Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Τραγούδι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φωτογραφία του Κώστα Αντωνόπουλου

Το Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Τραγούδι, είδος παλαιότατης καταγωγής, αποτελεί ζώσα παράδοση και στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας των πληθυσμών της παραμεθόριας Ηπείρου και της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα στο ρεπερτόριο της παγκόσμιας πολυφωνίας. Προφορική παράδοση με έντονη τοπικότητα ύφους και ερμηνείας, διευρύνει σήμερα τον κοινωνικό της χάρτη στο αστικό περιβάλλον.

Έννοια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για εθνομουσικολογικό φαινόμενο παλαιότατης καταγωγής, συνυφασμένο με την κοινοτική δομή και έκφραση των πληθυσμών της παραμεθόριας Ηπείρου και της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, των οποίων αποτελεί ζωντανό στοιχείο πολιτισμικής ταυτότητας. Η δομή και το ύφος της ερμηνείας του δημιουργούν μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες φόρμες στο ρεπερτόριο της παγκόσμιας λαϊκής πολυφωνίας.[1]

Ανάγεται πιθανότατα σε αρχαίες νεκρικές τελετές. Αυτό το ιδιαίτερο είδος της πολυφωνίας με τις ανεξάρτητες φωνές πιθανώς αρχικά να αποτελούσε συλλογικό θρήνο.

Τα πολυφωνικά της Ηπείρου καταχωρήθηκαν το 2005 στον κατάλογο της UNESCO ως προφορικά αριστουργήματα της προφορικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας και το 2008 στον Αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας.

Στα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα ζούσαν μέχρι το 1944 Έλληνες, Αρβανίτες, Σλαβομακεδόνες και Βλάχοι. Εδώ είναι η κοιτίδα αυτών των δημοτικών τραγουδιών. Η φόρμα τους είναι μοναδική στη σημερινή ελληνική επικράτεια.[2]

Μορφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μουσικό σχήμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μουσικά σχήματα που τα αποδίδουν αποτελούνται από τουλάχιστον τέσσερα άτομα, άνδρες και γυναίκες. Στα πολυφωνικά έχουμε δύο, τρεις, τέσσερις ή πέντε φωνές. Ο ρόλος και η τεχνική του κάθε τραγουδιστή στα πλαίσια της ομάδας είναι επακριβώς καθορισμένος.

  • Η κύρια φωνή, ο πάρτηςπαρτής), είναι άντρας ή γυναίκα, που μπορεί όμως και να εναλλάσσονται. Ο πάρτης ξεκινά το τραγούδι και πιάνει ή σηκώνει την κυρίως μελωδία. Αυτός είναι ο λόγος που ονομάζεται επίσης και σηκωτής.
  • Ο δεύτερος τραγουδιστής του απαντά. Λέγεται γυριστής, γιατί γυρίζει ή τσακίζει το τραγούδι.
  • Τώρα μπορεί να «μπει» κι άλλος τραγουδιστής (πρόσθετα στον ή αντί για τον γυριστή), ο κλώστης. Κάνει λαρυγγισμούς σαν φαλτσέτο «κλώθοντας» το τραγούδι ανάμεσα στην τονική και την υποτονική της μελωδίας. Το τραγούδι θυμίζει το χέρι που κλώθοντας το νήμα περιστρέφει το αδράχτι όχι μόνο γύρω από τον άξονά του, αλλά και πάνω κάτω.
  • Ο ισοκράτης κρατά το ίσο, δηλαδή τον τόνο της μελωδίας σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Μπαίνοντας στο τραγούδι το χρωματίζει και ολοκληρώνει τον αρμονικό πολυφωνικό του χαρακτήρα.[3]
  • Ο ρίχτης αφήνει τη φωνή του να πέσει.

Η κύρια μελωδία τραγουδιέται από τον παρτή ενώ οι υπόλοιποι μπαίνουν στο τραγούδι μετά τον πρώτο στίχο ή τις πρώτες λέξεις δημιουργώντας έτσι μορφή πρωτότυπου κανόνα.

Αυτές λοιπόν είναι οι φωνές όταν έχουμε πέντε τραγουδιστές. Στα τέσσερα άτομα αναλαμβάνει ένας τους τον ρόλο του κλώστη και τον ρόλο του ρίχτη. Υπάρχουν όμως και σύνολα με έως και 12 άτομα. Τότε υπάρχουν πολλοί ισοκράτες που «κρατούν» το τραγούδι, το γεμίζουν και το αφήνουν να αιωρείται.

Στο τέλος ο γυριστής και ο κλώστης κόβουν απότομα το τραγούδι στην υποτονική της μελωδίας. Με τον τελευταίο φθόγγο του πάρτη δημιουργείται έτσι μια έντονη διαφωνία. Αυτό αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολυφωνικής μορφής και δίνει στο τραγούδι ένα ιδιαίτερο άκουσμα.[4]

Παρατηρώντας κανείς τον τρόπο λειτουργίας ενός ηπειρώτικου πολυφωνικού συνόλου, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι η συμμετοχή σε μία τέτοια ομάδα προϋποθέτει πρώτ’ απ’ όλα την ύπαρξη (δημιουργία) μιας βιωματικής σχέσης τού κάθε μέλους με το ηπειρώτικο τραγούδι. Η ιδιαιτερότητα των πολυφωνικών συγκροτημάτων έχει να κάνει με τον απόλυτο συντονισμό και τη συλλογικότητα της έκφρασης, αλλά την ίδια στιγμή απαιτεί και τον ξεκάθαρο διαχωρισμό των ρόλων και των φωνών, μέσα σε μία ιεραρχία η οποία παραμένει αυστηρή για να μπορέσει να λειτουργήσει το σύνολο. Αυτή η πειθαρχία και ο σαφής διαχωρισμός των ρόλων δεν περιορίζει τα εκφραστικά μέσα του μέλους του συγκροτήματος.[5]

Θεματολογία, προέλευση, τεχνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι στίχοι συνδέονται στενά με το φυσικό, ιστορικό και κοινωνικό τους περιβάλλον: είναι ακριτικά τραγούδια και μεσαιωνικές μπαλάντες (παραλογές), αφηγήσεις από τον Αγώνα του ΄21, αλλά και τραγούδια του γάμου, της ξενιτιάς, της Αποκριάς.

Πολλά στοιχεία μας κάνουν να υποθέσουμε ότι τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου μπορεί να προέρχονται ακόμα και από προελληνικές εποχές (τέλη της Νεολιθικής μέχρι τα μέσα της Εποχής του Χαλκού, περίπου 3000-1500 π.Χ.), μια και η μελωδία τους έχει διατηρήσει την πεντατονική ημιτονική κλίμακα (μουσική κλίμακα με 5 νότες χωρίς ημιτόνια), όπως τα δωρικά άσματα της αρχαιότητας. Στη διάρκεια των αιώνων υπήρξαν νέες επιρροές όπως η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, η οποία αναμφίβολα επηρέασε την τονική και ημιτονική του γυριστή, καθώς και το τραγούδι των ισοκρατών.

Στην τεχνική του πάρτη και του κλώστη διακρίνουμε μια κάποια μίμηση του «πολυφωνικού» ήχου της γκάιντας. Παρόμοιοι ακούγονται οι παλιοί Ηπειρώτες κλαρινετίστες και βιολιτζήδες όταν μιμούνται τη μονή ή τη διπλή γκάιντα.[6]

Παράδειγμα ηπειρώτικης λαϊκής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραλογή του Γιάννου και της Μαριγώς είναι ένα από τα εξαίρετα παραδείγματα ηπειρώτικης λαϊκής ποίησης. Μια από τις πολλές παραλλαγές του τραγουδιού αφηγείται:

Γιάννος και Μαριγώ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν

ο Γιάννος μαθαίνει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια.

Τα δυο τους αγαπηθήκανε, κανένας δεν το ξέρει.

Κι ο Γιάννος τ’ αποφάσισε της μάνας του το λέει.

– Μάνα μ’ τη Μάρω αγαπώ και θέλω να την πάρω.

– Τι λες μωρέ παλιόπαιδο και φιδοδαγκωμένο,

η Μάρω είν’ αξαδέλφη σου, πρώτη αξαδέρφισσά σου.

Κάλλιο να κόψω σάβανο για να σε σαβανώσω

παρά ν’ ακούσω στέφανα για να’ σε στεφανώσω.

Η Μάρω αρραβωνίζεται κι ο Γιάννος ξεψυχάει.

Συμπεθεριό και λείψανο στο δρόμο γίναν ένα.

Κανένας δεν ερώτησε από τους συμπεθέρους,

η Μάρω ξαντροπιάστηκε, στέκει και τους ρωτάει.

– Τίνος είναι το λείψανο με τη χρυσή την κάσα.

– Του Γιάννου είναι το λείψανο με τη χρυσή την κάσα.

Λιγοθυμάει η λυγερή και του θανάτου πέφτει.

Τα πήραν και τα θάψανε σε ένα σταυροδρόμι.

Γιάννος φυτρώνει κάλαμος κι η κόρη κυπαρίσσι,

στριφογυρίζ’ ο κάλαμος φιλάει το κυπαρίσσι.

– Για δέστε τούτ’ αντρόγενο, το πολυαγαπημένο,

που δεν φιλήθηκε ζωντανό, φιλιέτ’ απεθαμένο.

Ο ανώνυμος ποιητής μας διηγείται την τραγική ιστορία λακωνικά και ψύχραιμα, χωρίς να βάζει στο προσκήνιο τα δικά του συναισθήματα. Η Μαριγώ ακολουθεί τον αγαπημένο της στον θάνατο. Στους γειτονικούς τάφους των νέων κάλαμος και κυπαρίσσι γιγαντώνονται, που όταν φυσά ο άνεμος, αγκαλιάζονται τρυφερά ξεπερνώντας τον θάνατο.

Πολλά ηπειρώτικα τραγούδια μιλούν για άτυχους έρωτες και γενικά για ενδοοικογενειακή αυθαιρεσία και βία. Αντικατοπτρίζουν τους αυστηρούς άγραφους νόμους της τοπικής κοινωνίας, που πρέπει να τηρούνται παραδειγματικά.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]