Κάστρο του Παντοκράτορα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°56′42.5″N 20°44′19.6″E / 38.945139°N 20.738778°E / 38.945139; 20.738778

Κάστρο του Παντοκράτορα
Το κάστρο του Παντοκράτορα
σε καρτ ποστάλ του 1925.
Χάρτης
Είδοςαρχαιολογική θέση και κάστρο
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°56′42″N 20°44′20″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Πρέβεζας
ΤοποθεσίαΠαντοκράτορας Πρέβεζας
ΧώραΕλλάδα
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και διατηρητέο μνημείο
Commons page Πολυμέσα

Το κάστρο του Παντοκράτορα είναι ένα από τα πολλά οχυρωματικά έργα της Πρέβεζας, στο στόμιο του πορθμού που οδηγεί από το Ιόνιο πέλαγος στον Αμβρακικό κόλπο.

Η στρατηγική θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πορθμός που οδηγεί από το Ιόνιο πέλαγος στον Αμβρακικό κόλπο ήταν από την αρχαιότητα στρατηγικής σημασίας, καθώς οδηγεί από την ανοικτή και πολλές φορές αφιλόξενη θάλασσα του Ιονίου στον απάνεμο και ασφαλή και ιχθυοτρόφο Αμβρακικό. Η αρχή του πορθμού είναι στο δυτικό άκρο του και ονομάζεται Στενόν Πρεβέζης. Έχει στη βόρεια πλευρά του την ακτή της Ηπείρου και στη νότια την Ακαρνανική ακτή. Το Στενό αποτελείται από αβαθή νερά και βραχώδη, στο μεγαλύτερο μέρος του, πυθμένα. Για αυτόν τον λόγο η πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν τα εισπλέοντα πλοία ήταν από την αρχαιότητα συγκεκριμένη και γινόταν από σημεία τα οποία από τη φύση τους ήταν βαθύτερα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η διέλευση γίνεται μέσω ενός υφαλαύλακα που εκβαθύνθηκε τεχνητά. Τα βαθύτερα σημεία του στενού βρίσκονταν, πριν τη δημιουργία του τεχνητού υφαλαύλακα, πιο κοντά στην Ηπειρωτική ακτή. Ως εκ τούτου, εάν κάποιος ήθελε να ελέγξει τα Στενά, έπρεπε να οχυρώσει την Ηπειρωτική τους ακτή. Ο μέγας στρατηγός σουλτάνος Μωάμεθ β΄, ο πορθητής, κατανόησε τη στρατηγική θέση του πορθμού και το 1478 κατασκεύασε, στο πέρασμα αυτό, το πρώτο κάστρο, το οποίο οι Οθωμανοί ονόμασαν Πρέβεζε καλεσί. Από τότε και στο εξής όποιος ήλεγχε το Στενό, ήλεγχε και τον Αμβρακικό.[1]

Το Στενόν Πρεβέζης. Σκαρίφημα του 1912.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Ήπειρος και η Ακαρνανία ήταν υπό την κυριαρχία του πασά των Ιωαννίνων Αλή Τεπελενλή, του γνωστού Αλή πασά. Τρία σημαντικά κάστρα της περιοχής αυτής, όμως, ήταν υπό ενετική κυριαρχία. Η Πάργα, η Βόνιτσα και η Πρέβεζα. Με την Πρέβεζα υπό ενετική διοίκηση, το θαλάσσιο στενό ελεγχόταν κυρίως από τους Ενετούς. Ο Αμβρακικός κόλπος αντίθετα ήταν στην πλειονότητά του (πλην της Πρέβεζας και της Βόνιτσας) υπό την κυριαρχία του Αλή πασά, ο οποίος ήταν λογικό να θέλει να ελέγξει και αυτός τα στενά της εισόδου. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να κατασκευάσει οχυρό στην Ακαρνανική ακτή των στενών, η οποία ήταν στην κυριότητά του. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα, περί το 1795, ανεγέρθηκε η πρώτη φάση του κάστρου του Ακτίου.[2] Οι ιστορικές εξελίξεις της εποχής ήταν ραγδαίες. Με την είσοδο του Μεγάλου Ναπολέοντα στη Βενετία, στις 12 Μαΐου 1797, καταλύθηκε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και οι όποιες κτήσεις της στην Αδριατική και το Ιόνιο περιήλθαν αυτοδικαίως και αναίμακτα στη Γαλλική Αυτοκρατορία. Ενάμισι χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1798, ο Αλή πασάς βρήκε τη ευκαιρία και επιτέθηκε στην Πρέβεζα, καταλαμβάνοντάς την και εκδιώκοντας τους λίγους εναπομείναντες Γάλλους και τους Γαλλόφιλους Έλληνες κατοίκους της πόλης, κατά τα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως «ο Χαλασμός της Πρέβεζας». Στα άμεσα σχέδια του νέου κατακτητή Αλή πασά ήταν η οχύρωση της περιοχής. Οι επιθυμίες του, όμως, ανασχέθηκαν προσωρινά, λόγω της παρέμβασης της Ρωσίας και της δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινοπολιτείας, που αποτελούταν από τις πρώην ενετικές κτήσεις της Ηπειρωτικής ακτής (Πρέβεζα, Πάργα, Βόνιτσα, Βουθρωτό). Έξι χρόνια αργότερα, στα τέλη του 1806, με ύπουλο και πάλι τρόπο, ο γιος του Αλή πασά, Βελή, καταλαμβάνει την Πρέβεζα και ο Αλή γίνεται πλέον απόλυτος κυρίαρχος όλης της περιοχής, χωρίς πλέον την ύπαρξη των μικρών σε έκταση, αλλά στρατηγικών σε θέση, θυλάκων.[3]

Οχυρωματικά έργα στην Πρέβεζα από τον Αλή πασά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις αρχές του 1807 αρχίζει ένας οργασμός οχυρωματικών έργων στην περιοχή της Πρέβεζας, τα οποία εκτελούνταν από εκατοντάδες εργάτες, εξειδικευμένους και μη, που διατάχθηκαν να έρθουν στην Πρέβεζα από όλη την επικράτεια του Αλή πασά. Δούλευαν νυχθημερόν, με τη διαδικασία της αγγαρίας, δηλαδή, της υποχρεωτικής εργασίας με μόνη παροχή ένα ελάχιστο ημερήσιο φαγητό.[4] Ο Αλή πασάς, φίλα προσκείμενος, την εποχή εκείνη, στους Γάλλους, τους ζητά να του προτείνουν τον καλύτερο τρόπο αμυντικής θωράκισης των στενών της Πρέβεζας. Ο τότε υποτιθέμενος φίλος του, Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Φρανσουά Πουκεβίλ, παρεμβαίνει στη Γαλλική κυβέρνηση, η οποία στέλνει δύο αξιωματικούς του πυροβολικού και μηχανικούς για να συμβουλεύσουν τον Αλή στην οχύρωση των στενών της Πρέβεζας, μεταξύ άλλων. Ο συνταγματάρχης του γαλλικού πυροβολικού Φρεντερίκ Φρανσουά Γκυγιώμ (γαλλικά: Frédéric François Guillaume) (1772-1845), ο οποίος αργότερα πήρε τον τίτλο ντε Βωντοκούγ (de Vaudoncourt), και ο λοχαγός μηχανικός Πονσετόν (γαλλικά: Ponceton) ήταν οι δύο σημαντικότεροι σύμβουλοι του Αλή. Με την αρχική φάση του κάστρου του Ακτίου να έχει ήδη κτιστεί από τον Αλή στο στενότερο σημείο του Στενού, η κατασκευή ενός κάστρου στην ακριβώς απέναντι Ηπειρωτική ακτή είναι η λογική απόφαση για τον έλεγχο των στενών, του Αμβρακικού. Αυτή ήταν και η πρόταση των Γάλλων αξιωματικών και μηχανικών προς τον Αλή πασά. Θέλοντας να κατασκευάσει το οχυρό όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ο πασάς φέρνει στην Πρέβεζα 300 εργάτες και 200 κτιστάδες και σε χρόνο ρεκόρ ολοκληρώνεται το κάστρο που σήμερα ονομάζεται του αγ. Γεωργίου. Όπως διασώζουν οι σημειώσεις των Γάλλων μηχανικών και παρόλο ότι έγιναν κάποιες αλλαγές στην κατασκευή με τη θέληση του Αλή πασά, το κάστρο ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες! Ο θεμέλιος λίθος μπήκε τον Μάρτιο του 1807, παρουσία και του Γάλλου προξένου, και μέχρι το Φθινόπωρο του ίδιου έτους το κάστρο ήταν έτοιμο![5] Οι ρυθμοί κατασκευής των οχυρωματικών έργων στην Πρέβεζα ήταν τόσο ταχείς ώστε την ίδια περίοδο επισκευάστηκε και βελτιώθηκε το κάστρο του αγ. Ανδρέα, κτίστηκε ο παραθαλάσσιος εξωτερικός περίβολός του και κατασκευάστηκε η περιμετρική αμυντική τάφρος (τάπια) της Πρέβεζας.

Η κατασκευή του κάστρου του Παντοκράτορα από τον Αλή πασά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο του Παντοκράτορα. Αεροφωτογραφία του 2021.

Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα οι αποδώσεις των πυροβόλων όπλων βελτιώνονταν συνεχώς και με αλματώδεις ρυθμούς, με το βεληνεκές τους να γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Το Στενόν Πρεβέζης μπορούσε πλέον να ελεγχθεί και από μεγαλύτερη απόσταση. Έτσι, ο Αλή πασάς αποφάσισε την κατασκευή νέου κάστρου, στη δυτική άκρη των στενών. Όσοι ανεπιθύμητοι στον πασά αποφάσιζαν να εισέλθουν στο Στενό θα δέχονταν πλέον τα πυρά από νωρίς, και σε συνδυασμό με τα πυρά του κάστρου του αγ. Γεωργίου αποτρέπονταν ευκολότερα η είσοδός τους στον Αμβρακικό κόλπο.

Όλοι οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν στο ότι το κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε την περίοδο των 14 ετών που ο Αλή πασάς κατείχε την Πρέβεζα (τέλος του 1806 μέχρι το 1820). Ο ακριβής χρόνος κατασκευής του κάστρου, όμως, δεν συμφωνείται από όλους. Η ομάδα του καθηγητή κ. Γιώργου Βελένη, που μελέτησε το κάστρο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατέληξε στην απόλυτη άποψη ότι η πρώτη φάση του κάστρου, το εσωτερικό πεντάγωνο οχυρό, κατασκευάστηκε το 1807-1808, βάση σχεδίων του Γάλλου μηχανικού Φρεντερίκ Φρανσουά Γκυγιώμ ντε Βωντοκούγ (Frédéric François Guillaume de Vaudoncourt), και ότι η δεύτερη κατασκευαστική φάση, το εξωτερικό τμήμα του με τον μεγάλο τριγωνικό προμαχώνα, κτίστηκε στις προχωρημένες δεκαετίες του 19ου αιώνα.[6]
Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι το Κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε από τον Αλή πασά αργότερα από τα υπόλοιπα κάστρα της Πρέβεζας. Σύμφωνα με αυτές, η κατασκευή του κάστρου πρέπει να πραγματοποιήθηκε το 1818 περίπου,[7] διότι:

  • Οι εκθέσεις των Γάλλων αξιωματικών του πυροβολικού, και μηχανικών Guillaume de Vaudoncourt και Ponceton που εντοπίστηκαν στα αρχεία της Γενναδείου Βιβλιοθήκης των Αθηνών και μελετήθηκαν από την Δρ. Emily Neumeier, ξεκαθαρίζουν ότι το κάστρο που κατασκευάστηκε με σχέδιά τους ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε του αγ. Γεωργίου και όχι του Παντοκράτορα.[8]
  • Ο Ουίλιαμ Γκούντισον (αγγλικά: William Goodisson), ένας από του Άγγλους στρατιωτικούς γιατρούς που υπηρετούσαν από το 1814 στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, σε μία επίσκεψη, με οσμή κατασκοπίας, στην Πρέβεζα το καλοκαίρι του 1818, ανέφερε ότι η κατασκευή του κάστρου του Παντοκράτορα ήταν τότε σε εξέλιξη και δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.[9]
  • Ο χειρόγραφος χάρτης του Ζαν Γκυγιώμ Μπαρμπιέ ντι Μποκάζ (γαλλικά: Jean-Guillaume Barbié du Bocage), ο οποίος σχεδιάστηκε μετά από αίτημα του Γάλλου προξένου, στην Πάτρα τότε, Πουκεβίλ, και φέρει χρονολογία 1818, δεν σημειώνει το κάστρο του Παντοκράτορα, αλλά μόνο την εκκλησία που υπήρχε στον ίδιο σχεδόν χώρο. Όταν ο χάρτης δημοσιεύθηκε από τον Πουκεβίλ δύο χρόνια αργότερα, το 1820, πάνω στον χάρτη σημειώνεται το Νέο κάστρο (γαλλικά: Fort Neuf), δίπλα στην εκκλησία του Παντοκράτορα.[10]
Όψη του κάστρου του Παντοκράτορα από τα νότια το 1830.

Εάν όντως το κάστρο του Παντοκράτορα κατασκευάστηκε σε δύο χρονικές φάσεις, όπως υποστηρίζει η ομάδα Βελένη και όπως φαίνεται να μαρτυρούν αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ίδιου του κάστρου, τότε η δεύτερη κατασκευαστική φάση ολοκληρώθηκε πριν το 1830, χρόνο κατά τον οποίο η νότια όψη του κάστρου αποτυπώθηκε από Άγγλους στρατιωτικούς μηχανικούς του Βρετανικού Ναυαρχείου και δημοσιεύθηκε σε χάρτες της ίδιας χρονιάς.[11] Η όψη αυτή συμπεριέχει και τη θεωρούμενη, από την ομάδα Βελένη και όσους βασίζονται σε αυτή, ως δεύτερη κατασκευαστική φάση.[12]

Μετά την εκδίωξη του Αλή πασά από την Πρέβεζα, το 1820, οι σουλτανικές δυνάμεις κατοχής είναι σχεδόν βέβαιο ότι βελτίωσαν τα οχυρωματικά έργα της Πρέβεζας, ιδιαίτερα αφού μια δεκαετία αργότερα το Στενόν Πρεβέζης θα γίνει μεθόριος γραμμή μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου.

Το κάστρο του Παντοκράτορα. Φωτογραφία του 1912.

Τα εξωτερικά, ανεξάρτητα κάστρα, όπως αυτό του Παντοκράτορα, στέγαζαν τη φρουρά τους και τη διοίκησή τους και έτσι χρειάζονταν αρκετούς στεγασμένους χώρους, οι οποίοι φαίνεται να διατηρούνταν στο κάστρο και το 1912, όπως μαρτυρούν φωτογραφίες της εποχής.

Το κάστρο μετά την απελευθέρωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την απελευθέρωση της Πρέβεζας, τον Οκτώβριο του 1912, στο κάστρο εγκαταστάθηκε μικρή μονάδα του Ελληνικού Ναυτικού, η οποία χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα οθωμανικά πυροβόλα του κάστρου και του απέναντί του λόφου Κάλκ Μπαμπά, ήλεγχε την κίνηση των πλοίων προς τον Αμβρακικό κόλπο.[13]

Τα ίδια κτίσματα συνέχισαν να υφίστανται και κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ο Πρεβεζάνος εκδότης Νικήτας Τσουτσάνης εξέδωσε καρτ ποστάλ που απεικονίζει το Κάστρο του Παντοκράτορα. Έτσι ήταν το φρούριο όταν το επισκέφθηκε ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, όπως αναφέρεται στο πεζό κείμενό του Κάθαρσις.

Το κάστρο ως φυλακή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο του Παντοκράτορα όταν λειτουργούσε ως φυλακή.
Φωτογραφία του 1955 περίπου.

Η Πρέβεζα από το 1913 έγινε έδρα Πρωτοδικείου και ως εκ τούτου έπρεπε, κατά τα τότε ισχύοντα, να διαθέτει και φυλακές. Αρχικά αυτές στεγαζόταν στο απέναντι Φρούριο του Ακτίου. Λίγο πριν το 1930 οι φυλακές μεταφέρθηκαν στο κάστρο του Παντοκράτορα. Στις αρχές του 1940 το Υπουργείο Οικονομικών παραχώρησε τη χρήση του κάστρου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο ήταν υπεύθυνο για τις φυλακές. Πιθανότατα τότε προστέθηκαν στο κάστρο νέες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα. Άλλωστε, το παρεκκλήσιο των αγίων Αναργύρων στην κορυφή του κάστρου καθιδρύθηκε στις 2 Ιουλίου 1939 από τον τότε μητροπολίτη Ανδρέα Μαντούδη. Οι φυλακές καταργήθηκαν από τη Δικτατορία το 1968, μαζί με πολλές άλλες ανά την επικράτεια.[14] Την ίδια περίοδο, το κάστρο του Παντοκράτορα συνδέθηκε και με τα τραγικά γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1944. Τότε, και με το τέλος της Γερμανικής κατοχής της Πρέβεζας, έπρεπε να υλοποιηθούν τα όσα συμφωνήθηκαν στη Γέφυρα της Πλάκας μεταξύ των αντίπαλων ελληνικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Αντί, όμως, των συμφωνηθέντων, έγιναν άλλα και προκλήθηκαν έτσι οι εμφύλιες συρράξεις του Σεπτεμβρίου 1944, οι οποίες κατέληξαν σε εκατέρωθεν φυλακίσεις και τελικά στις άθλιες και ανεπίτρεπτες και απάνθρωπες εκτελέσεις της Παργινόσκαλας.

Στις φυλακές της Πρέβεζας κρατείτο, στις αρχές του 1950, ως πολιτικός κρατούμενος, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στη διάρκεια προεκλογικής του εκστρατείας στην Ήπειρο το 1985, «στην Πρέβεζα πέρασα ζάχαρη». Ο λόγος ήταν ότι ο Φλωράκης συγκρατείτο στο ίδιο κελί με «έναν Μπαξεβάνη» (όπως ο ίδιος τον θυμόταν), ο οποίος ήταν Πρεβεζάνος ποινικός κρατούμενος, λόγω παράνομης οπλοκατοχής κλπ. Οι οικείοι τού «Μπαξεβάνη» κατάφερναν και έφερναν συχνά πίτες και σπιτικά φαγητά και γλυκίσματα, τα οποία ο ίδιος μοιραζόταν με τον Φλωράκη και έτσι η φυλακή της Πρέβεζας έγινε ελαφρύτερη για αυτόν.[15]

Το κάστρο μετά το 1970[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 απεφεύχθη η εκποίηση του κάστρου και μετά από αντιδράσεις και παρεμβάσεις των τοπικών αρχών επιτράπηκε να διαμένουν σε κάποια από τα οικήματά του άπορες οικογένειες.

Το 1982, το κάστρο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού «ως ενετικό φρούριο»![16]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Δήμος Πρέβεζας, υπό την ηγεσία του χαρισματικού και οραματιστή δημάρχου κ. Νίκου Δ. Γιαννούλη, ανέθεσε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ερευνητικό πρόγραμμα με αντικείμενο μελέτης το κάστρο του Παντοκράτορα, το οποίο και χρηματοδότησε. Της ερευνητικής ομάδας ηγείτο ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας κ. Γιώργος Βελένης και μεταξύ των ειδικών συνεργατών του συγκαταλέγονταν η Δρ. Ιωάννα Στεριώτου, ειδική στα οχυρωματικά έργα, κυρίως της Ενετικής περιόδου.

Με την ολοκλήρωση της μελέτης Βελένη το 1991, ακολούθησε μελέτη εφαρμογής των προτάσεων Βελένη, η οποία και εγκρίθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση του ΥΠ.ΠΟ. Η υλοποίησή της, όμως, έγινε από τον Δήμο Πρέβεζας, χωρίς να γνωρίζουμε εάν εφαρμόστηκε πλήρως και κατά γράμμα η μελέτη εφαρμογής. Τότε καθαιρέθηκαν οι τσιμεντοκατασκευές και αφαιρέθηκαν οι επιχώσεις των υπόγειων στοών και προμαχώνων.[17]

Άλλες ονομασίες του κάστρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο ‒το οποίο είναι στις μέρες μας γνωστό ως του Παντοκράτορα, λόγω της ομώνυμης εκκλησίας που υπήρχε στον ίδιο σχεδόν χώρο πριν κατασκευαστεί το κάστρο‒[Σημ. 1] ονομάστηκε αρχικά από τους Οθωμανούς Γενή καλέ (νέο κάστρο). Οι Γάλλοι, μεταφράζοντας την τουρκική ονομασία του κάστρου, το σημειώνουν στους χάρτες τους, ήδη από το 1820, ως Φωγ Νεφ (γαλλικά: Fort Neuf). Η ονομασία, όμως, Γενή καλέ είχε δοθεί, ήδη από το 1807, στο κάστρο που σήμερα είναι γνωστό ως του αγίου Γεωργίου, ένα περίπου χιλιόμετρο ανατολικά του Παντοκράτορα. Φαίνεται ότι η ονομασία αυτή δεν μπόρεσε να απαλειφθεί από το κάστρο του αγίου Γεωργίου και έτσι το νέο κάστρο επικράτησε να λέγεται Κάστρο του Παντοκράτορα, ήδη από το 1830, όπως αποδεικνύεται από ναυτικούς χάρτες του Βρετανικού Ναυαρχείου.[18]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η ύπαρξη ναού του Παντοκράτορα στην περιοχή επιβεβαιώνεται από τον χάρτη του Jean-Guillaume Barbié du Bocage, όπως αυτός αναπαράχθηκε το 1820 στην έκδοση του έργου Voyage Dans la Grèce του Φρανσουά Πουκεβίλ. Βλ. σχετικά, Νίκος Δ. Καράμπελας, 2006, Επί Χάρτου. Χαρακτικά της Πρέβεζας, Πρέβεζα, χάρτης Νο. 14.

Βιβλιογραφικές παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Καράμπελας 2021, σελ. 2-3.
  2. Καράμπελας 2017, σελ. 124-129.
  3. Σκλαβενίτης & Νικολάου 2010, σελ. 4-6, 12.
  4. Δημητρόπουλος 2010, σελ. 41-51
  5. Neumeier 2018, σελ. 20-24
  6. Βελένης 1991, σελίδες 33-35
  7. Καράμπελας 2021
  8. Neumeier 2018, σελίδες 31-44
  9. Καράμπελας 2011, σελίδες 146, 176-179
  10. Καράμπελας 2021, σελίδες 5-6
  11. Καράμπελας 2021, σελ. 6
  12. Σμύρης 2000, σελίδες 96-100 και Σαρρή 2014, σελίδες 56-59.
  13. Σκλαβενίτης & Καράμπελας 2013, σελ. 35-58
  14. Καράμπελας 2021, σελίδες 6-7
  15. Καράμπελας 2021, σελ. 7
  16. Βλ. ΦΕΚ τεύχος Β, 78/23.2.1982., σελ. 8.
  17. Καράμπελας 2021, σελίδες 1-2
  18. Καράμπελας 2021, σελ. 2

Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]