Ζιλ ντε Ρε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζιλ ντε Ρε
Καλλιτεχνική απόδοση του Ζιλ ντε Ρε από τον Ελουά Φερμέν Φερόν το 1835. Δεν είναι γνωστές αυθεντικές σύγχρονες αποδόσεις.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Gilles de Rais (Γαλλικά)
Γέννηση1405 (περίπου)
Champtocé-sur-Loire
Θάνατος26  Οκτωβρίου 1440 ή 1440[1]
Νάντη
Αιτία θανάτουαπαγχονισμός
Συνθήκες θανάτουθανατική ποινή
Τόπος ταφήςNotre-Dame-des-Carmes
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
κατά συρροήν δολοφόνος
βιαστής
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςδολοφονία
μαγγανεία
Οικογένεια
ΣύζυγοςCatherine de Thouars, Dame de Pouzauges, de Tiffauges, de Chabanais
ΤέκναMarie de Laval, Dame de Retz
ΓονείςGuy II de Laval-Rais και Marie de Craon
ΟικογένειαΟίκος του Μονμορανσύ
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΣτρατάρχης της Γαλλίας και στρατάρχης
Πόλεμοι/μάχεςΕκατονταετής Πόλεμος, Πολιορκία της Ορλεάνης και Battle of Jargeau
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαRetz baron
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο βαρόνος Ζιλ ντε Ρε (γαλλικά: Gilles de Montmorency-Laval, Baron de Rais) (1405 (περίπου) στο κάστρο του Σαντοσέ κοντά στην Ανζέ † 26 Οκτωβρίου 1440 στη Νάντη) ήταν Γάλλος ιππότης και άρχοντας της Βρετάνης, του Ανζού, του Πουατού, του Μαιν και του Ανγκουμουά, στρατάρχης της Γαλλίας, αλχημιστής και κατά συρροήν δολοφόνος. Καταγόταν από την παλιά γαλλική οικογένεια των Μονμορανσί. Υπήρξε διάσημος ήρωας του Εκατονταετούς Πολέμου και συμπολεμιστής της Ιωάννας της Λωρραίνης. Ωστόσο, τα στρατιωτικά του επιτεύγματα επισκιάστηκαν και η φήμη του αμαυρώθηκε από τη δίκη και καταδίκη του ως δράστης περισσότερων από 100 φρικιαστικών παιδικών δολοφονιών. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους κατά συρροήν δολοφόνους στην καταγεγραμμένη ιστορία.[3]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση τελετουργικού μεταξύ αλχημείας και μαύρης μαγείας: Ο Ζιλ ντε Ρε συλλέγει το αίμα των θυμάτων του στο εργαστήριο (1862).

Η παιδική ζωή του Ζιλ ντε Ρε σημαδεύτηκε από τραγωδία. Και οι δύο γονείς του πέθαναν περίπου το 1415: ο πατέρας του, Γκυ ντε Λαβάλ, σκοτώθηκε σε φρικιαστικό κυνηγετικό ατύχημα και η μητέρα του, Μαρί ντε Κραόν, πέθανε από άγνωστη αιτία. Τον μεγάλωσε ο παππούς του από τη μητέρα του, Ζαν ντε Κραόν. Ως νεαρός άνδρας, ο ντε Ρε φαίνεται να ήταν ορμητικός και ψύχραιμος, χαρακτηριστικά που τον ανέδειξαν στο πεδίο της μάχης ως ικανό και ατρόμητο μαχητή. Όταν η Ιωάννα της Λωρραίνης εμφανίστηκε στη σκηνή το 1429, του ανατέθηκε από τον δελφίνο (αργότερα Κάρολος Ζ') να την προσέχει στη μάχη. Οι δυο τους πολέμησαν μαζί σε μερικές από τις μεγάλες μάχες της σύντομης καριέρας της, και στην άρση της πολιορκίας της Ορλεάνης. Το 1429 διορίστηκε στη θέση του στρατάρχη της Γαλλίας - την υψηλότερη στρατιωτική διάκριση του βασιλείου της Γαλλίας.[4]

Η στρατιωτική του σταδιοδρομία τελείωσε με τον θάνατο της Ιωάννας της Λωρραίνης το 1431 και αποσύρθηκε στα κτήματά του, τα οποία ήταν από τα πλουσιότερα στη δυτική Γαλλία. Ο ντε Ρε ξόδεψε την περιουσία του απερίσκεπτα, πληρώνοντας τεράστια ποσά για διακοσμήσεις, ακόλουθους, υπηρέτες, μεγάλη στρατιωτική ακολουθία και παραγγελίες έργων λογοτεχνίας και μουσικής. Η πώληση μεγάλου τμήματος των οικογενειακών γαιών του για να χρηματοδοτήσει τον εξωφρενικό τρόπο ζωής του πυροδότησε μια πικρή διαμάχη με άλλα μέλη της οικογένειάς του.

Στα μεταγενέστερα χρόνια, ο ντε Ρε φαίνεται ότι ασχολήθηκε όλο και περισσότερο με τη θρησκεία και τη σωτηρία της ψυχής του. Το 1433 χρηματοδότησε την κατασκευή ενός παρεκκλησίου «για την ευδαιμονία της ψυχής του», το οποίο ονόμασε Παρεκκλήσι των Αγίων Αθώων και το οποίο στελεχώθηκε - τρομακτικά, υπό το πρίσμα των εγκλημάτων του - με χορωδία αγοριών που επιλέχθηκε από τον ίδιο. Στράφηκε επίσης στον αποκρυφισμό ως μέσο για να σώσει τα οικονομικά του που κατέρρεαν γρήγορα, χρησιμοποιώντας μια σειρά από αλχημιστές και μάγους.[5]

Τα εγκλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζυλ ντε Ρε, ο βρυκόλακας της Βρετάνης, εικονογράφηση για την Ιστορία της Γαλλίας του Ζυλ Μισλέ

Στο μεταξύ, οι φήμες είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν. Παιδιά εξαφανίζονταν στις περιοχές γύρω από τα κάστρα του ντε Ρε και πολλές από τις εξαφανίσεις φαίνονταν να συνδέονται με τις αλχημιστικές δραστηριότητες του βαρόνου και των ανθρώπων του. Επειδή ήταν σύνηθες για τα νεαρά αγόρια να αποχωρίζονται τους γονείς τους όταν τα έπαιρναν οι ευγενείς ως υπηρέτες ή ακολούθους, ορισμένοι από τους γονείς των θυμάτων του αγνοούσαν τη μοίρα των παιδιών τους. Σε άλλες περιοχές, ωστόσο, η δολοφονική δραστηριότητα του ντε Ρε είχε γίνει κάτι σαν κοινό μυστικό - αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης του, για παράδειγμα, ότι μάρτυρες είχαν δει τους υπηρέτες του να απομακρύνουν τα πτώματα δεκάδων παιδιών σε ένα από τα κάστρα του το 1437 - αλλά οι οικογένειες των θυμάτων από φόβο και την χαμηλή κοινωνική θέση τους δεν αναλάμβαναν δράση εναντίον του. Ο ντε Ρε συνελήφθη περίπου τον Σεπτέμβριο του 1440, όταν απήγαγε έναν ιερέα μετά από μια διαμάχη που δεν είχε σχέση με τους φόνους. Στη συνέχεια δικάστηκε ταυτόχρονα σε εκκλησιαστικό και πολιτικό δικαστήριο για μια σειρά αδικημάτων, όπως αίρεση, σοδομία και δολοφονία περισσότερων από 100 παιδιών.[6]

Η εκτέλεση του Ζιλ ντε Ρε

Υπό την απειλή βασανιστηρίων, ομολόγησε τις κατηγορίες και περιέγραψε ότι βασάνισε, βίασε και δολοφόνησε μέσα σε αποκρυφιστικά τελετουργικά δεκάδες παιδιά που απήχθησαν από ανθρώπους του για μια περίοδο που διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία. Καταδικάστηκε σε θάνατο μαζί με δύο συνεργούς του με ταυτόχρονο απαγχονισμό και κάψιμο στην πυρά. Η ποινή εκτελέστηκε στη Νάντη στις 26 Οκτωβρίου 1440. Ο ντε Ρε παρουσιάστηκε μετανιωμένος και αποθαρρημένος μπροστά στην πυρά.

Αυτό, παραδόξως, του έφερε μεταθανάτια αναγνώριση ως πρότυπο χριστιανικής μετάνοιας. Τριήμερη νηστεία μάλιστα τηρήθηκε μετά τον θάνατό του. Σε μια τελευταία τραγική ειρωνεία, προέκυψε μια παράδοση στην οποία οι γονείς γύρω από τη Νάντη τιμούσαν την επέτειο της εκτέλεσης του βαρόνου μαστιγώνοντας τα παιδιά τους, ίσως για να τους αποτυπώσουν τη βαρύτητα των αμαρτιών για τις οποίες είχε μετανοήσει. Αυτή η πρακτική πιστεύεται ότι επιβίωσε για περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του. [3]

Αμφισβήτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αμφισβητήθηκε εάν ο ντε Ρε ήταν πραγματικά ένοχος για τα εγκλήματα για τα οποία εκτελέστηκε, δεδομένου ότι η ομολογία του είχε προκύψει υπό την απειλή βασανιστηρίων. Οι υπερασπιστές του αναφέρουν ότι ο ίδιος υπήρξε θύμα, η παραπομπή και καταδίκη του οφείλεται σε μια δικαστική συνωμοσία από τον Δούκα της Βρετάνης και τον Επίσκοπο της Νάντης για την κατάσχεση της περιουσίας του κατηγορούμενου. Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί που έχουν εξετάσει τα στοιχεία της δίκης του, θεωρούν ότι πράγματι διέπραξε τους φόνους.[7][8]

Έμπνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόσωπο του Ζιλ ντε Ρε χρησίμευσε ως πρότυπο αφήγησης για διάφορα λογοτεχνικά έργα, όπως τον μύθο του Κυανοπώγωνα (1697) του Σαρλ Περώ, το μυθιστόρημα Εκεί κάτω (1891) του Ζορίς-Καρλ Υισμάν, έργα του Ζωρζ Μπατάιγ κ.ά.[3]

Στον κινηματογράφο, στην ταινία Ζαν ντ'Αρκ (1999) του Λυκ Μπεσόν, τον χαρακτήρα του Ζιλ ντε Ρε υποδύεται ο Βενσάν Κασέλ.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία του Ζιλ ντε Ρε στο youtube (αφήγηση στα ελληνικά).[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]