Μαρί Ντορβάλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρί Ντορβάλ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση6  Ιανουαρίου 1798[1]
Λοριάν
Θάνατος20  Μαΐου 1849[2]
πρώην 10ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[2]
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο του Μονπαρνάς
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[3]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταηθοποιός θεάτρου
Οικογένεια
ΣύζυγοςΖαν-Τουσσαίν Μερλ
ΤέκναΓκαμπριέλ Ντορβάλ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαρί Ντορβάλ (Γαλλικά: Marie Dorval), με πλήρες όνομα Μαρί Αμελί Τομάζ Ντελωναί, (Λοριάν 1798 - Παρίσι 1849), ήταν μια από τις πιο διάσημες Γαλλίδες ηθοποιούς του 19ου αιώνα. Η επιτυχία της στο θέατρο και η πολυτάραχη προσωπική της ζωή συνέβαλαν στη δημιουργία μύθου γύρω από το όνομά της.[4]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρί Ντορβάλ

Η Μαρί Αμελί Τομάζ Ντελωναί, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1798 στην πόλη Λοριάν της Βρετάνης, κόρη εκτός γάμου των πλανόδιων ηθοποιών Μαρί Ζοζέφ Σαρλ Ντελωναί (1766-1802) και Μαρί Μπουρνταί. Σε ηλικία πέντε ετών, εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα της και λίγο αργότερα έχασε τη μητέρα της από φυματίωση. Έπαιξε για πρώτη φορά σε ρόλους παιδιών στη Λιλ, με το όνομα του θείου της Μπουρνταί, ενός διακεκριμένου κωμικού ηθοποιού.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1814, στο Λοριάν, παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερό της ηθοποιό Αλάν Ντορβάλ, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Το ζευγάρι χώρισε το 1818 αλλά η ηθοποιός κράτησε το όνομα του συζύγου της.[5]

Η Μαρί Ντορβάλ συνέχισε να δίνει παραστάσεις και συμμετείχε σε διάφορους επαρχιακούς θιάσους παίζοντας κωμωδίες και κωμικές όπερες. Στο Στρασβούργο, άρχισε να παίζει πρωταγωνιστικούς ρόλους στην κωμωδία και το δράμα με επιτυχία και το 1818 την προσέλαβαν στο Παρίσι, στο θέατρο της Πορτ-Σαιν-Μαρτέν.

Από το 1818 έως το 1826, είχε σχέση με τον συνθέτη Αλεξάντρ Πιτσίνι, με τον οποίο απέκτησε τρεις κόρες.

Το 1827, σε ηλικία 29 ετών, είχε μεγάλη επιτυχία στο έργο Τριάντα χρονών, ή η ζωή ενός παίκτη (Trente ans, ou la vie d’un joueur) του Βικτόρ Ντυκάνζ, στο οποίο συνεργάστηκε με τον διάσημο ηθοποιό Φρεντερίκ Λεμαίτρ. Ο πρώτος της σύζυγος πέθανε και το 1829 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, στο Παρίσι, τον δημοσιογράφο και κριτικό θεάτρου Ζαν-Τουσσαίν Μερλ αλλά το ζευγάρι συμφώνησε στην αρχή της ελεύθερης ένωσης που επέτρεπε στους δύο συντρόφους να διατηρούν εξωσυζυγικές περιπέτειες.

Το 1832, έγινε η ερωμένη του Αλφρέ ντε Βινύ που, μαζί με τον Βίκτωρα Ουγκώ, την παρουσίασαν στην Κομεντί Φρανσαίζ, τον Φεβρουάριο του 1834. Το όνομα της Μαρί Ντορβάλ συνδέθηκε με τη δραματική επανάσταση της ρομαντικής σχολής. Η ηθοποιία της, όπου η τέχνη εξαφανίζονταν από τη φυσικότητα της ευαισθησίας και τα κύματα του πάθους, προσαρμόστηκε τέλεια στη νέα λογοτεχνία, αντικαθιστώντας την κλασική μεγαλοπρέπεια.[6]

Τα περισσότερα έργα στα οποία πρωταγωνίστησε ήταν ρομαντικές ιστορίες ή μελοδράματα και οι πιο διάσημοι ρόλοι της σε έργα του Αλέξανδρου Δουμά και του Αλφρέ ντε Βινύ.

Πορτρέτο της Μαρί Ντορβάλ

Τον Ιανουάριο του 1833, συνδέθηκε με τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη αφού έλαβε μια επιστολή από αυτήν, όπου της εξέφραζε το θαυμασμό της σχετικά με μία από τις παραστάσεις της. Η στενή φιλία τους δημιούργησε φήμες για λεσβιακή σχέση, ειδικά επειδή και οι δύο γυναίκες είχαν αποτελέσει αντικείμενο παρόμοιων φημών και στο παρελθόν. Ο ο κριτικός θεάτρου Γκυστάβ Πλανς έγραψε στην Σαντ να είναι επιφυλακτική σ' αυτήν την «επικίνδυνη φιλία», ενώ ο Αλφρέ ντε Βινύ έγραψε στην Ντορβάλ να μείνει μακριά από τη Σάνδη, την οποία ανέφερε ως «καταραμένη λεσβία». Οι σημερινοί ιστορικοί παραμένουν διχασμένοι σχετικά με τη φύση αυτής της σχέσης, η ερωτική ή σεξουαλική φύση της οποίας δεν έχει επαληθευτεί. Το 1840, η Ντορβάλ έπαιξε στο έργο Κόζιμα της Ζωρζ Σαντ στην Κομεντί Φρανσαίζ. Οι δύο γυναίκες συνεργάστηκαν ακόμη και στο χειρόγραφο, αλλά το έργο ήταν μια αποτυχία και έκανε μόνο επτά παραστάσεις.

Παρά τις φήμες για την προσωπική της ζωή, η καριέρα της συνεχίστηκε για πολλά χρόνια με μεγάλες θεατρικές επιτυχίες, μεταξύ των οποίων τον ρόλο της Κίτυ Μπελ στο έργο Τσάτερτον του Αλφρέ ντε Βινύ το 1835,[7] στην Κομεντί Φρανσαίζ.

Προς το τέλος της καριέρας της, δοκίμασε την τύχη της στο κλασικό ρεπερτόριο στο θέατρο Οντεόν, όπου το 1846 έπαιξε, χωρίς επιτυχία, τους ρόλους της Φαίδρας και της Ανδρομάχης του Ρακίνα. Οι αλλαγές στη μόδα και η επιθυμία του κοινού να δει νεότερες ηθοποιούς έληξε την καριέρα της και άρχισε να περιοδεύει στην επαρχία. Με κατεστραμμένη την υγεία της, πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 51 ετών και αναπαύεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς, δίπλα στον σύζυγό της.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Marie Dorval στο Wikimedia Commons