Κοινός άνθρωπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ελευθερία Οδηγεί τον Λαό, από τον Ευγένιο Ντελακρουά. Η φιγούρα "Ελευθερία" μπορεί να ερμηνευτεί τόσο ως θεά όσο και ως ηρωικός κοινός άνθρωπος.

Ο κοινός λαός, επίσης γνωστός ως κοινός άνθρωπος, κοινά ή μάζες, είναι οι απλοί άνθρωποι σε μια κοινότητα ή έθνος που στερούνται σημαντικού κοινωνικού καθεστώτος, ειδικά εκείνοι που δεν είναι μέλη ούτε των βασιλικών οικογενειών, της ευγένειας, του κλήρου, ούτε κάποιου μέλους της αριστοκρατίας.[1][2][3][4][5]

Η διοίκηση του Άντριου Τζάκσον χρησιμοποίησε ένα σύστημα επιλογής διορισμών σε ομοσπονδιακά αξιώματα, το οποίο έδινε έτσι ευκαιρίες στα προηγουμένως περιθωριοποιημένα άτομα να κατέχουν αξιώματα. Επιπλέον, η προεδρία του χαρακτηρίστηκε από την παραχώρηση δικαιώματος ψήφου σε όλους τους άνδρες (που αρχικά περιοριζόταν σε λευκούς άνδρες που κατείχαν περιουσία ή πλήρωναν φόρους), ως μέρος της μεγαλύτερης δημοκρατίας για τον κοινό άνθρωπο. Από οικονομική άποψη, η διοίκηση του Τζάκσον ενθάρρυνε το εμπόριο με την Ευρώπη, οδηγώντας σε αύξηση των θέσεων εργασίας για τον κοινό άνθρωπο στη γεωργία και τη βιομηχανία. Ενώ ιστορικά πολλοί πολιτισμοί έχουν θεσμοθετήσει την έννοια μιας κοινής τάξης στην κοινωνία, από τον 20ο αιώνα ο όρος κοινός άνθρωπος έχει χρησιμοποιηθεί με μια γενικότερη έννοια να αναφέρεται σε τυπικά μέλη της κοινωνίας σε αντίθεση με τους ιδιαίτερα προνομιούχους (είτε σε πλούτο είτε σε επιρροή). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Άντριου Τζάκσον έδωσε την ελπίδα στον κοινό άνθρωπο με βάση το δικό του παράδειγμα, επειδή εξελίχθηκε από ένα φτωχό Σκωτσεζοϊρλανδό Αμερικανό στον έβδομο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών (1829-1837).

Στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοινός άνθρωπος είναι επίσης όρος που χρησιμοποιείται στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, περιγράφοντας τον άνθρωπο που κατασκευάζει τα "κοινά".

Ο όρος προέρχεται ιστορικά από τη μεσαιωνική Αγγλία. Οι κοινοί άνθρωποι αποτελούσαν τότε μέρος των τριών τάξεων, δηλαδή της αριστοκρατίας, των κληρικών και των κοινών ανθρώπων.

Σήμερα, ο κοινός άνθρωπος έχει διατηρήσει την παραπάνω έννοια του απλού και συνηθισμένου ανθρώπου, δηλαδή ενός ατόμου χωρίς διάκριση ή κοινωνικό κύρος.

Στη Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία ο κοινός άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω. Εδώ ο κοινός άνθρωπός, εκτός από τον άνθρωπο που εργάζεται, προϋποθέτει και κάτι ακόμα: ο κοινός άνθρωποι δεν είναι μόνο κοινός επειδή εργάζεται, αλλά, το πιο σημαντικό, επειδή εργάζεται πάνω στο κοινό. Έτσι όπως εννοούμε τα ονόματα άλλων επαγγελμάτων, όπως δηλαδή ο φούρναρης (bak-er), ο υφαντής (weav-er) και ο μυλωνάς (mill-er), πρέπει να κατανοήσουμε και τον όρο κοινός άνθρωπος (common-er). Όπως ο φούρναρης φουρνίζει, ο υφαντής υφαίνει, και ο μυλωνάς αλέθει, έτσι και ο κοινός (commoner) «κοινωνεί» («commons»), δηλαδή κατασκευάζει το κοινό.

Ο κοινός άνθρωπος, παρότι συνηθισμένο και απλό άτομο κάνει μια πολύ σημαντική δουλειά: ελευθερώνει την ιδιωτική ιδιοκτησία, ώστε όλοι να έχουν πρόσβαση και δικαίωμα χρήσης και μετατρέπει την δημόσια ιδιοκτησία, που ελέγχεται από το κράτος, σε κοινή. Ακόμα βρίσκει τρόπους, για να διαxειριστεί, να αναπτύξει και να συντηρήσει τον κοινό πλούτο μέσω της δημοκρατικής συμμετοχής. Έργο του κοινού ανθρώπου, λοιπόν, εκτός από να προσφέρει ελεύθερη πρόσβαση στα χωράφια και τους ποταμούς, είναι να δημιουργήσει επίσης ένα μέσο για την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, των εικόνων, των κωδικών, της μουσικής και της πληροφορίας[6].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Andrew Jackson:'Era of the Common Man'». AP US History. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2017. 
  2. «The Age of the Common Man». Smithsonian American Art Museum. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2017. 
  3. «Andrew Jackson and the Era of the Common Man». Owlcation. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2017. 
  4. Aboukhadijeh, Feross. «Democracy and the "Common Man"». AP US History Notes. 
  5. «The Rise of the Common Man». U.S. History.  H παράμετρος |url= είναι κενή ή απουσιάζει (βοήθεια); Η παράμετρος |access-date= χρειάζεται |url= (βοήθεια)
  6. Michael Hardt and Antonio Negri (2012). Ας πάρουμε τη σκυτάλη (Declaration). σελ. 131-132.