Νέο Ανάκτορο της Στουτγάρδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νέο Ανάκτορο της Στουτγκάρδης
Χάρτης
Είδοςσατώ[1]
Αρχιτεκτονικήμπαρόκ αρχιτεκτονική
ΔιεύθυνσηSchloßplatz 4, 70173 Stuttgart[2]
Γεωγραφικές συντεταγμένες48°46′41″N 9°10′55″E
Διοικητική υπαγωγήΣτουτγκάρδη[2]
ΧώραΓερμανία[3][2]
Έναρξη κατασκευής1746
ΙδιοκτήτηςΒάδη-Βυρτεμβέργη
ΑρχιτέκτοναςNικόλαους Φρήντριχ φον Tούρετ
ΧρηματοδότηςΚάρολος Ευγένιος της Βυρτεμβέργης
Commons page Πολυμέσα

Το Νέο Ανάκτορο (γερμανικά: Neues Schloss‎‎) είναι ένα μπαρόκ ανάκτορο του 18ου αι. στη Στουτγάρδη και είναι ένα από τα τελευταία μεγάλα ανάκτορα της πόλης, που κτίστηκαν στη Νότια Γερμανία. [4] Το ανάκτορο βρίσκεται στο Σλόσπλατς μπροστά από τη Στήλη Ιωβηλαίου (Jubiläumssäule) και το Βασιλικό Κτίριο (Königsbau). [5] Οι δημόσιες περιηγήσεις στο κτίριο επιτρέπονται μόνο κατόπιν ειδικής διευθέτησης, καθώς το κτίριο περιέχει ορισμένα κυβερνητικά γραφεία. [5] Κάποτε ιστορική κατοικία των βασιλέων της Βυρτεμβέργης, το Νέο Ανάκτορο πήρε το όνομά του από την απόφαση του Καρόλου-Ευγένιου δούκα της Βυρτεμβέργης να αντικαταστήσει το Παλαιό Κάστρο στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του. Αρχικά, ο Κάρολος-Ευγένιος ανέθεσε το έργο στον Nικόλαους-Φρήντριχ Tούρετ, αλλά οι αρχιτέκτονες Λεοπόλντο Ρέτι, Φιλίπ ντε Λα Γκεπιέρ, Ράινχαρτ-Χάινριχ-Φέρντιναντ Φίσερ συνέβαλαν μετά στο σχεδιασμό, την ιστορία και την κατασκευή του ανακτόρου. [6]

Το ανάκτορο βομβαρδίστηκε σφοδρά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας μόνο μια οβίδα. Τελικά συμφωνήθηκε η ανοικοδόμησή του το 1957.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1737, ο τότε δούκας της Βυρτεμβέργης Κάρολος-Αλέξανδρος απεβίωσε, αφήνοντας πρόωρα τον εννιάχρονο γιο του Κάρολο-Ευγένιο ως δούκα. Ο γιος του δεν ήταν ακόμη αρκετά μεγάλος για να κυβερνήσει το δουκάτο, έτσι στάλθηκε για να μορφωθεί και να σπουδάσει στην αυλή του τότε βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκου Β΄ του Μεγάλου, ενώ η αυλή της Βυρτεμβέργης διοικούνταν από αξιωματούχους. Το 1744 ο Κάρολος-Ευγένιος ενηλικιώθηκε σε ηλικία 16 ετών και επέστρεψε στη Στουτγάρδη για να αναλάβει τον θρόνο του. Φτάνοντας, επιθυμούσε μια νέα κατοικία, κατάλληλη για τη βασιλική του μεγαλοπρέπεια και στο ύψος τού βασιλικού του Οίκου» στην πόλη της Στουτγάρδης και μάλιστα απείλησε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Στουτγάρδη στο Ανάκτορο του Λούντβιχσμπουργκ [4] επέμενε το ανάκτορο και η έδρα της εξουσίας να μεταφερθούν πίσω στη Στουτγάρδη, διότι θα σήμαινε ότι αυξημένη υπερηφάνεια και πολιτική και οικονομική δύναμη έρχεται για άλλη μια φορά να μείνει στην πόλη. Έτσι, ο Κάρολος-Ευγένιος αποφάσισε να κτίσει το ανάκτορότου στην Σλόσπλατς. [7]

Ωστόσο, υπήρξε κάποια συζήτηση για το ανάκτορο, καθώς το δουκάτο είχε ήδη τη μεγάλη και ακριβή κατοικία στο Λούτβιχσμπουργκ, και κάποιοι, όπως ο Διευθυντής Κατασκευών (Oberbaudirektor) της Βυρτεμβέργης Γιόχαν-Κρίστοφ-Ντάβιντ Λέγκερ, υποστήριξαν ότι η επέκταση μιας προηγούμενης κατοικίας, όπως το Παλαιό Κάστρο, θα αρκούσε. [7] Ωστόσο τα σχέδια προχώρησαν και οι αρχιτέκτονες σε όλη την Ευρώπη άδραξαν την ευκαιρία να σχεδιάσουν το ανάκτορο του δούκα και υπέβαλαν σχέδια απευθείας στον Κάρολο-Ευγένιο, συμπεριλαμβανομένων των διάσημων αρχιτεκτόνων Aλεσάντρο Γκάλι ντελα Μπιμπιένα και Mαουρίτσιο Πεντέτι [8] καθώς και του Μπαλτάσαρ Νόιμαν, σχεδιαστή του παγκοσμίου φήμης Κατοικίας Βύρτσμπουργκ. [9]

Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1746 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος από τον πρώτο κατασκευαστή του Νέου Ανακτόρου, τον Λεοπόλντο Ματέο Ρέττι, ο θείος του οποίου, Ντονάτο Τζουζέπε Φριζόνι, είχε εργαστεί στο Παλάτι του Λούντβιχσμπουργκ. [4] Ο Ρέτι, ο οποίος επέλεξε τη θέση ενός παλαιού εργαστηρίου βαλλιστρών για το Νέο Ανάκτορο, [10] σχεδίασε την Αυλή ώστε να βλέπει το κοντινό Kάρλσουλε Στούτγκαρτ και το Nέο Λούστχαους νότια του ανακτόρου, [11] την Πτέρυγα του Κήπου απέναντι από τα δουκικά διαμερίσματα στο κύριο κτίριο (corps de logis), και την Πτέρυγα της Πόλης με τα δωμάτια επισκεπτών και τα κρατικά δωμάτια. [12] Ωστόσο, όταν ξεκίνησε η κατασκευή, ξεκίνησε υπό τη διεύθυνση του Γιόχαν-Κρίστοφ-Ντάβιντ Λέγκερ, καθώς ο Ρέτι εργαζόταν σε μια επιτροπή στο Άνσμπαχ μέχρι το 1748. [13] Το επόμενο έτος ολοκληρώθηκαν οι προσόψεις του κύριου κτιρίου (corps de logis) και της Πτέρυγας του Κήπου, ενώ οι εργασίες στους εσωτερικούς χώρους διήρκεσαν μέχρι το 1750. [12] Δυστυχώς, ο Ρέτι, του οποίου το έργο είχε εμπνευστεί από την μπαρόκ αρχιτεκτονική της Γαλλίας, απεβίωσε από άγνωστη ασθένεια στις 18 Σεπτεμβρίου 1751.

Μετά το τέλος του Ρέτι, η κατασκευή του ανακτόρου περιήλθε στον Παριζιάνο αρχιτέκτονα Φιλίπ ντε Λα Γκυεπιέρ, φίλο του Ρέτι. Γνώστης της τότε σύγχρονης αρχιτεκτονικής θεωρίας, ο Φιλίπ εμπνεύστηκε από την εποχή του στην πατρίδα του τη Γαλλία και ιδιαίτερα το υπέροχο Ανάκτορο των Βερσαλλιών, και πήγε το ανάκτορο προς αυτή την κατεύθυνση. Κάτω από τον Λα Γκουπιέρ, η πρόσοψη της Πτέρυγας της Πόλης ολοκληρώθηκε το 1756, καθώς και ένας θόλος επάνω από την κεντρική δομή το 1760 με διακοσμήσεις στο corp de logis, που ακολούθησε το 1762. [4] Δυστυχώς, μια πυρκαγιά κατέστρεψε το εσωτερικό της Πτέρυγας του Κήπου, την οποία είχε μόλις τελειώσει ο Λα Γκρυεπιέρ, τη νύχτα της 13ης προς τη 14η Νοεμβρίου του ίδιου έτους. [10] Μετά την πυρκαγιά, ο ενοχλημένος Κάρολος-Ευγένιος διέταξε την ταχεία ολοκλήρωση της κατασκευής του Λευκού Δωματίου και της Στοάς των Κατόπτρων για τον εορτασμό των γενεθλίων του (11 Φεβρουαρίου) το επόμενο έτος. [4] Το 1764 η κατασκευή σταμάτησε, επειδή ο δούκας μετέφερε την κατοικία του στο Λούντβιχσμπουργκ και παρέμεινε εκεί για μια δεκαετία. [8] Σε απάντηση, ο Λα Γκυεπιέρ άφησε την αυλή του δούκα το 1768 και επέστρεψε στο Παρίσι. [14]

Το 1775 ο δούκας επέστρεψε στη Στουτγάρδη και προσέλαβε τον Ράινχαρντ-Χάινριχ-Φέρντιναντ Φίσερ για να επισκευάσει το ανάκτορο. Το έκανε μέχρι το τέλος του το 1793 [15] και η εποχή του θα έβλεπε το κεντρικό περίπτερο της Μαρμάρινης Αίθουσας στο corps de Logis να διακοσμείται με μια τοιχογραφία από τον Nίκολας Γκούιμπαλ. Ο τσάρος Παύλος Α΄ της Ρωσίας και η σύζυγός του Σοφία-Δωροθέα της Βυρτεμβέργης, μια από τις ανιψιές του Καρόλου-Ευγένιου, επισκέφθηκαν το κάστρο το 1775.

Το Ροζ Σαλόνι της βασίλισσας Όλγας (1866).

Όταν ο Κάρολος-Ευγένιος απεβίωσε το 1793, στο Nέο Ανάκτορο έγινααν περισσότερες επισκευές. Το 1789 ολοκληρώθηκε η Πτέρυγα της Πόλης και η Πτέρυγα του Κήπου το 1791 κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Φρειδερίκου Β΄ Ευγένιου, δούκα της Βυρτεμβέργης (η κατασκευή σε άλλα σημεία συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αι.). [16] Το 1806, καθώς το ανάκτορο ήταν τελικά κοντά στην ολοκλήρωση, ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης επισκέφτηκε το Νέο Ανάκτορο. Ένδεκα χρόνια αργότερα, ο φον Τούρετ διακόσμησε εκ νέου μερικά από τα δωμάτια της Κόκκινης Μαρμάρινης Αίθουσας κατά την επίσκεψη του τσάρου Αλέξανδρου Α'

Όταν ο δούκας και στη συνέχεια βασιλιάς Φρειδερίκος Α' απεβίωσε, ο Γουλιέλμος Α' μετέφερε την έδρα της εξουσίας του πίσω στο Νέο Ανάκτορο και προσέλαβε τον Τζιοβάνι Σαλούτσι και αργότερα τον μαθητή του Φέρντιναντ Γκάμπριελ και τους ανέθεσε την ανακαίνιση της Γκρι και της Κίτρινης Μαρμάρινης Αίθουσας του ανακτόρου το 1836. [17] Το 1840 και το 1841 και από το 1852 έως το 1854, ο αυλικός ζωγράφος Γιόζεφ-Άντον Γκέγκενμπάουερ ζωγράφισε τρεις τοιχογραφίες στα δωμάτια, που δημιουργήθηκαν δίπλα στη σκάλα στο ισόγειο, με σκηνές από την ιστορία του δουκάτου και του βασιλείου της Βυρτεμβέργης. [18] Υπό τον δούκα Κάρολο Α΄ και τη σύζυγό του Όλγα έγιναν μόνο μικρές αλλαγές στο κάστρο, που έγιναν κυρίως στο βασιλικό σαλόνι και εκτελέστηκαν από τον Γιόζεφ φον Έγκλε. Ο Γουλιέλμος Β' απαρνήθηκε την κατοικία των δουκών στο Νέο Ανάκτορο και το ανάκτορο άνοιξε εν μέρει για το κοινό για πρώτη φορά. [19]

panoramic frontal view

Χρήση μετά το 1918[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρμάρινη αίθουσα.

Αφού ο Γουλιέλμος Β' της Βυρτεμβέργης παραιτήθηκε από τον θρόνο του στις 30 Νοεμβρίου 1918, το ανάκτορο πέρασε σε κρατική ιδιοκτησία. Το 1919 το Γερμανικό Ινστιτούτο Εξωτερικών χρησιμοποίησε το ισόγειο και μέρος της πτέρυγας του κήπου για να στεγάσει τα γραφεία και τους εκθεσιακούς του χώρους και μερικοί από τον πρώτο και δεύτερο όροφο έγιναν τα κεντρικά γραφεία της τοπικής αστυνομίας. [20] Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 σχεδόν ολόκληρος ο πρώτος όροφος μετατράπηκε σε μουσείο, που παρουσίαζε το βασιλικό Δωμάτιο Τέχνης (Kunstkammer), τη συλλογή μαγιόλικων και πρώην χώρους διαβίωσης των βασιλέων της Βυρτεμβέργης. Στις 15 Απριλίου 1920 ο Ρίχαρντ φον Βάιτσζέκερ, μελλοντικός πρόεδρος της Γερμανίας, γεννήθηκε στη σοφίτα του ανακτόρου. [4] Όταν το Γερμανικό Ινστιτούτο Εξωτερικών μετακόμισε το 1928, τα υπόλοιπα αχρησιμοποίητα τμήματα του ανακτόρου μετατράπηκαν σε γερμανικά στρατιωτικά και παλαιά μουσεία αρχαιότητας. Όταν το αρχηγείο της αστυνομίας μετακόμισε το 1926, ο δεύτερος όροφος στέγαζε τα γραφεία των αρχών συλλογής αρχαιοτήτων και ιστορικής συντήρησης. [21]

Οι μεγάλες ζημιές στο Νέο Ανάκτορο το 1956, πριν από την αποκατάσταση.

Στις αεροπορικές επιδρομές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στις 21 Φεβρουαρίου 1944, το Nέο Ανάκτορο κάηκε σχεδόν ολοσχερώς από τις βόμβες των Συμμάχων, αφήνοντας όρθια μόνο την πρόσοψη. [22] Για πολλά χρόνια, οι συντηρητές πολέμησαν για την ανοικοδόμηση του Nέου Ανακτόρου (κάποτε, σχεδόν κατεδαφίστηκε υπέρ ενός ξενοδοχείου) μέχρι το 1957, όταν τελικά συμφωνήθηκε στο Κοινοβούλιο (Landtag) της Βάδης-Βυρτεμβέργης ότι το κάστρο θα ξανακτιστεί - με μία ψήφο περισσότερο από την αντίθετη άποψη. Από την ανοικοδόμηση που ξεκίνησε το 1958 υπό την προσεκτική διεύθυνση του Χόρστ Λίντε, το κάστρο χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση της Πολιτείας, ξεκινώντας από το corps de logis (τώρα χρησιμοποιείται για παρουσιάσεις από το Υπουργείο Πολιτείας) και τις δύο πτέρυγες του κάστρου. Το μόνο μέρος του κάστρου που δεν αποκαταστάθηκε πλήρως ήταν ένα καταφύγιο αεροπορικής επιδρομής κάτω από το κτίριο, που κατεδαφίστηκε το 1958. [23] Σήμερα χρησιμοποιείται από τα κρατικά υπουργεία Οικονομικών και Παιδείας και είναι πλέον ανοιχτό στο κοινό μέσω τακτικών καθοδηγημένων περιηγήσεων. [24]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 9016. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. 2,0 2,1 2,2 Corpus of Baroque Ceiling Painting in Germany.
  3. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. Ανακτήθηκε στις 30  Ιουλίου 2018.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 «Neus Schloss (New Palace)». stuttgart-tourist.de/en. Region Stuttgart. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2017. 
  5. 5,0 5,1 Bekker, σελ. 445.
  6. «Neues Schloss - New Palace». stuttgart.de/en. City of Stuttgart. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2016. 
  7. 7,0 7,1 Wenger, σελ. 10.
  8. 8,0 8,1 Zimdars, σελ. 753.
  9. «Biografie Balthasar Neumann (German)». Bayerische Nationalbibliothek. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2017. 
  10. 10,0 10,1 Bissinger, σελ. 142.
  11. Wenger, σελ. 16.
  12. 12,0 12,1 Stephan, σελ. 37.
  13. Wenger, σελ. 17.
  14. «Monrepos - 400 Jahre württembergische Geschichte». birgit-hlawatsch.de (στα German). Historischer Verein für Stadt und Kreis Ludwigsburg. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2017. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  15. «Neues Schloss Stuttgart». schloesser-bawue.de (στα German). Schlösser & Burgen in Baden-Württemberg. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2017. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link) "Neues Schloss Stuttgart". schloesser-bawue.de (in German). Schlösser & Burgen in Baden-Württemberg. Archived from the original on 2017-03-12. Retrieved 2017-03-11.
  16. Wenger, σελ. 52.
  17. Wiederaufbau des Neuen Schlosses in Stuttgart 1958-1964. σελ. 20. 
  18. Stephan, σελ. 41.
  19. Stephan, σελ. 42.
  20. Fleck, σελ. 103.
  21. Fleck, σελ. 104.
  22. Wiederaufbau des Neuen Schlosses in Stuttgart 1958-1964. σελ. 8. 
  23. Stephan, σελ. 43.
  24. «Neues Schloss: Kultusministerium zieht um». Stuttgarter-Zeitung. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις September 25, 2011. https://web.archive.org/web/20110925120633/http://www.stuttgarter-zeitung.de/inhalt.neues-schloss-kultusministerium-zieht-um.99377c2f-493b-48af-88a2-a84be7284aed.html. Ανακτήθηκε στις September 20, 2011. 

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]