Νησί Παντελεήμονος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις δείτε: Παλαιός Παντελεήμονας Πιερίας, Νέος Παντελεήμονας Πιερίας, Παντελεήμων Κιλκίς.

Περίληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1992 στο πλαίσιο προγράμματος εντοπισμού αρχαιολογικών θέσεων υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο καθ. Αρχαιολογίας Αντώνης Ζώης διεξήγαγε αυτοψία στο ακρωτήριο «Νησί Παντελεήμονος», στα νοτιοδυτικά του Κόλπου Μεραμπέλου (νομός Λασιθίου). Εντοπίστηκαν λείψανα μεγάλου ελληνιστικού κτηρίου ενός οικισμού που συνήθως ταυτίζεται με την αρχαία πόλη του Ιστρώνος.

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα νοτιοδυτικά παράλια του κόλπου Μεραμπέλου, σε απόσταση περ. 12 χλμ. από τον Άγιο Νικόλαο και πλησίον του σύγχρονου οικισμού Καλό Χωριό εισέρχονται στη θάλασσα από δυσμάς προς ανατολάς τέσσερα ακρωτήρια, ο Πρινιάτικος Πύργος, το Νησί Παντελεήμονος, το Νησί Ηλία και το Βρυονήσι, μεταξύ των οποίων σήμερα σχηματίζονται αγκυροβόλια, αν και η περιοχή έχει από την αρχαιότητα υποστεί σημαντικές γεωλογικές μεταβολές. Στα ακρωτήρια υπάρχουν σημαντικά αρχαία οικιστικά ή κτηριακά λείψανα. Ειδικά στο Νησί Παντελεήμονος, το οποίο έχει τη μορφή μικρής χερσονήσου, έχουν εντοπιστεί λείψανα οικισμού που χρονολογείται από τα αρχαϊκά μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια και συνήθως ταυτίζεται με την αρχαία πόλη του Ιστρώνος. Επιγραφικές μαρτυρίες εμφανίζουν τoν τελευταίo κατά τον 3ο αιώνα π. Χ. –μαζί με την Κνωσό και άλλες κρητικές πόλεις– ως σύμμαχο της Μιλήτου (IC I, VIII 6), ενώ συνθήκη ασυλίας με την Τέω ορίζει την ανάρτησή της στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος του Ιστρώνος (IC I, XIV 1). Εντός του 2ου αιώνα η πόλη φαίνεται ότι χάνει την αυτονομία της, καθώς δεν απαντάται στη συνέχεια και, πιθανότατα, ενσωματώνεται στην επικράτεια της Λατούς ή της Ιεράπυτνας.

Η ιστορία των ανασκαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Νησί Παντελεήμονος δεν έχουν ακόμη διεξαχθεί συστηματικές ανασκαφές. Περιηγητές τοποθετούσαν τον Ιστρώνα είτε στην ενδοχώρα είτε στα παράλια της περιοχής γύρω από το Καλό Χωριό, η οποία στα νεώτερα χρόνια διατηρούσε και το αρχαίο τοπωνύμιο. Κατά τα έτη 1910 και 1912, όταν η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Edith Hall ανέσκαπτε σημαντικό οικισμό της ύστερης εποχής του χαλκού-πρώιμης εποχής του σιδήρου στο λόφο του Βρόκαστρου, στα νοτιοανατολικά του Νησιού, έστρεψε το ενδιαφέρον της και προς το τελευταίο, όπου το 1912 φαίνεται ότι προέβη σε μια δοκιμαστική τομή προκειμένου να αποσαφηνίσει αδρά τη χρονολόγηση των οικιστικών καταλοίπων του. Πρώτοι οι Βρετανοί αρχαιολόγοι John Pendlebury και Ian Sanders συσχέτισαν το Νησί Παντελεήμονος με τον αρχαίο Ιστρώνα, ο δεύτερος, μάλιστα, τονίζοντας ότι εκεί κυριαρχούν κατάλοιπα της ελληνιστικής εποχής. Το 1992 ο καθηγητής Αρχαιολογίας Αντώνης Ζώης στο πλαίσιο ανασκαφής της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε μινωικό οικισμό στη θέση «Βασιλική» Ιεράπετρας (βλ. σχετικό λήμμα) διεξήγαγε παράλληλο πρόγραμμα αναγνωρίσεως αρχαιολογικών θέσεων υπό τον τίτλο «Αρχαιοδρομίες» κατά το οποίο προέβη σε αυτοψία στο Νησί, εντοπίζοντας, μεταξύ άλλων, λείψανα κτηρίου που τοποθέτησε στα ελληνιστικά χρόνια. Τη θέση ερεύνησε εκ νέου και χαρτογράφησε η αρχαιολόγος Barbara Hayden κατά τη διάρκεια του προγράμματος επιφανειακής έρευνας «Vrokastro Regional Survey Project» του Πανεπιστημίου της Pennsylvania, υπό την αιγίδα της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δημοσιεύθηκαν κατά τα έτη 2003-2005 σε τρεις τόμους (τα αφορώντα το Νησί Παντελεήμονος βρίσκονται κυρίως στον δεύτερο).

Το ελληνιστικό κτήριο και ο οικισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζώης επεσήμανε κάποια καρστικά βυθίσματα στη χερσόνησο του Νησιού, τα οποία συνέδεσε με πιθανή λατόμευση σιδερόπετρας κατά την αρχαιότητα, αν και δεν εντόπισε ίχνη σχετικής δραστηριότητας. Στη συνέχεια, εντόπισε κτηριακά κατάλοιπα προς το εσωτερικό της χερσονήσου, σε σημείο που δεν καλυπτόταν από βλάστηση. Ομιλεί για θεμελιώσεις «πολύ μεγάλου κτηρίου με καλώς τετραγωνισμένους χώρους», το οποίο χαρακτηρίζει ως ιδιωτικό και το χρονολογεί στα ελληνιστικά χρόνια, υπογραμμίζοντας την παρουσία φθαρμένων οστράκων της αυτής εποχής και την απουσία μινωικής ή ρωμαϊκής κεραμικής στο Νησί. Την ύπαρξη ελληνιστικών παρά ρωμαϊκών αρχαιοτήτων στη χερσόνησο είχε τονίσει προηγουμένως και ο Sanders.

Μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με τη μορφή του οικισμού παρέσχε το αμερικανικό πρόγραμμα επιφανειακής έρευνας, καθώς το 1999 χαρτογραφήθηκαν τα ορατά κτηριακά λείψανα του Νησιού (Hayden 2004, εικ. 38-39). Καλύτερα διατηρημένα είναι τα κτίσματα της «Περιοχής Α» στο νοτιοανατολικό μέρος της χερσονήσου, στη θέση «Βίσαλο», όπου η ξηρά προεξέχει προς τα ανατολικά. Εκεί βρέθηκαν τοίχοι κτηρίων κατασκευασμένοι από ασβεστολιθικές πέτρες στους οποίους, όμως, είναι εντοιχισμένες και επιμελώς κατεργασμένες λιθόπλινθοι. Τα κτίσματα φαίνεται ότι ήταν αρκετά μεγάλων διαστάσεων με δωμάτια και εσωτερικούς αύλειους χώρους, ενώ σύμφωνα με τους μελετητές τους είχαν πιθανώς δημόσιο ή εμπορικό χαρακτήρα καθότι στα νοτιοανατολικά βρισκόταν και το μοναδικό υπήνεμο λιμάνι του Νησιού. Ο οικισμός εκτεινόταν επίσης στα νότια, δυτικά και βόρεια τμήματα της χερσονήσου, στα οποία και εντοπίστηκαν τοίχοι αρκετά κατεστραμμένων κτηρίων με λίγα ή περισσότερα επιμέρους δωμάτια.

Βάσει της περιγραφής, η ακριβής ταύτιση του κτηρίου που εντόπισε ο Ζώης δεν είναι εύκολη. Αναφέρει, πάντως ρητά ότι βρισκόταν σε σημείο κοντά στην επίπεδη κορυφή του Νησιού και σε μικρή απόσταση από σύγχρονη εξοχική κατοικία. Το κτίσμα προφανώς βρισκόταν στην περιοχή C της μεταγενέστερης επιφανειακής έρευνας, δηλαδή στην κεντρική περιοχή πλησίον της κορυφής της χερσονήσου. Εκεί, μεταξύ άλλων, εντοπίστηκαν από βορρά προς νότο δύο μεγάλα κτήρια, ήτοι ένα επίμηκες στενό κτίσμα διαστάσεων 8x27 μ. (αρ. 37-38) με εσωτερικά χωρίσματα καθώς και κτίσμα σε σχήμα Γ με δωμάτια (αρ. 40-44), ενώ πιο κοντά στη σύγχρονη κατοικία βρίσκονται δύο περαιτέρω ελεύθερα ιστάμενα δωμάτια (αρ. 44-45). Επομένως, το μεγάλο κτήριο που περιέγραψε ο Ζώης θα μπορούσε να είναι ένα από τα δύο πρώτα. Σχετικά με την ιστορία του οικισμού, τα συμπεράσματα της επιφανειακής έρευνας έδειξαν ότι η κεραμεική που βρέθηκε στο Νησί Παντελεήμονος χρονολογείται από τον 7ο μέχρι και τον αιώνα 2ο π. Χ. Φαίνεται ότι μετά την εγκατάλειψη του οικισμού του Βρόκαστρου κατοικήθηκαν κατά τον 7ο αιώνα οι παράλιες θέσεις και το Νησί αποτέλεσε τον κύριο οικιστικό πυρήνα του Ιστρώνος. Η πόλη εκτεινόταν προς τα ανατολικά του σημερινού ακρωτηρίου, όπου τώρα διακρίνονται καταποντισμένα κτηριακά κατάλοιπα, ενώ λείψανα του τείχους εντοπίστηκαν στη νοτιοανατολική γωνία της Νήσου. Το τελευταίο, που πιθανώς προστάτευε και το ανατολικό λιμάνι, μάλλον εκτεινόταν προς ανατολάς επί της τότε υπάρχουσας στεριάς μέχρι το Νησί Ηλία, όπου εντοπίστηκε τμήμα αντίστοιχου οχυρωματικού περίβολου στη νοτιοδυτική πλευρά του. Έρευνες που ξεκίνησαν το 2005 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα στο ακρωτήριο του Πρινιάτικου Πύργου δείχνουν ότι τουλάχιστον από τα πρώιμα κλασικά χρόνια υπήρχε εκεί ένας «δυτικός οικισμός» της πόλης. Μάλιστα, κατά την ύστερη κλασική-ελληνιστική περίοδο φαίνεται ότι επιβλήθηκε ένα εναρμονισμένο πολεοδομικό σχέδιο στα δύο ακρωτήρια. Η πόλη ίσως επεκτεινόταν και στα νότια της χερσονήσου, ενώ στα νοτιοδυτικά της βρισκόταν πιθανώς και η νεκρόπολη. Αναδύεται η εικόνα ενός ακμάζοντος οικισμού με τις διοικητικές, λατρευτικές και εμπορικές δραστηριότητες να εστιάζονται στο Νησί Παντελεήμονος και την οικιστική ζώνη να καταλαμβάνει και τον Πρινιάτικο Πύργο. Μολαταύτα, ο οικισμός δε φαίνεται να άντεξε τον ανταγωνισμό των μεγαλύτερων πόλεων που ηγεμόνευαν την περιοχή του Κόλπου Μεραμπέλου και προς το τέλος του 2ου αιώνα π. Χ. έχασε την αυτονομία του. Σε ό,τι αφορά στο Νησί Παντελεήμονος, τούτο ίσως εγκαταλείφθηκε βαθμηδόν, καθότι τα έως τώρα στοιχεία δεν τεκμηριώνουν ύπαρξη οικισμού στη χερσόνησο κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Έργον 1992, 103.
  • Α. Α. Ζώης, Ανασκαφή Βασιλικής Ιεράπετρας, ΠΑΕ 1992, 242-243.
  • Α. Α. Ζώης, Ανασκαφή Βασιλικής Ιεράπετρας 1992. Ημερολόγιο και έκθεση εργασιών. Κείμενο και εποπτικό υλικό (Αθήνα 2006), 32-33, 323-324.
  • E. H. Hall, Excavations in Eastern Crete Vrokastro (Philadelphia 1914), 85 πίν. 17.
  • J. D. S. Pendlebury et al., Journeys in Crete, 1934, BSA 33, 1932-1933, 80-100, κυρίως 95.
  • Ν. Πλάτων, Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1959, Κρητ. Χρον. 13, 1959, 388 [θέση «Κατεβατή»].
  • I. F. Sanders, Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine Crete (Warminister-Wilts 1982), 142 αρ. 3/16.
  • B. J. Hayden et al., The Vrokastro Survey Project, 1986-1989. Research Design and Preliminary Results, Hesperia 61, 1992, 293-353, κυρίως 329-333.
  • B. J. Hayden, ΑΔ 54, 1999 (2006) Β2, Χρον., 879.
  • K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit (Heidelberg 2002), 61.
  • B. J. Hayden, The Roman Period in the Vrokastro Area, Eastern Crete: Settlement Pattern, Sites, and Subsistence, σε: M. Livadiotti – I. Simiakaki (επιμ.), Creta romana e protobizantina. Αtti del congresso internazionale, Iraklion, 23-30 settembre 2000 (Padova 2004), τ. ΙΙ, 269-280.
  • B. J. Hayden et al., Reports on the Vrokastro Area, Eastern Crete. Volume 2: The Settlement History of the Vrokastro Area and Related Studies (Philadelphia 2004), σποράδην, κυρίως 167-171, 347-350, 383-386 εικ. 38-39.
  • P. Perlman, Crete, in: M. M. Hansen – Th. H. Nielsen (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Center for the Danish National Research Center (Oxford-New York 2004), 1167 αρ. 964.
  • Β. Ζωγραφάκη, ΑΔ 63, 2008 (2014) Β2, Χρον., 1188 [Καλό Χωριό, ελληνιστική ταφή].
  • B. J. Hayden – M. Tsipopoulou, The Priniatikos Pyrgos Project, Preliminary Report on the Rescue Excavation of 2005-2006, Hesperia 81, 2012, 507-584, κυρίως 554-556.
  • N. Coutsinas, Défenses crétoises. Fortifications urbaines et défense du territoire en Crète aux époques classique et hellénistique (Paris 2013), 202-204, 412 αρ. κατ. 11 εικ. 54-55.
  • B. J. Hayden, Priniatikos Pyrgos and its Territory: Results of Survey and Excavation, σε: B. P. C. Molloy – Ch. N Duckworth (επιμ.), A Cretan Landscape through Time: Priniatikos Pyrgos and Environs (Oxford 2014), 15-22, κυρίως 20.