Ναυμαχία της Μεθώνης (1500)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ναυμαχία της Μεθώνης
Η ναυαρχίδα "Göke" του Οθωμανού κουρσάρου και ναυάρχου Κεμάλ Ρέις, το 1495, σε μικρογραφία (Βιβλιοθήκη του Παλατιού Τοπ Καπί, Topkapı Palace Library, Κωνσταντινούπολη).
Χρονολογία24 Ιουλίου 1500[1]
ΤόποςΜεθώνη, Σαπιέντζα, Ιόνιο Πέλαγος
ΈκβασηΝίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Κεμάλ Ρέις
Τζερόνιμο Κονταρίνι
Δυνάμεις
Άγνωστος αριθμός πλοίων
Απώλειες
Άγνωστες

2 γαλέρες (1 βυθίστηκε, 1 αιχμαλωτίσθηκε)

  • Σημαντικές φθορές στη ναυαρχίδα και άλλα πλοία του στόλου

Με τον όρο Μάχη της Μεθώνης ή Ναυμαχία της Μεθώνης, αναφέρεται η ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 1500, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και κατάληψης - άλωσης της πόλης της Μεθώνης, που ως τότε ήταν ενετική κτήση, από τους Οθωμανούς. Η ναυμαχία αυτή είναι επίσης γνωστή και ως Μάχη της Σαπιέντζας του 1500 (αγγλικά: Battle of Sapienza, τουρκικά: Modon Deniz Muharebesi ή Sapienza Deniz Muharebesi) ή Δεύτερη Μάχη του Λεπάντο (αγγλικά: Second Battle of Lepanto), που προερχόταν από τη μεσαιωνική ονομασία της Ναυπάκτου, η οποία κατελήφθη το προηγούμενο έτος, το 1499, από τους Οθωμανούς. Η ναυμαχία αυτή ήταν μια επιμέρους μάχη του Δεύτερου Βενετοτουρκικού πολέμου (1499–1503).[2]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ήττα των Ενετών στη Ναυμαχία του Ζόγκλου, γνωστής και ως η Πρώτη Μάχη του Λεπάντο, τον Αύγουστο του 1499, ακολούθησε η κτήση, από τους Οθωμανούς, της πόλης της Ναυπάκτου, η οποία τότε αναφερόταν ως το Λεπάντο. Τον Δεκέμβριο του 1499 οι Βενετοί επιτέθηκαν και επανέκτησαν πρόσκαιρα τη Ναύπακτο, έχοντας την ελπίδα να ξανακερδίσουν τα εδάφη που έχασαν με τη προηγούμενη ναυμαχία. Όμως ο Οθωμανός κουρσάρος και ναύαρχος Κεμάλ Ρέις (περ. 1451–1511) έφυγε από την Κεφαλονιά, όπου είχε σταθμεύσει και επανέφερε στους Οθωμανούς τη Ναύπακτο. Ο ίδιος παρέμεινε στη Ναύπακτο, από τον Απρίλιο έως τον Μάιο του 1500, χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια ολόκληρη "στρατιά" από 15.000 Οθωμανούς τεχνίτες, που είχαν μεταφερθεί από την ευρύτερη περιοχή, επισκεύασαν τα πλοία του.

Η Βενετική Δημοκρατία μετά την άλωση της Ναυπάκτου, απέστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ (αναφορά Κ. N. Σάθα: Βαϊαζίτης) την επιστροφή της «αδίκως κυριευθείσης Ναυπάκτου, την απελευθέρωσιν των φυλακισθέντων Ενετών υπηκόων, και επί τέλους την ειρήνην». Ο Βαγιαζήτ Β΄ απάντησε ότι «αν αληθώς η Δημοκρατία επεθύμει την ειρήνην ευκόλως ηδύνατο να την απολαύση, παραχωρούσα αυτώ την Μεθώνην, Κορώνην, και Ναύπλιον», ενώ παράλληλα επισπεύδοντας τον πόλεμο διέταξε όλο το ιππικό του να μεταβεί στην Πελοπόννησο, ενώ ο ίδιος αναχώρησε, από την Κωνσταντινούπολη, επικεφαλής στόλου αποτελουμένου από διακόσια πλοία.[3] Οι Ενετοί μόλις έμαθαν την απόφαση του σουλτάνου διέταξαν επίσης την πολεμική προετοιμασία και την προμήθεια εφοδίων σε όλες τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο και το Ιόνιο Πέλαγος.

Αντίστοιχα, μετά τον Μάιο, ο Κέμαλ Ρέις αναχώρησε από τη Ναύπακτο και έβαλε πλώρη προς τα ενετικά λιμάνια του νησιού της Κέρκυρας βομβαρδίζοντάς τα.

Το οθωμανικό ιππικό μόλις έφθασε στην Αργολίδα προσπάθησε να καταλάβει την περιοχή πέριξ του Ναυπλίου, αλλά λόγω των μεγάλων ζημιών που υπέστη διατάχθηκε από τον Βαγιαζήτ Β΄, που είχε εντωμεταξύ καταπλεύσει στον αργολικό κόλπο να μεταβεί στη Μεσσηνία. Ο σουλτάνος μαζί με τους επικεφαλής της στρατιάς του αποφάσισε πριν από την πιθανή πολιορκία της Μεθώνης να εκβιασθεί με όποιο δυνατό μέσο η άλωση της καστροπολιτείας της παλαιότερης Πύλου (Junca), δηλαδή το Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου, το οποία βρισκόταν πάνω στο Ακρωτήριο του Ζόγκλου. Αλλά η ύπαρξη ισχυρής ελληνοενετικής φρουράς στην πόλη αυτή ανάγκασε τους Οθωμανούς να επιλέξουν τελικά την πολιορκία της Μεθώνης.[3]

Το ίδιο διάστημα ο αρχιστράτηγος της Βενετικής Δημοκρατίας Τζερόνιμο Κονταρίνι ή Ιερώνυμος Κονταρίνι (ιταλικά: Geronimo Contarini, αγγλικά: Hieronymus Contarini)[1] αναθαρρώντας από τις δυο συνεχόμενες αποτυχίες των Οθωμανών, αποφάσισε να μη περιορισθεί αμυνόμενος και έτσι σαλπάροντας από την παλαιά Πύλο με όλο τον βενετικό στόλο κατευθύνθηκε προς τη Μεθώνη, προκειμένου να ενισχύσει την άμυνα της πόλης και να παρέχει πολεμοφόδια και τρόφιμα στους πολιορκούμενους. Αλλά πριν ακόμα πλησιάσει ο ενετικός στόλος, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, που είχε στρατοπεδεύσει στη νήσο Σαπιέντζα, απέναντι από την πόλη και το λιμάνι της Μεθώνης, διέταξε εκατό γαλέρες να σπεύσουν σε απάντησή του.[3] Έτσι ο Κεμάλ Ρέις (αναφορά Κ. N. Σάθα: Κιαμάλ μπέης), έρχεται και πάλι, μετά τη νικηφόρα Ναυμαχία του Ζόγκλου, αντιμέτωπος με τον ενετικό στόλο. Στις 24 Ιουλίου του 1500, σύμφωνα με κάποιες πηγές[1] ή τον Αύγουστο του 1500, σύμφωνα με άλλες πηγές,[4] ξεκινά η ναυμαχία μεταξύ των δυο στόλων.

Η ναυμαχία ήταν ιδιαίτερα αιματηρή και η νίκη φαινόταν ότι έκλινε προς τους Ενετούς, καθώς τα οθωμανικά πλοία είχαν αρχίσει να τρέπονται σε φυγή, όταν αιφνίδια μεταβλήθηκε ο άνεμος, ο οποίος ευνόησε σε μια νεότερη επίθεση τα οθωμανικά πλοία απέναντι στα ενετικά, τα οποία τον είχαν πλέον "κόντρα". Η ναυμαχία συνεχίσθηκε με νεότερη μανία από πλευρά των Οθωμανών οι οποίοι βύθισαν μία ενετική γαλέρα, αιχμαλώτισαν μια ακόμη και προκάλεσαν σημαντική ζημιά στην ενετική ναυαρχίδα και άλλα ενετικά πλοία, αναγκάζοντας τον στόλο της Ενετικής Δημοκρατίας να φύγει προς τη Ζάκυνθο, προκειμένου να διασωθεί.[3]

Ο Κωνσταντίνος Σάθας στο έργο του «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς: Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821)», περιγράφοντας τη ναυμαχία της Μεθώνης,[3] εκτιμά, ότι η ήττα αυτή του ενετικού στόλου και στη συνέχεια η πολιορκία και η κατάκτηση της πόλης της Μεθώνης από τους Οθωμανούς, είχε ως αποτέλεσμα ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ να γίνει κύριος και των άλλων μεσσηνιακών φρουρίων, αυτών της παλαιάς Πύλου (Junca) και της Κορώνης, τα οποία παραδόθηκαν από τους Ενετούς διοικητές τους αμαχητί.[5]

Ο οθωμανικός στόλος, στη συνέχεια, περιέφραξε με διπλή σειρά πλοίων το λιμάνι της Μεθώνης, την οποία ήδη πολιορκούσε ο οθωμανικός στρατός από την ξηρά. Μετά από πολυήμερο και αδιάκοπο βομβαρδισμό πραγματοποιήθηκε έφοδος, αλλά η φρουρά της πόλης εξανάγκασε τους επιτιθέμενους να υποχωρήσουν. Όσο γίνονταν αυτά ο Ενετός ναύαρχος παρέμενε στη Ζάκυνθο επισκευάζοντας τον στόλο του. Γνωρίζοντας όμως την ανασφαλή κατάσταση της Μεθώνης απέστειλε στην πολιορκούμενη πόλη 4 γαλέρες[1] με επικεφαλής ικανούς ναυτικούς προκειμένου να βοηθήσουν στη σωτηρία της. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι: Βαλέριος Μαρκέλλος, Ιωάννης Μαρής, Πέτρος Βενετσιάνος, Αλέξανδρος Γότης και Φραγκίσκος Χερβούρχης (Κερκυραίοι), Ιάκωβος Βαρβεσινιάνος και Γριόνης Κρης (Κρητικοί). Όντως αυτοί κατόρθωσαν να διέλθουν αβλαβείς από τον εχθρικό στόλο και να αγκυροβολήσουν εντός του λιμανιού, αλλά στάθηκαν παράλληλα και μια από τις βασικότερες αιτίες της παράδοσης της πόλης, καθώς οι πολιορκούμενοι χαλάρωσαν την άμυνά τους και εγκατέλειψαν τις θέσεις τους προκειμένου να τους προϋπαντήσουν.[5]

Μόλις το παρατήρησε αυτό ο εχθρός διέταξε αμέσως γενική έφοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας κατελήφθη το τείχος και η πόλη. Η Άλωση της Μεθώνης έγινε την Κυριακή 9 Αυγούστου 1500, μετά από 28ήμερη πολιορκία.[1] Όσοι από τους πολίτες διασώθηκαν αρχικά κατέφυγαν εντός του φρουρίου βάζοντας φωτιά στα ξύλινα είδη της πόλης, αλλά αυτό προκάλεσε τους νικητές οι οποίοι προέβησαν σε πολύωρη σφαγή των κατοίκων χωρίς διακρίσεις σε φύλλο και ηλικία. Ο Ενετός διοικητής, ο επίσκοπος, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, καθώς και πάνω από το 1/3 των κατοίκων σφαγιάσθηκαν.[5]

Ο Κέμαλ Ρέις μετά την Άλωση της Μεθώνης ήρθε ξανά σε σύγκρουση με τον βενετσιάνικο στόλο στα ανοικτά των ακτών της Κορώνης και κατέλαβε την πόλη αυτή μαζί με ένα βενετσιάνικο ιστιοφόρο. Από εκεί γύρισε ξανά προς το νησί της Σαπιέντζας, όπου και βύθισε το βενετσιάνικο σκάφος Lezza.

Μετά τη ναυμαχία και την επακολουθούσα Πολιορκία και Άλωση της Μεθώνης, ο στόλος και ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέκτησαν γρήγορα τις περισσότερες από τα βενετικές κτήσεις στην Πελοπόννησο. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, έστειλε στρατεύματα κατά της παλαιάς Πύλου και της Κορώνης, μα;ζί με επικεφαλής που προσέφεραν στις στρατιωτικές διοικήσεις συνθήκες παράδοσης υπό όρους, αντί πολιορκίας, οι οποίες διοικήσεις τελικά και παραδόθηκαν ύστερα από διαπραγματεύσεις.[6] Με την εμφάνιση του σουλτανικού στρατού ο Ενετός διοικητής της Πύλου Κάρλο Κονταρίνι (αναφορά Κ. N. Σάθα Κάρολος Κονταρίνης) παρέδωσε την πόλη.[5]

Μετά τις αλλεπάλληλες ήττες οι επίπονες διπλωματικές προσπάθειες των Βενετών βρήκαν ανταπόκριση στις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ισπανία). Η Ισπανία απέστειλε ναυτική δύναμη και στρατιωτικούς που αναπτέρωσαν το ηθικό των Βενετών, ιδιαίτερα μετά την ένωση των δύο στόλων στη Ζάκυνθο. Από την ένωση αυτή προήλθε η κατάληψη του μέχρι τότε οθωμανικού προπυργίου της Κεφαλονιάς, στις 24 Δεκεμβρίου του 1500, με την Πολιορκία της Κεφαλονιάς (γνωστή και ως Πολιορκία του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου), υπό τον Ισπανό στρατηγό Γκονζάλο Φερνάντεζ ντε Κόρδοβα (ισππανικά: Gonzalo Fernández de Córdoba).

Όμως η Μεθώνη και η Κορώνη, οι «δυο οφθαλμοί> της Βενετικής Δημοκρατίας χάθηκαν. Οι επιδρομές του οθωμανικού ιππικού έφταναν ως τα βάθη της βενετικής επικράτειας στη βόρεια Ιταλία και ως το 1503 η Βενετία αναγκάσθηκε και πάλι να αναζητήσει ειρήνη αναγνωρίζοντας τα οθωμανικά πολεμικά οφέλη.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 M. Th. Houtsma (Martijn Theodoor Houtsma), "E.J. Brill's First Encyclopaedia of Islam, 1913-1936", vol. 5, BRILL, 1993, ISBN 9004097910, ISBN 9789004097919, "Modon", p. 547.
  2. Norwich, John J. (2003) A History of Venice Penguin, London, pages 383 & 385, (ISBN 978-0-14-101383-1), reprint of the 1977, 2 volume, edition, entitled Venice: the rise to empire and Venice: the greatness and the fall
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς: ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821)», υπό Κωνσταντίνου Ν. Σάθα. Εκ της Τυπογραφίας των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνησι 1869, σελ. 61-62: [...] "Η Δημοκρατία ταχθείσα επί τω μηνύματι της αλώσεως της Ναυπάκτου ηθέλησεν ίνα ζητήση την ειρήνην, θαρρούσα εις τας υπέρ αυτής ενεργείας ευνοουμένων τινών του Βαϊαζίτου. Όθεν στείλασα πρέσβυν εις Κωνσταντινούπολιν εξητείτο την παράδοσιν της αδίκως κυριευθείσης Ναυπάκτου, την απελευθέρωσιν των φυλακισθέντων Ενετών υπηκόων, και επί τέλους την ειρήνην. Παρ' ελπίδα όμως ο σουλτάνος απεκρίθη, ότι αν αληθώς η Δημοκρατία επεθύμει την ειρήνην ευκόλως ηδύνατο να την απολαύση, παραχωρούσα αυτώ την Μεθώνην, Κορώνην, και Ναύπλιον. Ο Βαϊαζίτης επισπεύδων τον πόλεμον διέταξεν ίνα ριφθώσιν εις την θάλασσαν διακόσια πλοία, όλον δε το ιππικόν μεταβή εις Πελοπόννησον, αυτός δ' επιβάς του στόλου ανεχώρησεν εκ Κωνσταντινουπόλεως (17 Απριλίου 1500). Αλλά και οι Ενετοί άμα μαθόντες την απόφασιν του σουλτάνου μετά σπουδής διέταξαν την παντοειδή εφοδίασιν των εν Πελοποννήσω και τω Ιονίω πελάγει κτήσεών των. Το οθωμανικόν ιππικόν ελθόν εις Αργολίδα προσεπάθησεν ίνα καταλάβη τα πέριξ του Ναυπλίου, πλην μετά μεγάλων ζημιών εκδιωχθέν διετάχθη υπό του εν τω Αργολικώ κόλπω καταπλεύσαντος Βαϊαζίτου ίνα μεταβή εις Μεσσηνίαν. Εν τω σουλτανικώ συμβουλίω απεφασίσθη ίνα προ της πολιορκίας της Μεθώνης εκβιασθή η άλωσις της Πύλου (Junca), ως λίαν συντελούσης εις διευκόλυνσιν των κατά της Μεθώνης στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αλλ' η εν τη πόλει αυτή ελληνοενετική φρουρά ηνάγκασε τους Τούρκους ίνα περιορισθώσιν εις την πολιορκίαν της Μεθώνης. Ο αρχιστράτηγος της Δημοκρατίας αναθαρρήσας εκ των δύο τούτων αποτυχιών των σουλτανικών όπλων απεφάσισεν ίνα μη περιορισθή αμυνόμενος, και απάρας εκ Πύλου μεθ' όλου του στόλου διευθύνετο προς την Μεθώνην• αλλά πριν πλησιάση ο εν τω νησιδρίω της Σαπιέντσας εστρατοπεδευμένος σουλτάνος διέταξεν ίνα εκατόν γαλέραι σπεύσωσιν εις απάντησίν του. Αιματωδεστάτη συνεκροτήθη ναυμαχία, και αμφότεροι επιδείξαντες θαυμάσια έργα ανδρίας και εμπειρίας επί πολύ διεφιλονείκησαν την νίκην, ήτις επί τέλους έκλινε προς τους Ενετούς. Τα οθωμανικά πλοία ήρχισαν ήδη να τρέπονται, ότε αιφνηδίως μεταβληθέντος του ανέμου οι φεύγοντες με αναπεπταμένα ιστία εφώρμησαν κατά του Ενετικού στόλου, μη δυναμένου να κινηθή ένεκα του εναντίου πνεύματος. Η ναυμαχία επί τέλους ανενεώθη μετά της αυτής μανίας, οι δε Οθωμανοί βυθίσαντες μίαν γαλέραν αιχμαλωτίσαντες ετέραν, και κακοποιήσαντες την ναυαρχίδα ηνάγκασαν τον στόλον της Δημοκρατίας να σωθή φεύγων εις Ζάκυνθον". [...]
  4. Spencer C. Tucker, "A Global Chronology of Conflict: From the Ancient World to the Modern Middle East [6 volumes: From the Ancient World to the Modern Middle East], ABC-CLIO, 2009, ISBN 1851096728, ISBN 9781851096725, "Overview of 1500-1600: Cronology", p. 476.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Κωνσταντίνος Σάθας, «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς: ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821)», υπό Κωνσταντίνου Ν. Σάθα. Εκ της Τυπογραφίας των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνησι 1869, σελ. 62-63: [...] "Ο σουλτανικός στόλος είχε περιφράξει δια διπλής σειράς πλοίων τον λιμένα της Μεθώνης, ην στενώς επολιόρκει και ο στρατός δια ξηράς. Μετά πολυήμερον και αδιάκοπον βομβαρδισμόν διετάχθη η έφοδος, η δ' εμπροσθοφυλακή του Βαϊαζίτου μετά τοσαύτης μανίας και αταξίας εξώρμησεν, ώστε αι πρώται αυτής φάλαγγες κατπατήθησαν υπό των επομένων, οίτινες πατούντες επί σωρών εκ νεκρών και τραυματιών ανέβησαν εις το ανοιχθέν ρήγμα του φρουρίου. Πλην η φρουρά καρτερικώτατα αντιστάσα ηνάγκασε τους εφορμήσαντας ίνα μετά μεγάλων ζημιών οπισθοχωρήσωσι. Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν ο Ενετός ναύαρχος διατριβών εν Ζακύνθω επεσκεύαζεν εν σπουδή τον παθόντα στόλον• πλην έχων υπ' όψιν και το ακροσφαλές της θέσεως των εν Μεθώνη δι' έλλειψιν επικουρίας, εξέλεξε τους καλλιτέρους κατεργοκύρας του στόλου, διατάξας αυτοίς ίνα παραλαβόντες παν το αναγκαίουν εις πολιορκουμένην πόλιν δράμωσιν εις Μεθώνιν. (1 = Ούτοι δε ήσαν οι εξής: Βαλέριος Μαρκέλλος, Ιωάννης Μαρής, Πέτρος Βενετσιάνος, Αλέξανδρος Γότης και Φραγκίσκος Χερβούρχης Κερκυραίοι, Ιάκωβος Βαρβεσινιάνος και Γριόνης Κρης. Spandugino, commentari, σελ. 77). Οι ατρόμητοι ούτοι αποφασίσαντες ίνα προκινδυνεύσωσιν υπέρ της σωτηρίας της πόλεως κατώρθωσαν ίνα διέλθωσιν αβλαβεί εν μέσω του εχθρικού στόλου, και αγκυροβολήσωσιν εντός του λιμένος της πόλεως. Αλλ' η έλευσις αυτών υπήρξεν μία εκ των κυρυωτέρων αιτιών της παραδόσεως• διότι οι πολιορκούμενοι έξαλλοι γενόμενοι απί τη εμφανίσει της επικουρίας έδραμον εις προϋπάντησιν αυτής και αφρόνως εγκατέλιπον τας θέσεις των. Τούτο παρατηρήσας ο εχθρός διέταξεν αμέσως γενικήν έφοδον, καθ' ην κατελήφθη το τείχος και η πόλις (1= Ο πρώτος επί του τείχους αναβάς γιανίτσαρος διωρίσθη υπό του Βαϊαζίτου φλαμποριάρης sandjac μετ' ετησίου επιχορηγήσεως 80,000 δουκάτων, αυτόθι, σελ. 77), σφαγέντων των ανθισταμένων. Οι περισωθέντες των πολιτών θέντες πυρ εις την ξυλώδη ύλην της πόλεως κατέφυγον εντός του φρουρίου, πλην τούτο παρώξυνεν έτι μάλλον την λύσσαν των νικητών, οίτηνες επί πολλάς ώρας έσφαζον άνευ διακρίσεως φύλου και ηλικίας. Ο διοικητής, ο επίσκοπος, οι αξιωματικοί, και πλέον του τρίτου των κατοίκων διήλθον εν στόματι μαχαίρας (2 = Laugier, VIII, σελ. 108.). Την 10 Αυγούστου 1500 ο Βαϊαζίτης γενόμενος κύριος της Μεθώνης ηθέλησεν ίνα ευχαριστήση τον θεόν επί τη νίκη εντός χριστιανικού ναού• επί τούτω δε εισελθών εις την πόλιν και παρατηρήσας από της γεφύρας το βάθος της τάφρου είπε «δια την ανδρίαν του βεηλέρβεη Σινάν πασά, και την ορμητικήν έφοδον των γιανιτσάρων, ο θεός μοι έδωκε την πόλιν ταύτην». (3= Spandugino, σελ. 77-78.). Μετά τούτο ο σουλτάνος έστειλε κατά της πύλου και Κορώνης στρατόν υπό διαφόρους σωματάρχας, οίτινες προσελθόντες απήγγειλαν, ότι ει μεν παρεδίδοντο προ της πολιορκίας ήθελον αξιωθή συνθηκών ωφελίμων, ει δε προέκρινον να δεχθώσι την δύναμιν ήθελον άπαντες αποθάνει εν στόματι μαχαίρας. Εις την εμφάνισιν του σουλτανικού στρατού ο Ενετός διοικητής της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης παρέδωκε την πόλιν (15 Αυγούστου). Το δε παράδειγμα αυτής ηκολούθησε και η Κορώνη". [...]
  6. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, σελ. 285 - 286.

Πηγές - αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]