Η Κόρη του Ράιαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Κόρη του Ράιαν
ΣκηνοθεσίαΝτέιβιντ Λιν
ΠαραγωγήΆντονι Χέιβλοκ-Άλαν
ΣενάριοΡόμπερτ Μπολτ
Βασισμένο σεΜαντάμ Μποβαρύ
ΠρωταγωνιστέςΡόμπερτ Μίτσαμ
Τρέβορ Χάουαρντ
Τζον Μιλς
Κρίστοφερ Τζόουνς
Λίο ΜακΚερν
Σάρα Μάιλς
ΜουσικήΜωρίς Ζαρ
ΦωτογραφίαΦρέντι Γιάνγκ
ΜοντάζNorman Savage
Εταιρεία παραγωγήςMetro-Goldwyn-Mayer
ΔιανομήMetro-Goldwyn-Mayer και Netflix
Πρώτη προβολήCountry flag 9/11/1970
Κυκλοφορία1970
Διάρκεια195 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένο Βασίλειο
ΓλώσσαAγγλικά

Η ταινία Η Κόρη του Ράιαν (Αγγλ. Ryan's Daughter) είναι επικό ρομαντικό δράμα παραγωγής 1970, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λιν[1][2] . Το σενάριο της ταινίας έγραψε ο Ρόμπερτ Μπολτ και η πλοκή, που φέρει ομοιότητες με το μυθιστόρημα του Γκυστάβ Φλωμπέρ Μαντάμ Μποβαρί, πραγματεύεται την απαγορευμένη σχέση μιας παντρεμένης Ιρλανδής γυναίκας με έναν Βρετανό αξιωματικό κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Ρόμπερτ Μίτσαμ, Σάρα Μάιλς, Τρέβορ Χάουαρντ, Τζον Μιλς και Κρίστοφερ Τζόουνς.

Η ταινία του Λην δίχασε τους κριτικούς, αλλά έκανε επιτυχία στο αμερικανικό Box-Office, αποφέροντας κέρδη της τάξεως των 18 εκατομμυρίων δολαρίων κι αποτέλεσε την όγδοη εμπορικότερη ταινία για το 1970[3]. Έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά δυο.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1916, ενώ η Ευρώπη πλήττεται από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σ' ένα παραθαλάσσιο χωρίο της Ιρλανδίας η Ρόουζι (Σάρα Μάιλς) κόρη του Τομ Ράιαν (Λίο Μακ Κερν) ονειρεύται μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις, όμοια με εκείνη των μυθιστορημάτων που λατρεύει. Ο εφημέριος του χωρίου πατήρ Χιου Κόλινς (Τρέβορ Χάουαρντ), που ξέρει τα πάντα για όλους τους κατοίκους του χωριού την προειδοποιεί ότι η ζωή είναι πολύ διαφορετική από τα μυθιστορήματα. Η Ρόουζι όμως ερωτεύεται τον χήρο Τσαρλς Σόνεσι (Ρόμπερτ Μίτσαμ), διευθυντή του σχολείου του χωριού, πιστεύοντας ότι μπορεί να την απαλλάξει από την άχαρη ζωή της. Μετά το γάμο της όμως με τον Τσαρλς ανακαλύπτει ότι ο σύζυγος της δεν είναι σε θέση να της προσφέρει τις συγκινήσεις που φανταζόταν. Έτσι η Ρόζι ερωτεύεται τον άγγλο στρατηγό Ράντολφ Ντόριαν (Κρίστοφερ Τζόουνς), βετεράνο του πολέμου με αναπηρία στο δεξί του πόδι. Οι δυο τους γίνονται εραστές, πράγμα που ανακαλύπτει ο Τσαρλς αλλά το κρατά κρυφό. Όταν όμως ο χαζούλης του χωριού, Μάικλ (Τζον Μιλς) ανακαλύπτει τη σχέση της Ρόουζι με το στρατηγό, πληροφορεί όλους τους κατοίκους για το συμβάν και ξεσπάει σκάνδαλο. Η Ρόουζι υπόκειται δημόσιο λιντσάρισμα και μαζί με τον Τσαρλς αναγκάζονται να εγκαταλείψουν για πάντα το χωριό.

Πληροφορίες Παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία επρόκειτο αρχικά να αποτελέσει κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Γκυστάβ Φλωμπέρ Μαντάμ Μποβαρι. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν είχε αναθέσει στο Ρόμπερτ Μπολτ τη μεταφορά του μυθιστορήματος, αλλά δεν έμεινε ευχαριστημένος με τη διασκευή και πρότεινε στον Μπολτ να ξαναγράψει το σενάριο τοποθετώντας το σε άλλη χρονική περίοδο. Ο Μπολτ άλλαξε λοιπόν το όνομα της ηρωίδας του Φλομπέρ και μείωσε τον αριθμό των εραστών της και την περίοδο στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.

Η Σάρα Μάιλς ήταν η αρχική επιλογή για το ρόλο της Ρόουζι, ενώ ο Άλεκ Γκίνες, που είχε συνεργαστεί με το Λιν σε πολλές ταινίες απέρριψε το ρόλο του εφημέριου Κόλινς, καθώς διαφωνούσε με τον τρόπο που το σενάριο περιέγραφε το χαρακτήρα του καθολικού αυτού ιερέα. Στην απόρριψη του ρόλου συνετέλεσαν και οι διαφωνίες που είχε με το Λιν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Δρ. Ζιβάγκο. Πρώτη επιλογή για το ρόλο του Τσαρλς Σόνεσι ήταν ο Πολ Σκόφιλντ, ο οποίος δεν κατάφερε να αναλάβει το ρόλο, λόγω θεατρικών υποχρεώσεων. Ο Γκρέγκορι Πεκ θέλησε να αναλάβει το ρόλο αλλά υποχώρησε όταν έμαθε ότι ο Λιν προσέγγισε το Ρόμπερτ Μίτσαμ. Ο ρόλος του στρατηγού Ντόριαν γράφτηκε αποκλειστικά για το Μάρλον Μπράντο και Μπράντο δέχτηκε αρχικά να τον ερμηνεύσει, αλλά οι καθυστερήσεις με τα γυρίσματα της ταινίας Κουεϊμάντα (Burn!), τον ανάγκασαν να απορρίψει τελικά το ρόλο. Ο Λιν έμεινε γοητευμένος από την ερμηνεία του Κρίστοφερ Τζόουνς στην ταινία Η ώρα των κατασκόπων (The Looking Glass War, 1969) και τον προσέλαβε χωρίς να τον έχει ποτέ συναντήσει. Στην "Ώρα των κατασκόπων", ο Τζόουνς είχε ντουμπλαριστεί από άλλον ηθοποιό και ήταν πολύ κοντός. Ο Λιν έμεινε απογοητευμένος από την ερμηνεία του και οι δυο άνδρες λογομάχησαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο Τζόουνς επίσης δεν είχε καλές σχέσεις με τη Σάρα Μάιλς κάτι που κατέστησε δύσκολα τα γυρίσματα των ερωτικών σκηνών μεταξύ τους[4]. Η φωνή του Τζόουνς ντουμπλαρίστηκε τελικά από τον Τζούλιαν Χόλογουεϊ. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ ήταν αρχικά απρόθυμος να αναλάβει το ρόλο, καθώς διένυε προσωπική κρίση την περίοδο εκείνη. Όταν ο Λιν του ζήτησε να του εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν ήθελε να συμμετάσχει στην ταινία ο Μίτσαμ του απάντησε ότι σκόπευε να αυτοκτονήσει. Ακούγοντας τα λεγόμενα του Μίτσαμ ο σεναριογράφος Ρόμπερτ Μπολτ του είπε ότι σε περίπτωση που συμμετείχε στην ταινία ήταν πρόθυμος να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας του.

Γυρίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν έναν ολόκληρο χρόνο αντί των έξι μηνών που είχαν αρχικά προγραμματιστεί. Λόγω κακών καιρικών συνθηκών στην Ιρλανδία, οι σκηνές δίπλα στην ακτή γυρίστηκαν στη Νότια Αφρική. Ο Μίτσαμ που είχε συχνά διένεξεις με το Λιν κατά τη διάρκειά τους δήλωσε ότι το να εργάζεται κανείς με το Λιν είναι σαν να προσπαθεί να φτιάξει το Ταζ Μαχάλ με οδοντογλυφίδες. Χρόνια αργότερα όμως παραδέχτηκε ότι ο Λιν ήταν ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες με τους οποίους είχε συνεργαστεί[5]. Ο Μίτσαμ απογοητεύτηκε από τις αρνητικές κριτικές που έλαβε η ταινία, παρά το γεγονός ότι θεωρούσε το ρόλο του Σόνεσι, έναν από τους καλύτερους που ερμήνευσε ποτέ.

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινότητα των αμερικανών κριτικών σχολίασαν πολύ αρνητικά την ταινία. Η διάσημη κριτικός Πολίν Κάελ κράτησε την αυστηρότερη στάση απέναντι στο εγχείρημα του Λιν. Ο Λιν απογοητεύτηκε πολύ από τις αρνητικές κριτικές και απείχε από το τιμόνι της σκηνοθεσίας για δέκα περίπου χρόνια. Τα έσοδα της ταινίας στις Η.Π.Α. ξεπέρασαν τα 30 εκατομμύρια δολάρια (με προϋπολογισμό 13 εκατομμυρίων δολαρίων), ενώ στην Αγγλία η ταινία έκανε τεράστια επιτυχία και προβάλλονταν στους κινηματογράφους για δυο περίπου χρόνια.

Βραβεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, όχι όμως και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, όπως τα τρία προηγούμενα εγχειρήματα του Λιν. Τη βραδιά της τελετής απέσπασε δυο τελικά αγαλματίδια, το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Τζον Μιλς και το Όσκαρ Φωτογραφίας.

Βράβευση:

  • Β΄ Ανδρικού Ρόλου – Τζον Μιλς
  • Φωτογραφίας – Φρέντι Γιανγκ

Υποψηφιότητα:

  • Α΄ Γυναικείου Ρόλου – Σάρα Μάιλς
  • Ήχου - Τζον ΜακΚάλλουμ και Τζον Μπράμαλ

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Variety film review; 11 November 1970, p. 15.
  2. The Irish Filmography 1896–1996; Red Mountain Press; 1996. p. 180.
  3. «Ryan's Daughter, Box Office Information». The Numbers. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2012. 
  4. Phillips, Gene. Beyond the Epic: The Life and Films of David Lean. Lexington: University Press of Kentucky, 2006. 381.
  5. «Sound on Film Interview Series: Ryan's Daughter». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]