Ζουάγια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζουάγια
Γεωγραφική κατανομή εθνοτικών ομάδων και τοποθεσία εγκατάστασης ορισμένων φυλών στη Λιβύη.
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Κυρηναϊκή
Κούφρα
Γλώσσες
αραβικά
Θρησκεία
Ισλάμ
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες
Αραβοβερβερικοί λαοί (Μουραμπτίν)

Οι Ζουάγια (αραβικά: الزوية‎, Al-Zuwayya) είναι φυλή των Μουραμπτίν, μίας εκ των σημαντικότερων αραβοβερβερικών εθνοτικών ομάδων της Κυρηναϊκής, στη Λιβύη. Οι πρώτες χρονικά αναφορές στο όνομά τους χρονολογούνται, τουλάχιστον, στον 18ο αιώνα, ενώ φαίνεται να είχαν ενεργό ρόλο στο εμπόριο των καραβανιών της Κυρηναϊκής με γειτονικά κράτη, ως οδηγοί, φρουροί, καθώς και ως μισθωτές καμήλων. Παράλληλα, υπάρχει καταγραφή στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ζουάγια, όπως η εκ μέρους τους κατάκτηση της όασης της Κούφρα, η οποία βρισκόταν προηγουμένως υπό τον έλεγχο των Τούμπου, κατά τη διάρκεια ένοπλης σύγκρουσής τους με τους τελευταίους το 2012.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ζουάγια κατοικούσαν εντός εδαφών όπου οι βροχοπτώσεις ήσαν ιδιαιτέρως χαμηλών επιπέδων, με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν μία περισσότερο επιθετική στάση μετακινούμενη προς την ενδοχώρα και πιο συγκεκριμένα με κατεύθυνση την όαση της Κούφρα[1]. Μία εκ των πλέον πρώιμων αναφορών των Ζουάγια χρονολογείται, περίπου, στο 1730, ημερομηνία κατά την οποία και κατέλαβαν, από κοινού με τους Χασούνα της Τριπολιτανίας, εδάφη τα οποία έως τότε βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Τούμπου, στην περιοχή της Κούφρα[2]. Ωστόσο, από την πλευρά της, η Μίριαμ Χέξτερ παραθέτει διαφορετική χρονολογία, υποστηρίζοντας πως η συγκεκριμένη κατάκτηση έλαβε χώρα το 1840. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, ήσαν μία εκ των φυλών οι οποίες ήσαν αναμεμειγμένες με τις εμπορικές διαδρομές της Σαχάρας, έχοντας ρόλο οδηγών, φρουρών, καθώς και μισθωτών καμήλων μεταξύ των καραβανιών[3]. Παράλληλα, είχαν υπό την ιδιοκτησία τους την πλειοψηφία εκ των καλλιεργειών χουρμαδιών που βρίσκονταν μεταξύ του βόρειου τμήματος της Κυρηναϊκήςς και του Ουαντάι, στην περιοχή της Λίμνης Τσαντ, οι οποίες βρίσκονταν εντός ιδιοκτησιών στις οποίες εργάζονταν Τούμπου[4].

Η Κούφρα αποτελούσε σημαντική εμπορική και ταξιδιωτική διαδρομή, ενώ κατά τα μέσα του 19ου αιώνα κατελήφθη από τους Σενουσίγια, οι οποίοι και προχώρησαν στην ανέγερση ζαβιγιέ, θέτοντας, παράλληλα, υπό τον έλεγχό τους τις πλέον εύπορες εκτάσεις γης και καλλιέργειες[2]. Οι τελευταίοι, ταυτόχρονα, προχώρησαν στον προσηλυτισμό των Ζουάγια στην αίρεσή τους, καθώς και την ενσωμάτωσή τους στο θρησκευτικό και εμπορικό δίκτυό τους[5]. Στη συνέχεια, οι Ζουάγια και οι Μαγκάρα ενεπλάκησαν σε εμπορικές συναλλαγές με το Ουαντάι, πετυχαίνοντας, μάλιστα, να αποκτήσουν έχουν τον πλήρη έλεγχό τους, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Μέσω του προσηλυτισμού τους, η αδελφότητα των Σενουσίγια πέτυχε να διαδώσει την ιδεολογία της έως και την περιοχή του Τσαντ, λαμβάνοντας, παράλληλα, σημαντικού ύψους φόρους υποτέλειας, καθώς και έσοδα από το τοπικό εμπόριο[6]. Επιπλέον, οι Σενουσίγια διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των τοπικών φυλών, σε περιπτώσεις όπως, μεταξύ άλλων, της ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των Ζουάγια και των Τούμπου στην Κούφρα[7], ενώ, καθώς αυξανόταν η επιρροή τους στην τοπική κοινωνία, παράλληλα, η δομή της αδελφότητάς τους βασίστηκε σε εκείνη της τοπικής κοινωνίας των Ζουάγια[8].

Με την πάροδο του χρόνου, οι Ζουάγια αναμίχθηκαν με πληθυσμούς προερχόμενους από το Τσαντ και το Σουδάν, πρώην μέλη της διαλυθείσας αδελφότητας των Σενουσίγια, καθώς και απελεύθερους σκλάβους[9]. Κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα, οι Ζουάγια ήσαν φόρου υποτελείς στους Σααντί, λόγω της ισχύος των τελευταίων, ωστόσο, καθώς ξεκίνησαν να αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη σημασία μεταξύ των διαφόρων φυλών, ιδιαιτέρως ως μισθοφόροι για λογαριασμό των ίδιων των Σααντί, έπαυσαν την καταβολή του συγκεκριμένη φόρου υποτέλειας[5]. Το 1920, βάσει σχετικής αναφοράς του Ναυτικού του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία και κατέγραφε τον αριθμό πυροβόλων όπλων υπό τον έλεγχο των φυλών της περιοχής, οι Ζουάγια αναφέρονται ως κάτοχοι πυροβόλων όπλων[10]. Το 1931, κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας της Κυρηναϊκής, ο Ροντόλφο Γκρατσιάνι εξεστράτευσε έως τα βάθη της ερήμου της Λιβύης, πετυχαίνοντας να καταλάβει την Κούφρα στις 12 Σεπτεμβρίου, παρά την σθεναρή αντίσταση που συνάντησε εκ μέρους των Ζουάγια[11][12]. Τον Φεβρουάριο του 2012, ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των φυλών των Τούμπου και των Ζουάγια είχε απολογισμό περισσότερων από εκατό νεκρών, ενώ η ίδια η πόλη κατέστη, στη συνέχεια, ως τοποθεσία καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσφύγων και μεταναστών[13].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ahmida 2011, σελ. 82.
  2. 2,0 2,1 Yver 1986, σελ. 352.
  3. Ahmida 2011, σελ. 32.
  4. Ahmida 2011, σελ. 82-83.
  5. 5,0 5,1 Ahmida 2011, σελ. 79.
  6. Ahmida 2011, σελ. 83.
  7. Ahmida 2011, σελ. 92.
  8. Ahmida 2011, σελ. 84.
  9. Hoexter, Eisenstadt & Levtzion 2012, σελ. 87.
  10. Ahmida 2011, σελ. 73.
  11. Ahmida 2013, σελ. 42.
  12. Ahmida 2011, σελ. 138-129.
  13. Wehrey 2012.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Αγγλικά) Ahmida, Ali Abdullatif (2011). The Making of Modern Libya: State Formation, Colonization, and Resistance, Second Edition. Νέα Υόρκη: State University of New York. ISBN 1438428936. 
  • (Αγγλικά) Ahmida, Ali Abdullatif (2013). Forgotten Voices: Power and Agency in Colonial and Postcolonial Libya. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. 
  • (Αγγλικά) Hoexter, Miriam· Eisenstadt, Shmuel N.· Levtzion, Nehemia (2012). The Public Sphere in Muslim Societies. Νέα Υόρκη: SUNY Press. 
  • (Αγγλικά) Yver, G. (1986). «Kufra». The Encyclopaedia of Islam Vol. V Khe-Mahi. Λέιντεν: Brill. 
  • (Αγγλικά) Wehrey, Frederic (2012). «Insecurity and Governance Challenges in Southern Libya». Carnegie Endowment for International Peace.