Μουσκαντίνοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δύο Μουσκαντίνοι το 1795

Οι Μουσκαντίνοι (γαλλικά: Muscadins), που σημαίνει «αυτοί που φορούν άρωμα μόσχου», αναφέρονται επίσης και ως «χρυσή νεολαία», ήταν ομάδες νεαρών ανδρών, σχετικά ευκατάστατων και ντυμένων με επιτηδευμένο ύφος σε στυλ δανδή, που αποτελούσαν συμμορίες του δρόμου κατά τη διάρκεια της Θερμιδοριανής αντίδρασης στο Παρίσι. Μετά το πραξικόπημα κατά του Ροβεσπιέρου και των Ιακωβίνων στις 9 Θερμιδόρ έτους Β', ( 27 Ιουλίου 1794), επιτίθονταν στους εναπομείναντες Ιακωβίνους και Αβράκωτους και συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αποδυνάμωσή τους τον επόμενο χρόνο.[1]

Οι Μουσκαντίνοι κυκλοφορούσαν με μεγάλα ξύλινα μπαστούνια, τα οποία αποκαλούσαν «συντάγματα». Οργανώθηκαν από τον φιλοβασιλικό πολιτικό και δημοσιογράφο Λουί-Μαρί Στανισλάς Φρερόν και αριθμούσαν περί τα 2.000-3.000 άτομα. Πολιτική αναφορά τους ήταν ο Φρερόν και η εφημερίδα του, Ο Αγορητής του λαού. Σύχναζαν στο καφέ ντε Σαρτρ, στο Παλαί Ρουαγιάλ.

Στην πραγματικότητα εκτός από τη «χρυσή νεολαία» των «καλών οικογενειών» απαρτίζονταν επίσης από νέους της κατώτερης μεσαίας τάξης, υπαλλήλους καταστημάτων, αγγελιοφόρους, δημόσιους υπαλλήλους, γιους «μικρών αξιωματούχων και μικρών καταστηματαρχών».[2] Έκαναν επιθέσεις κατά των Ιακωβίνων, ή και κατά όποιων έμοιαζαν με Ιακωβίνοι, στους δρόμους, στα καταστήματα και στα θέατρα.

Οι ομάδες αυτές ενθαρρύνονταν σιωπηρά από την ασταθή νέα κυβέρνηση, η οποία είχε βάσιμους λόγους να φοβάται τον όχλο των Ιακωβίνων και την ευρύτερη αναταραχή καθώς ο σκληρός χειμώνας του 1794-5 έφερε  αυξανόμενη πείνα στην παρισινή εργατική τάξη. Οι Μουσκαντίνοι θεωρούνται μέρος της πρώτης Λευκής Τρομοκρατίας ως απάντηση στην προηγούμενη κυριαρχία της περιόδου της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων.

Η «χρυσή νεολαία» άσκησε σημαντική επιρροή στη Συμβατική. Επιτέθηκαν στη λέσχη των Ιακωβίνων και απαιτούσαν το κλείσιμο της, όπως και του Επαναστατικού δικαστηρίου. Εκμεταλλευόμενες τις συγκρούσεις, οι αρχές έκλεισαν τη λέσχη των Ιακωβίνων, και όλες τις λέσχες, τον Νοέμβριο του 1794. Μετά την εξέγερση των Ιακωβίνων στις 12 Ζερμινάλ  (1 Απριλίου 1795), πίεσαν για τη σύλληψη των τεσσάρων κύριων ηγετών που απέμεναν από το καθεστώς των Ιακωβίνων: των Κολλό, Μπιγιώ, Μπαρέρ και ο ζωγράφος Νταβίντ, που απειλήθηκαν όλοι με απέλαση στη Γαλλική Γουιάνα (αν και μόνο οι δύο πρώτοι απελάθηκαν τελικά). Συμμετείχαν επίσης στην ένοπλη καταστολή της λαϊκής εξέγερσης του Πραιριάλ (20 Μαΐου 1795) και στην «εκκαθάριση» του προαστίου Σαιντ-Αντουάν, που ήταν το κέντρο των εξεγερμένων.

Αφού κατάφεραν να καταστείλουν τους Αβράκωτους, η χρησιμότητα των Μουσκαντίνων για την κυβέρνηση τελείωσε και άρχισαν να αποτελούν απειλή. Μετά την καταστολή της φιλοβασιλικής εξέγερσης της 13ης Βαντεμιέρ τον Οκτώβριο του 1795, εξέγερση στην οποία συμμετείχαν, έπαψαν να αποτελούν σημαντικό παράγοντα στην παρισινή πολιτική.

Ο όρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο Μουσκεντίνοι, πίνακας του Καρλ Βερνέ

Ο όρος Μουσκαντίνοι προϋπήρχε εδώ και πολύ καιρό στη Λυών και χαρακτήριζε την εργατική τάξη οικιακών υπαλλήλων, αγγελιοφόρων και υπαλλήλων των εμπόρων. [3]Το 1789, στην αρχή της Επανάστασης, στη Λυών δημιουργήθηκε βασιλική πολιτοφυλακή, με την ενθάρρυνση της ανώτερης κοινωνίας της πόλης, στην οποία συμμετείχαν πολλοί από τους υπαλλήλους τους. Οι επαναστατικοί αντίπαλοί τους άρχισαν να τους αποκαλούν Μουσκαντίνους. Αρωματισμένοι ή όχι, ήταν μια αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή για σχεδόν ένα χρόνο, πριν διαλυθούν μετά το τέλος των Ομοσπονδιακών εξεγέρσεων το 1793, όταν η Λυών πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τις επαναστατικές στρατιές οπότε και ο όρος έγινε γνωστός στο Παρίσι.[4]

Ενδυμασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κοστούμια των Μουσκαντίνων ήταν λιγότερο επιδεικτικά από αυτά των διαδόχων τους, των Απίστευτων, αλλά φαίνεται ότι ήταν παρόμοια με αυτά. Περιλάμβαναν στενά κομμένα παλτά με υπερβολικά μεγάλα πέτα, συνήθως διαφορετικής απόχρωσης, με μεγάλους και περίτεχνους κόμπους στο λαιμό και συχνά με εσάρπες γύρω από τη μέση τους. Τα χρώματα είναι ζωηρά και σε έντονη αντίθεση, με λωρίδες - ίσως μια παρωδία των Αβράκωτων, στους οποίους οι λωρίδες ήταν χαρακτηριστικές. Οι Μουσκαντίνοι έφτασαν τη μόδα της εποχής σε ακραία σημεία. Μιλούσαν χωρίς να χρησιμοποιούν το r και φορούσαν τεράστια μονόκλ. Κυκλοφορούσαν πάντα με ξύλινα μπαστούνια ή ρόπαλα που χρησιμοποιούσαν στις επιθέσεις τους.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. . «Βαλτέρ Μαρκόφ-Αλμπέρ Σομπούλ/1789-Γαλλική-Επανάσταση.pdf, σελ. 335-336» (PDF). 
  2. Gendron, François, The Gilded Youth of Thermidor, 1993, McGill-Queens, 1993, ISBN 077350902X, 9780773509023, p.3
  3. Riffaterre (C .) « L'origine du mot muscadin » dans La Révolution française Tome 56, Paris, 1909, pp 385 à 390.
  4. Bittard des Portes (R .), L'Insurrection de Lyon en 1793, Lyon, 1907, p. 604.