Καμπούτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κράνος Καμπούτο


Καμπούτο (兜, 冑) ονομάζεται στην ιαπωνική γλώσσα το πολεμικό κράνος, ο όρος όμως έχει επικρατήσει κυρίως για να ονομάσει το κράνος της παραδοσιακής πολεμικής στολής των Σαμουράι.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα κράνη που έχουν βρεθεί στην Ιαπωνία χρονολογούνται από τον 5ο αι. μ.Χ., και προέρχονται από αντιγραφές κινέζικων και κορεατικών κρανών. [1] Τα παραδοσιακό καμπούτο των Σαμουράι, εμφανίστηκαν πρώτη φορά κατά τον 10ο αι. μ.Χ., στην Περίοδο Χεϊάν. [2]

Τα κύρια μέρη ενός Καμπούτο
1= ο θόλος (hachi)
2 = προστατευτικό τραχήλου (shikoro)
3 = προστατευτικό αυτιών (fukigaeshi)
4 = γείσο (mae-zashi)
5 = ;
6 = υποδοχή θυρεού (datemono)
7 = υποδοχή διακοσμητικού εμβλήματος (hachimanza)

Τον 16ο αιώνα κατά την περίοδο Σενγκόκου όταν άλλαξε ο τρόπος μάχης των Σαμουράι λόγω της χρήσης της πυρίτιδας πλέον, (οι μάχες έγιναν ομαδικές) το κράνος Καμπούτο άλλαξε μορφή, στην παραλλαγή που είναι γνωστή ως τοσέι γκουσόκου.[3] Το καμπούτο έγινε σημαντικό κομμάτι της πανοπλίας ενός Σαμουράι, με έντονη πολιτιστική επίδραση ακόμα και στην καθημερινότητα του ιαπωνικού λαού, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην χρήση πολλών παρομοιώσεων και κωδικοποιημένων εκφράσεων στην ιαπωνική γλώσσα. Παράδειγμα, η φράση Katte kabuto no o wo shimeyo, που σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά, μεταφράζεται ως μη χαλαρώνεις το κορδόνι του καμπούτο ακόμα και μετά τη νίκη, δηλαδή, μην επαναπαύεσαι στις δάφνες σου. [4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bryant, Anthony J. (1991). Early Samurai: 200-1500 AD. Angus McBride, Ill. Osprey Publishing. σελ. 45. ISBN 9781855321311. [νεκρός σύνδεσμος]
  2. 式正の鎧・大鎧 Costume Museum
  3. ό.π.
  4. 勝って兜の緒を締めよ weblio国語辞典