν το είδε για πρώτη φορά, ο αφηγητής εντυπωσιάστηκε αμέσως από την ομορφιά του. Αργότερα, καθώς ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο, ένοιωσε ότι τα μάτια της Ομφάλης είχαν κινηθεί και είχε γυρίσει το κεφάλι της.[3]

Ηρακλής και Ομφάλη, Φρανσουά Μπουσέ, 1735, Μουσείο Πούσκιν

Μια άλλη νύχτα, είδε ένα παράξενο όνειρο στο οποίο, αφού μια ριπή ανέμου από το ανοιχτό παράθυρο έφτασε μέσα στο δωμάτιο, η Ομφάλη βγήκε από τον τοίχο και του μίλησε. Του είπε ότι δεν θέλει να του κάνει κακό, ότι είναι η μαρκησία ντε Τ*** που ο σύζυγός της τη ζωγράφισε ως βασίλισσα της Λυδίας και ότι τον έχει ερωτευθεί. Τη σκηνή διέκοψε ο Μπατίστ, ο υπηρέτης του θείου του, που μπήκε στο δωμάτιο. Ο αφηγητής, που νόμιζε ότι ονειρευόταν, βρίσκει έκπληκτος το παράθυρό του ανοιχτό αλλά ήταν βέβαιος ότι το είχε κλείσει πριν κοιμηθεί.

Το επόμενο βράδυ, η μαρκησία έφυγε πάλι από την ταπισερί μόλις ο νεαρός ξάπλωσε. Άρχισαν να συζητούν και τελικά έγιναν εραστές.[4]

Οι επόμενες μέρες εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο: ο αφηγητής αδημονεί όλη μέρα, περιμένοντας τη νύχτα που θα συναντήσει την ερωμένη του. Αλλά ο θείος παραξενεύτηκε από τη συμπεριφορά του νεαρού. Κατέληξε να υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει στο δωμάτιο τη νύχτα και προσπάθησε να τον παρακολουθήσει. Μην έχοντας κάποιο αποτέλεσμα, έστειλε τον αφηγητή πίσω στους γονείς του και αφαίρεσε την ταπετσαρία.

Μετά το θάνατο του θείου, η περιουσία του πωλήθηκε. Μια μέρα, σε έναν παλαιοπώλη, ο αφηγητής βρίσκει αυτό που πιστεύει ότι είναι η διάσημη ταπισερί. Μη έχοντας μαζί του το χρηματικό ποσό για να προχωρήσει άμεσα στην αγορά, λέει στον έμπορο ότι θα επιστρέψει σύντομα. Όταν επιστρέφει, η ταπετσαρία μόλις είχε πωληθεί σε έναν Άγγλο.[5][6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]