Λευκή τρομοκρατία (Ουγγαρία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Λευκή τρομοκρατία (αποσαφήνιση).
Δημόσιος απαγχονισμός κατά τη διάρκεια της περιόδου της ουγγρικής λευκής τρομοκρατίας.

Η ονομασία Λευκή τρομοκρατία (ουγγρικά: Fehérterror) έχει αποδοθεί στο σύνολο των ενεργειών πολιτικής καταστολής και τρομοκρατίας οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στην Ουγγαρία, από το 1919 έως το 1920 ή το χρονικό διάστημα μεταξύ 1921-22, από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, καθώς και παραστρατιωτικές μονάδες έπειτα από την πτώση της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια των 133 ημερών της υπάρξεώς της, η Σοβιετική Δημοκρατία εφάρμοσε μία πολιτική κόκκινης τρομοκρατίας εναντίον των αντικαθεστωτικών και των ανυπότακτων προς αυτό, η οποία είχε ως συνέπεια άγνωστο αριθμό θυμάτων, εκτιμώμενο μεταξύ αρκετών εκατοντάδων και αρκετών χιλιάδων[1]. Στα νότια της χώρας, μία αντεπαναστατική κυβέρνηση ιδρύθηκε στο Σέγκεντ[2] · [3]. Ο ναύαρχος Μίκλος Χόρτι κατέστη, ολίγον καιρό αργότερα, Υπουργός Πολέμου της τελευταίας και προχώρησε στην ίδρυση του Εθνικού Στρατού[4], ο οποίος βασιζόταν στα κατάλοιπα του στρατού της Αυστροουγγαρίας[4]: στο κάλεσμά του απάντησαν, μεταξύ άλλων, εθνικιστές αξιωματικοί (κυρίως λοχαγοί και υπολοχαγοί[5] οι οποίοι, ολίγον καιρό αργότερα, ηγήθηκαν εκστρατείας βίας εναντίον κομμουνιστών ή υπόπτων ως κομμουνιστών[6]. Οι παραστρατιωτικές μονάδες, υπό την ηγεσία, μεταξύ άλλων, αξιωματικών όπως ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γκιούλα Γκέμπες[2] ή ο Παλ Πρόναϊ[5], προέβησαν σε αριθμό δολοφονιών και δημοσίων απαγχονισμών. Οριζόμενοι υπό την ονομασία Λευκοί Φρουροί, τα ουγγρικά παραστρατιωτικά αγήματα, τα οποία ήσαν, περίπου, έξι, συνολικά[7], αποτελούσαν τμήμα του Ουγγρικού Εθνικού Στρατού, ωστόσο, δρούσαν ανεξάρτητα, υπακούοντας, μόνον, στις διαταγές των διοικητών τους[6].

Το καθεστώς του Μπέλα Κουν κατέρρευσε τον Αύγουστο του 1919 εμπρός στη ρουμανογαλλογιουγκοσλαβοτσεχοσλοβακική συμμαχία. Ο ρουμανικός στρατός προχώρησε στην κατάληψη της Βουδαπέστης, ενώ, στη συνέχεια, παρέδωσε την εξουσία στην αντεπαναστατική κυβέρνηση. Ο Μίκλος Χόρτι εισήλθε στην πρωτεύουσα στις 16 Νοεμβρίου: στο ενδιάμεσο, τα παραστρατιωτικά αγήματα διέσχισαν την χώρα, προβαίνοντας σε επιθέσεις εναντίον ελευθεροτεκτόνων, σοσιαλδημοκρατών, καθώς και κομμουνιστών οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν[8]. Σημαντικός παράγοντας ως προς την στοχοποίηση συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων φαίνεται να ήταν η θεωρία της πισώπλατης μαχαιριάς[8]. Η ουγγρική λευκή τρομοκρατία απέκτησε, επίσης, αντισημιτικό χαρακτήρα[9], καθώς οι Εβραίοι ήσαν, στο σύνολό τους, εξομοιωμένοι με το κομμουνιστικό καθεστώς[8], αρκετά εκ των στελεχών του οποίου ήσαν εβραϊκής καταγωγής. Σημαντικός παράγοντας στην στοχοποίηση της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας ήταν ο Τύπος εκείνης της περιόδου[10], ο οποίος, μέσω σχετικών άρθρων[10], ώθησε σε εναντίον της βιαιοπραγίες[10]. Παρά το γεγονός πως Εβραίοι έμποροι, επιχειρηματίες και κληρικοί είχαν, επίσης, στοχοποιηθεί από το σοβιετικό καθεστώς[11], ένα κύμα αντισημιτικών βιαιοπραγιών απλώθηκε στο σύνολο των εδαφών της Ουγγαρίας[12].

Ο Μίκλος Χόρτι αδιαφόρησε εμπρός στα συγκεκριμένα περιστατικά βίας, χωρίς, ταυτόχρονα, να αποστασιοποιηθεί από την λευκή τρομοκρατία, έπειτα από την εκλογή του ως αντιβασιλέα του Βασιλείου της Ουγγαρίας, τον Μάρτιο του 1920. Τελικώς, ο Παλ Πρόναϊ δικάστηκε ως εγκληματίας κοινού δικαίου για τις βιαιοπραγίες στις οποίες προέβη κατά τη διάρκεια της περιόδου της λευκής τρομοκρατίας. Καταδικάστηκε σε σύντομης χρονικής διάρκειας ποινή φυλακίσεως, ενώ το τάγμα του διαλύθηκε στις αρχές του 1922, αφότου επιχείρησε να υποστηρίξει την αποτυχημένη απόπειρα παλινόρθωσης του Καρόλου Α΄ της Αυστρίας στον θρόνο της Ουγγαρίας. Η διάλυση του Τάγματος Πρόναϊ θεωρείται ως το πραγματικό τέλος της περιόδου της ουγγρικής λευκής τρομοκρατίας[6].

Απολογισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος της λευκής τρομοκρατίας επηρέασε την ουγγρική λογοτεχνία, καθώς και τον λογοτεχνικό βίο της συγκεκριμένης περιόδου, καθώς έλαβε χώρα η φυλάκιση, η εκτέλεση ή η υποχρέωση σε εξορία σημαντικού αριθμού συγγραφέων και διανοούμενων[13]. Ως αποτέλεσμα, στην τέχνη του κινηματογράφου, αριθμός προσώπων υποχρεώθηκαν σε εξορία εκτός της Ουγγαρίας: ο Παλ Φέγιες, ο Μπέλα Λουγκόζι, ο Μιχάλι Κέρτες, ο οποίος μετονομάστηκε σε Μάικλ Κέρτις στο Χόλιγουντ και ο Σάντορ Κόρντα, ο οποίος μετονομάστηκε σε Αλεξάντερ Κόρντα, ο οποίος και μετέφερε στον κινηματογράφο, το 1931, το επιτυχημένο θεατρικό έργο του Μαρσέλ Πανιόλ, υπό τον τίτλο Marius, ενώ, στη συνέχεια, σε Σερ Αλεξάντερ Κόρντα, αποτελώντας, παράλληλα, τον πρώτο κινηματογραφικό παραγωγό στον οποίο απονεμόταν τίτλος ευγενείας στη Μεγάλη Βρετανία.

Όπως και με την περίοδο της ουγγρικής κόκκινης τρομοκρατίας, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν είναι γνωστός, ενώ οι εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ αρκετών εκατοντάδων έως αρκετών χιλιάδων. Ο Ρόμπερτ Ο. Πάξτον εκτιμά τον συγκεκριμένο αριθμό στις πέντε ή έξι χιλιάδες θύματα, αριθμό κατά δέκα φορές υψηλότερο της κατώτερης εκτιμήσεως σχετικά με τον συνολικό αριθμό των θυμάτων της περιόδου της κόκκινης τρομοκρατίας[14]. Αντιθέτως, ο Μίκλος Μόλναρ εκτιμά ως ρεαλιστικότερο τον συνολικό αριθμό της τάξεως των, περίπου, 1500 θυμάτων[15].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Molnar 1996, σελ. 332
  2. 2,0 2,1 Szende 2000, σελ. 14
  3. Ormos 2001, σελ. 10
  4. 4,0 4,1 Gerwarth 2008, σελ. 186
  5. 5,0 5,1 Gerwarth 2008, σελ. 180
  6. 6,0 6,1 6,2 Bodo 2004
  7. Molnar 1996, σελ. 338
  8. 8,0 8,1 8,2 Gerwarth 2008, σελ. 181
  9. Gerwarth 2008, σελ. 198
  10. 10,0 10,1 10,2 Gerwarth 2008, σελ. 199-200
  11. Courtois 1997, σελ. 302
  12. Molnar 1996, σελ. 338-339
  13. Jozsef 1976, σελ. 55-58
  14. Paxton 2004, σελ. 49
  15. Molnar 1996, σελ. 339

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]