Ιωάννης Δ΄ της Αχρίδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Δ΄ της Αχρίδος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα γεννήσεωςἈδριανός Κομνηνός
Γέννηση1088[1]
Θάνατος1163[2]
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακληρικός
Οικογένεια
Τέκναd:Q123764431
ΓονείςΙσαάκιος Κομνηνός και Ειρήνη της Αλανίας
ΑδέλφιαΙωάννης Κομνηνός
Αλέξιος Κομνηνός
Κωνσταντίνος Κομνηνός
d:Q123753995
d:Q123785882
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααρχιεπίσκοπος

Ο Aδριανός Κομνηνός (π. 1088 – 1163/64) ήταν Βυζαντινός πρίγκιπας της δυναστείας των Κομνηνών, που έγινε μοναχός και υπηρέτησε ως Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας ως Ιωάννης Δ΄ μεταξύ 1139/42 και του τέλους του, κάπου το 1163/64.

Λίγες λεπτομέρειες για τη ζωή του είναι γνωστές. Ως νεότερος ανιψιός του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, έλαβε καλή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως κυβερνήτης της επαρχίας της Χαλδίας, όπου διακρίθηκε για την καλή του διακυβέρνηση, τουλάχιστον σύμφωνα με ένα εορταστικό κομμάτι που γράφτηκε προς τιμήν του. Ήταν νυμφευμένος και είχε τουλάχιστον δύο κόρες, αλλά λίγα είναι γνωστά γι' αυτές ή τους απογόνους τους. Τελικά έγινε μοναχός, με το όνομα Ιωάννης. Το 1136–1138 συνόδευσε τον εξάδελφό του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό στην εκστρατεία και πήγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους . Το 1142/43 είχε διοριστεί Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, θέση που διατήρησε μέχρι το τέλος του το 1163/64. Ήταν ο πρώτος αυτού του αξιώματος, που χρησιμοποίησε τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Ιουστινιανής Πρώτης και πάσης Βουλγαρίας», που αργότερα έγινε ο τυπικός τίτλος της έδρας.

Πρώιμη ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αδριανός Κομνηνός γεννήθηκε π. 1088 ως τέταρτος γιος (και έκτο παιδί) του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού, αδελφού του Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (βασ. 1081–1118 ), και της σύζυγό του, Ειρήνη της Αλανίας. [3] [4] Η ζωή και η σταδιορδομία του είναι κυρίως γνωστές από ένα εγκώμιο του ρήτορα Νικηφόρου Βασιλάκη. [5] Έλαβε ενδελεχή μόρφωση και εκπαίδευση σε στρατιωτικές ασκήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ιππασίας, του ακοντίου και της τοξοβολίας. [5]

Ο θείος του τον ανέβασε στο βαθμό του σεβαστού και τον διόρισε στρατιωτικό διοικητή (δούκα) της Χαλδίας στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Ο Αδριανός διακρίθηκε στη θέση, σύμφωνα με τον Βασιλάκη, για την εντιμότητα και το ότι ήταν αδιάφθορος, την έλλειψη επίδειξης και τη σοφή και συμπονετική στάση του απέναντι στους κατοίκους της επαρχίας του, προστατεύοντάς τους από τη συνήθη αρπαγή των αυτοκρατορικών εφοριακών. [6]

Μοναχός και αρχιεπίσκοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο πριν από τον Οκτώβριο του 1136, μετά από συνεννόηση με τη σύζυγό του, έγινε μοναχός [6] παίρνοντας το μοναστικό όνομα Ιωάννης [7], αλλά διατηρώντας τον τίτλο του σεβαστού. [8] Το 1137 συνόδευσε τον εξάδελφό του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (βασ. 1118–1143 ) στην εκστρατεία του στην Κιλικία και τη Συρία. Αφού συμμετείχε στη θριαμβευτική είσοδο του Ιωάννη Β' στην Αντιόχεια, συνέχισε νότια και έκανε προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ και στους Αγίους Τόπους, προτού επανενταχθεί στον αυτοκρατορικό στρατό στο ταξίδι της επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1138 [3] [6].

Λίγο μετά το 1139 εξελέγη και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας . Ένα terminus ante quem παρέχεται από τη συμμετοχή του ως δικαστής στις αυτοκρατορικές συνόδους, που καταδικάζουν δύο επισκόπους για την προσήλωσή τους στον Βογομιλισμό τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 1143, [3] [9] αλλά η ημερομηνία μπορεί να είναι ακόμη νωρίτερα, εάν ο Πωλ Κγωτιέ έχει δίκιο στη χρονολόγηση μίας επιστολής, που ο Ιωάννης έλαβε από τον φιλόσοφο Μιχαήλ Ιταλικό τα Χριστούγεννα του 1142. [10] [11] Ο Μιχαήλ Ιταλικός επίσης επαινεί τον Ιωάννη για τον χαρακτήρα του, τονίζοντας την επιείκεια και τη γενναιοδωρία του. [10] Στη συνέχεια βεβαιώνεται ότι συμμετείχε σε σύνοδο τον Ιανουάριο του 1156, και στη Σύνοδο των Βλαχερνών τον Μάιο του 1157, η οποία καταδίκασε τον νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Αντιοχείας Σωτήριχο Παντεύγενο και τους ρήτορες Μιχαήλ Θεσσαλονίκης και Νικηφόρο Βασιλάκη. Αυτή είναι και η τελευταία αναφορά σε αυτόν στις βυζαντινές πηγές. [12] [13]

Πάντως, σύμφωνα με τον Γκύντερ Πρίντσινγκ, ο Ιωάννης πρέπει να ταυτιστεί με "έναν Αδριανό επίσκοπο Βουλγαρίας", που αναφέρεται στον Λαυρεντιανό Κώδικα ότι είχε διαφωνία το καλοκαίρι του 1163 με τον έκπτωτο Λέοντα Β΄ επίσκοπο του Ροστόφ και Σούζνταλ, ενώπιον του Mανουήλ Α΄ Κομνημνού (βασ. 1143-1180).[11] Απεβίωσε κάποια στιγμή πριν τις 10 Φεβρουαρίου 1164, όταν καταγράφεται ως αποβιώσας σε έναν κατάλογο διπλωμάτων από τη μονή Παναγία; Ελεούσα; στη Στρώμνιτσα.[6][3] Από τα έργα του, μόνο έναν νομοκάνων και μία ομιλία επέζησαν.[14]

Ο Ιωάννης ήταν ο πρώτος αρχιεπίσκοπος της Αχρίδας, που χρησιμοποίησε τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου της Ιουστινιανής Πρώτης και πάσης Βουλγαρίας», και πιστοποιείται στην υπογραφή του το 1157, διεκδικώντας έτσι την κληρονομιά της βραχύβιας και από καιρό εξαλειφθείσας Αρχιεπισκοπής της Ιουστινιανής Πρώτης, που ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό Α' τον 6ο αι. [15] Αυτός ο τίτλος προφανώς έπεσε σε αχρησία από τους άμεσους διαδόχους του, πιθανώς λόγω πιέσεων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στις αρχές του 13ου αι. αναβίωσε από τον φιλόδοξο Δημήτριο Χωματηνό, για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του για οιονεί πατριαρχικό καθεστώς στη σύγκρουσή του για την εξουσία με τους Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, την εποχή που ήταν εξόριστος στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο χαρακτηρισμός έγινε τελικά αποδεκτός από την Κωνσταντινούπολη μετά το 1261, και ένα σταθερό μέρος της ιδιότητας των αρχιεπισκόπων. [15]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο π. 1107 νυμφεύτηκε με τη μεσολάβηση τού θείου του, αλλά η ταυτότητα της γυναίκας του είναι εντελώς άγνωστη. Το ζευγάρι είχε τουλάχιστον δύο κόρες: τη Θεοδώρα, και μία άλλη που δεν κατονομάζεται. [6]

  • Θεοδώρα, γενν. π. 1110, παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο Κοντοστέφανο, γιο του μεγάλου δούκα Ισαάκιου Κοντοστεφάνου, και διακεκριμένο διοικητή κατά την πρώιμη βασιλεία του Μανουήλ Α' Κομνηνού. Το ζευγάρι είχε τέσσερα παιδιά, δύο από τα οποία απεβίωσαν σε νεαρή ηλικία. [6]
  • Η ανώνυμη αδελφή της, γεννημένη πιθανώς π. 1115, είναι γνωστή μόνο για την πώληση μέρους τής γης τής οικογένειάς της στον Αυτοκράτορα Ιωάννη Β', ο οποίος την αφιέρωσε στη Μονή Παντοκράτορα. Ζούσε το 1136, αλλά τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό γι' αυτήν. [16]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 26  Νοεμβρίου 2018.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Stiernon 1963.
  4. Varzos 1984, σελ. 159.
  5. 5,0 5,1 Varzos 1984, σελ. 160.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Varzos 1984.
  7. Varzos 1984, σελ. 165.
  8. Varzos 1984, σελ. 163.
  9. Varzos 1984, σελ. 166.
  10. 10,0 10,1 Varzos 1984, σελ. 167.
  11. 11,0 11,1 Prinzing 1988.
  12. Stiernon 1963, σελ. 181.
  13. Varzos 1984, σελ. 168.
  14. Varzos 1984, σελ. 169.
  15. 15,0 15,1 Prinzing 2012.
  16. Varzos 1984, σελ. 300.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Prinzing, Günter (1988). «Wer war der "bulgarische Bischof Adrian" der Laurentius-Chronik sub anno 1164?» (στα German). Jahrbücher für Geschichte Osteuropas 36 (4): 552–557. ISSN 0021-4019. 
  • Prinzing, Günter (2012). «The autocephalous Byzantine ecclesiastical province of Bulgaria/Ohrid. How independent were its archbishops?». Bulgaria Mediaevalis 3: 355–383. ISSN 1314-2941. 
  • Stiernon, Lucien (1963). «Notes de titulature et de prosopographie byzantines: Adrien (Jean) et Constantin Comnène, sébastes» (στα French). Revue des études byzantines 21: 179–198. doi:10.3406/rebyz.1963.1306. ISSN 0771-3347. 
  • Varzos, Konstantinos (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών [The Genealogy of the Komnenoi] (PDF) (in Greek). Vol. A. Thessaloniki: Centre for Byzantine Studies, University of Thessaloniki. OCLC 834784634.