Νέστορας Βασσάλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Γέροντας Νέστωρ Ι. Βασσάλος (1876- 1957) από τους Δαφνέδες Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, υπήρξε, κατά το έτος 1936, ο νεότερος ιδρυτής της Ι. Μονής τού Σωτήρος, Κουμπέ, Ρεθύμνου. Είναι τα έτη από το 1915 μέχρι το 1957, που σημαδεύτηκαν από την ευεργετική παρουσία του στην πόλη του Ρεθύμνου, όταν υπηρετούσε ως εφημέριος σε πολλά χωριά τής επαρχίας, όπως στου Γάλλου, στην Αγία Ειρήνη, στο Ρουσσοσπίτι και στα Μικρά Ανώγεια, ενώ, ταυτόχρονα, παρέδιδε μαθήματα αγιογραφίας και ζωγραφικής σε δεκάδες Ρεθεμνιωτών και Ρεθεμνιωτισσών. Για ένα δε μεγάλο διάστημα (1915-1928) διετέλεσε και οικονόμος, επιστάτης, εις τύπον ηγουμένου, της Ι. Μονής Μυριοκεφάλων.

Πριν από το 1915, και για μικρά διαστήματα, ο Νέστωρ μόνασε στην Ι. Μονή της Χαλέπας, στο Ρέθυμνο- όπου τον παρέλαβε ο θείος του Παρθένιος Βασσάλος, που τον καιρό εκείνο εκτελούσε χρέη Ηγουμένου- και για έναν χρόνο και στη Μονή Κουδουμά, στο Ηράκλειο, ενώ για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα (1894- 1911) μόνασε στο Άγιον Όρος, στο κελί του Αγίου Δημητρίου, της Ι. Μονής Διονυσίου, στο οποίο επανήλθε από το Ρέθυμνο, για δεύτερη φορά, κατά τα έτη 1934- 1935.

Η δεύτερη αυτή μετάβασή του στο Άγιον Όρος (1934- 1935) πραγματοποιήθηκε προκειμένου ο Νέστωρ να εξετάσει και να ζητήσει τη γνώμη των Αγιορειτών Πατέρων γύρω από το θέμα του Νέου Ημερολογίου, που τον καιρό εκείνο είχε ανακύψει και δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα και στην Εκκλησία της Κρήτης, με επίκεντρο την Ι. Μονή του Κουδουμά, στα Αστερούσια Ηρακλείου. Στον Κουδουμά, όπως είδαμε, ο Νέστωρ, έφηβος δεκαπέντε, μόλις, χρόνων- στα χρόνια της πολυθρύλητης και από δεκάδες θαύματα σημαδεμένης ηγουμενίας του οσίου Παρθενίου- είχε εγκαταβιώσει για ένα έτος, κρυφά από την οικογένειά του. Η αγάπη του, λοιπόν, προς τον Κουδουμά, τον ενέβαλε σε μύριες όσες σκέψεις και πνευματικές ανησυχίες περί το Νέο Ημερολόγιο, που τον οδήγησαν, τελικά, να καταφύγει προς διερεύνησή τους και εξακρίβωση στο Άγιον Όρος. Είχε, μάλιστα, αποφασίσει, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του αυτής, να διαμείνει μόνιμα εκεί. Όμως, «ἄλλαι αἱ βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει». Γιατί στο διάστημα αυτό τής αυστηρής άσκησής του στο κελί του Αγίου Δημητρίου και των πνευματικών του περί την Ορθοδοξία και το Νέο Ημερολόγιο διερευνήσεων, ο Νέστωρ- όπως ακριβώς ο ίδιος σημειώνει στην ιδιόχειρη Διαθήκη του, που φυλάσσεται στην Ι. Μονή του Σωτήρος- «εἶδεν ὀπτασίαν διαφωτισθείς ἐκ θείου πνεύματος καί διαταχθείς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως νά κατέλθῃ καί πάλιν εἰς Κρήτην, διά νά ἀνακαλύψῃ τόν ἱερόν Ναόν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ (ἡ Μεταμόρφωσις) κείμενον ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ χωρίου Γάλλου, τῆς τοποθεσίας Κουμπέ, ὅς ἔχων ἄφθονον καί ἰαματικόν ὕδωρ, τοῦθόπερ (sic) ἀρδεύεται καί ἡ πόλις Ρέθυμνα (sic)».

Κατόπιν, λοιπόν, της οπτασίας που είδε, επέστρεψε και πάλι στο Ρέθυμνο, προκειμένου, όπως του υπέδειξε ο Κύριος, να ιδρύσει την Ι. Μονή του Σωτήρος, Κουμπέ. Ανεύρε, πράγματι, στο μέρος όπου διετάχθη από τον Κύριο, παλαιά, άγνωστη μέχρι τότε ορθόδοξη μονή, των ύστερων χρόνων τής Ενετοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα των ετών 1620-1645 (α΄ περίοδος ζωής και δράσης τής εν λόγω Μονής) και ίδρυσε και επαναλειτούργησε μια παντελώς νέα (1936 μέχρι σήμερα- β΄ περίοδος ζωής και δράσης), της οποίας μέχρι την κοίμησή του υπήρξε ο ηγούμενος.

Τα χρόνια, λοιπόν, αυτά (1915-1957) της παρουσίας του Νέστορος Βασσάλου στο Ρέθυμνο αποτέλεσαν, κατά κοινή ομολογία και μαρτυρία,  καθοριστικό παράγοντα και ορόσημο πνευματικότητας για την πόλη τού Ρεθύμνου. Είναι η εποχή που όλοι οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θυμούνται νοσταλγικά, όταν η πολιτεία τους φοιτούσε ανελλιπώς κάτω από τη στοργική, πνευματική και φιλάνθρωπη παρουσία του θρυλικού Γέροντός της. Η φήμη του, τότε, διέτρεχε απ’ άκρου σ’ άκρον τη μικρή και ήσυχη πολιτεία.

Ο όλος βίος του, η αγία πολιτεία του, η φιλανθρωπία του, η αγάπη του προς τον άνθρωπο και η σημαντική προσφορά του στον πολιτισμό αυτού του τόπου, με την πολύχρονη διδασκαλία τής ζωγραφικής τέχνης και αγιογραφίας στους νέους- σε μιαν εποχή ιδιαίτερα μίζερη και εξαθλιωμένη- τον έκαναν να αγαπηθεί ιδιαίτερα από τους Ρεθεμνιώτες, που προσέτρεχαν όλοι τους αθρόοι, νέοι και γέροι, στο μοναστήρι του, στον Κουμπέ.

Άντρες, γυναίκες, παιδιά- αγόρια και κορίτσια- ανηφόριζαν καθημερινά στην κυψέλη αυτήν της χάριτος, για να ακούσουν λόγο, να εξομολογηθούν ή να παρακολουθήσουν τα μαθήματα ζωγραφικής που παρέδινε καθημερινά ο ασκητικός ιερομόναχος σε εκείνες τις δύσκολες ημέρες του πολλαπλά στερημένου προπολεμικού (1936- 40) αλλά και μεταπολεμικού Ρεθύμνου.

Δεκάδες παιδιά, νέοι και νέες, παρακολουθούσαν τα μαθήματα αυτά ζωγραφικής του Νέστορος Βασσάλου. Ήταν και αυτό ένας συρμός, μια μόδα της εποχής, στο πλαίσιο εξευρωπαϊσμού του τόπου, που παρατηρούνταν ήδη από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, κάτω από την επήρεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο νησί, με έφεση, κυρίως, προς τη διδασκαλία γαλλικών, ζωγραφικής και πιάνου στα παιδιά. Ως κάτι το καινούριο στην πόλη του Ρεθύμνου, τον καιρό εκείνο, και η διδασκαλία των Καλών Τεχνών (Ζωγραφικής- Αγιογραφίας) από τον Νέστορα Βασσάλο, εντάχθηκε σε αυτό το γενικότερο κλίμα και το ενδιαφέρον των Ρεθεμνιωτών, όλα αυτά τα χρόνια, υπήρξε αμέριστο και ζωηρό, με όλα, ασφαλώς, τα περαιτέρω οφέλη, που σήμαινε αυτή η επικοινωνία των Ρεθεμνιωτών νέων με την Τέχνη αλλά και την αγιορείτικη πνευματικότητα, την οποία ο Νέστωρ μετέφερε στη μικρή, τότε, πόλη του Ρεθύμνου. Ο Νέστωρ, μάλιστα- όπως βλέπουμε και από σχετική επιγραφή σε ιστορική φωτογραφία που σώζεται στο Μοναστήρι του στον Κουμπέ- είχε συστήσει άτυπα και «Όμιλο Ερασιτεχνών Ζωγράφων», που μετρούσε άνω των εκατό μαθητών, σε εκείνη τη μίζερη και πολλαπλά στερημένη εποχή του μεσοπολεμικού Ρεθύμνου.

Το πρώτο εργαστήρι διδασκαλίας της ζωγραφικής, περί το έτος 1915, ο Νέστωρ το είχε στήσει στο οίκημα τής οδού Πάνου Κορωναίου, απέναντι ακριβώς από την οδό Σμύρνης, στην περιοχή της Σωχώρας. Αργότερα, τα μαθήματά του συνέχισε να τα παραδίδει και στον μικρό οικίσκο, που σώζεται μέχρι σήμερα, πλάι στο σπηλαιώδες ναΰδριο τού αγίου Σπυρίδωνος, ΒΑ τού σημερινού μοναστηριού, του οποίου χώρου μικρό τμήμα ιδίοις εξόδοις είχε αγοράσει και εγκαταβιούσε εκεί υπό τύπον μικρού ασκητηρίου.

Όλα αυτά θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αναδείξουν τον Γέροντα Νέστορα Βασσάλο σε θρησκευτικό και πολιτιστικό παράγοντα τού τόπου και να τον προβάλλουν ως λαμπρό παράδειγμα προς μίμησιν από τους μεταγενεστέρους. Γιατί η δράση αυτή του Νέστορος ανάμεσα στους Ρεθυμνιώτες θεωρούμε ότι σαφώς καταδεικνύει ότι ο καλόγερος αυτός είχε βαθιά μέσα του την επίγνωση τόσο της πνευματικής όσο και της κοινωνικής και εγκόσμιας διάστασης του Χριστιανισμού. Και μόνη η παρουσία του στην πόλη τού Ρεθύμνου εξασκούσε κάτι σαν μαγεία, ενθουσίαζε και μαγνήτιζε στο πέρασμά του τους Ρεθεμνιώτες, που τον σέβονταν αληθινά και τον υπεραγαπούσαν.

Από το έτος 1940 στη γνωστή κορυφή τού Κουμπέ άρχισαν να συρρέουν και οι πρώτες μοναχές από διάφορα μέρη τού νομού υπό την προστασία τού Νέστορος Βασσάλου, υπό τύπον γυναικείας Μονής. Από τις πρώτες ήταν και η σημερινή ηγουμένη Πανσέμνη, η ιστορική, πλέον, γερόντισσα του Ρεθύμνου, μαζί με τη μητέρα της Μακαρία. Η παντελής έλλειψη, τον καιρό εκείνο, ενός γυναικείου μοναστηριού όχι μόνο στην πόλη τού Ρεθύμνου αλλά και σε ολόκληρο τον νομό, καταδείκνυε την απόλυτη αναγκαιότητα τής δημιουργίας τής εν λόγω μοναστικής Αδελφότητας, που ερχόταν να καλύψει ένα μεγάλο κενό στον χώρο τού γυναικείου μοναχισμού στον νομό του Ρεθύμνου.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνου και ο νεότερος ιδρυτής της Νέστωρ Ι. Βασσάλος ο Διονυσιάτης, Ρέθυμνο 2011