Ηχοεντοπισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο ηχοεντοπισμός είναι η διαδικασία διαχείρισης (παραγωγής, λήψης και επεξεργασίας) υπερήχων (>20.000 Ηz) και της ηχούς αυτών, με σκοπό την αντίληψη του περιβάλλοντος χώρου και την απόσταση, το σχήμα, το μέγεθος, την ταχύτητα και την διεύθυνση κίνησης σώματος καθώς και την διάκριση στερεών σωμάτων μεταξύ τους.

Εκτός των νυχτερίδων τα μόνα ζώα που παρουσιάζουν δυνατότητα ηχοεντοπισμού είναι τα κητώδη, δύο τάξεις πτηνών (Αιγοθηλόμορφα και Αποδόμορφα) και κάποια μικρά εντομοφάγα (μυγαλές και τενρέκ)[1]. Ο Στεατόρνις (Steatornis caripensis) και τα Collocaliini είναι πουλιά που φωλιάζουν σε σπηλιές και για να κινηθούν μέσα σε αυτές χρησιμοποιούν ηχοεντοπιστικά συστήματα[2].

Ηχοεντοπισμός στα Χειρόπτερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1980 οι μελέτες των ηχοεντοπιστικών σημάτων των Χειροπτέρων ήταν ελάχιστες. Όμως στα επόμενα χρόνια κατασκευάστηκαν δέκτες υπερήχων (ultrasound receivers ή bat detectors) μικρού μεγέθους αλλά και χαμηλού κόστους και αυτό προκάλεσε μια ερευνητική «έκρηξη» που κρατάει έως και σήμερα[3]. Τα λογισμικά ανάλυσης των υπερήχων που αναπτύχθηκαν βοήθησαν τον τομέα της Βιοακουστικής. Οι μελετητές βιοακουστικής έχουν ανακαλύψει ότι οι ήχοι που παράγουν τα Χειρόπτερα ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες:

  1. Σήματα με σταδιακή μείωση της συχνότητας και σχετικά μεγάλο εύρος συχνοτήτων (Frequency Modulated ή FM).
  2. Σήματα με σταθερή συχνότητα καθ’ όλη τη διάρκεια τους (Constant Frequency ή CF).

Το ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί να ακούσει τους υπερήχους των νυχτερίδων αφού αυτοί έχουν συχνότητα πάνω από 20 kHz, όμως στα είδη Tadarida teniotis, Nyctalus noctula και Nyctalus lasiopterus, που τα συναντάμε και στην Ευρώπη, μέρος ή και ολόκληρα τα σήματα μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο[4]. Η συχνότητα και η διάρκεια των ηχοεντοπιστικών σημάτων μπορεί χρησιμοποιηθεί για την ομαδοποίηση των ήχων και άρα και των ειδών των Μικροχειροπτέρων[5].

Οι υπέρηχοι που χρησιμοποιούν οι νυχτερίδες διαφοροποιούνται όχι μόνο από είδος σε είδος αλλά και ενδοειδικά, ιδίως στα είδη μικρού μεγέθους με ευέλικτη πτήση που η τροφοληπτική συμπεριφορά τους είναι πιο ευκαιριακή[6]. Μετάβαση από χώρους κοντά στη βλάστηση σε πιο ανοικτούς χώρους συνοδεύεται συχνά από αύξηση της έντασης του σήματος και μείωση του εύρους της συχνότητας[7]. Σε πολλά είδη έχουμε αυτό που ονομάζουμε «βόμβο θήρευσης» (feeding buzz) όπου η προσέγγιση της λείας συμπίπτει με μείωση της τιμής της συχνότητας καθώς και μείωση της διάρκειας και αύξηση του ρυθμού επανάληψης των σημάτων σταδιακά[4].

Kατά την θήρευση με ηχοεντοπισμό έχουμε τρεις διακριτές φάσεις:

  1. Φάση Αναζήτησης (Search Phase)
  2. Φάση Προσέγγισης (Approach Phase)
  3. Βόμβος Θήρευσης (Terminal Buzz Phase)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Best, Troy L. (1997-08-22). «Altringham, J. D. 1996. Bats: Biology and Behaviour. Oxford University Press, Inc., New York, 262 pp. ISBN 0-19-854075-2, price (hardcover), $65.00» (στα αγγλικά). Journal of Mammalogy 78 (3): 986–987. doi:10.2307/1382962. ISSN 0022-2372. https://academic.oup.com/jmammal/article/78/3/986/905432. 
  2. Brinkløv, Signe; Fenton, M. Brock; Ratcliffe, John M. (2013). «Echolocation in Oilbirds and swiftlets». Frontiers in Physiology 4. doi:10.3389/fphys.2013.00123. ISSN 1664-042X. PMID 23755019. PMC PMC3664765. http://journal.frontiersin.org/article/10.3389/fphys.2013.00123/abstract. 
  3. Echolocation in Bats and Dolphins. 
  4. 4,0 4,1 Ahlén, Ingemar.· Swedish Youth Association for Environmental Studies and Conservation. (1990). Identification of bats in flight. [Stockholm?]: Swedish Society for Conservation of Nature & Swedish Youth Association for Environmental Studies and Conservation. ISBN 91-558-5042-1. 59945336. 
  5. Schnitzler, Hans-Ulrich; Kalko, Elisabeth K. V. (2001-07-01). «Echolocation by Insect-Eating BatsWe define four distinct functional groups of bats and find differences in signal structure that correlate with the typical echolocation tasks faced by each group» (στα αγγλικά). BioScience 51 (7): 557–569. doi:10.1641/0006-3568(2001)051[0557:EBIEB]2.0.CO;2. ISSN 0006-3568. https://academic.oup.com/bioscience/article/51/7/557/268230. 
  6. Aldridge, H. D. J. N.; Rautenbach, I. L. (1987-10). «Morphology, Echolocation and Resource Partitioning in Insectivorous Bats». The Journal of Animal Ecology 56 (3): 763. doi:10.2307/4947. https://www.jstor.org/stable/4947?origin=crossref. 
  7. Simmons, J.; Fenton, M.; O'Farrell, M. (1979-01-05). «Echolocation and pursuit of prey by bats» (στα αγγλικά). Science 203 (4375): 16–21. doi:10.1126/science.758674. ISSN 0036-8075. http://www.sciencemag.org/cgi/doi/10.1126/science.758674.