Ζαν ντε Βαλουά-Σαιν-Ρεμί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζαν ντε Βαλουά-Σαιν-Ρεμί
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Jeanne de Valois-Saint-Rémy (Γαλλικά)
Γέννηση22  Ιουλίου 1756[1][2][3]
Φοντέτ
Θάνατος23  Αυγούστου 1791[2][3][4]
Λονδίνο
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία και θανατηφόρο δυστύχημα
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[5]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας απομνημονευμάτων
Οικογένεια
ΣύζυγοςΝικολά ντε Λα Μοτ
ΓονείςJacques I de Saint-Rémy, Baron de Saint-Rémy[6] και Marie Jossel[6]
ΣυγγενείςΑνρί ντε Σαιν-Ρεμί
ΟικογένειαΟίκος του Βαλουά
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ζαν ντε Βαλουά-Σαιν-Ρεμί (γαλλικά: Jeanne de Valois-Saint-Rémy), αυτοαποκαλούμενη ως «Κόμισσα ντε Λα Μοτ» (22 Ιουλίου 1756[7] – 23 Αυγούστου 1791) έμεινε στην ιστορία ως μια διαβόητη αριβίστρια και κλέφτρα. Ήταν παντρεμένη με τον Νικολά ντε Λα Μοτ, του οποίου η αριστοκρατική καταγωγή βρισκόταν υπό αμφισβήτηση. Η ίδια αν και φτωχή, ήταν απόγονος της βασιλικής οικογένειας Βαλουά μέσω ενός νόθου γιου του Βασιλιά Ερρίκου Β’. Παρόλα αυτά, μνημονεύεται κυρίως για τον εξέχοντα ρόλο της στην υπόθεση του διαμαντένιου περιδέραιου, ένα από τα πολλά σκάνδαλα που οδήγησαν στη Γαλλική Επανάσταση και βοήθησε στην καταστροφή της μοναρχίας της Γαλλίας.

Παιδική ηλικία και γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Zαν ντε Βαλουά γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1756 στην πόλη Φοντέτ της βορειοανατολικής Γαλλίας , κοντά στην κοινότητα Μπαρ-συρ-Ωμπ, σε μια οικογένεια με δεινή οικονομική κατάσταση. Ο πατέρας της, Ζακ ντε Βαλουά, βαρόνος του Σαιν-Ρεμί (1717–1762), ήταν νόθος γιος του Βασιλια Ερρίκου Β' της Γαλλιας και της Νικόλ ντε Σαβινύ . Παρότι όμως είχε το βασιλικό αίμα του Οίκου των Βαλουά , ο Ζακ ήταν γνωστός ως μέθυσος και απατεώνας. Η μητέρα της Ζαν ήταν η Μαρί-Ζοζέλ , μια υπηρέτρια δικαστηρίου.

Η Ζαν ήταν η τρίτη στην σειρά ανάμεσα σε έξι παιδιά. Τρία από τα έξι παιδιά του Ζακ ντε Βαλουά του Σαιν-Ρεμί και της Μαρί-Ζοζέλ πέθαναν σε τρυφερή ηλικία: Ο Τζόζεφ (9 Μαρτίου 1753 – 9 Δεκεμβρίου 1753), η Μαρί-Μαργκερίτ-Αν (17 Φεβρουαρίου 1759 – 23 Μαΐου 1767) και ο Ιωάννης (5 Μαρτίου 1760 – 9 Μαρτίου 1760). Τα τρία παιδιά του Βαλουά του Σαιν-Ρεμί που επιβίωσαν,[7] ο Ζακ (25 Ιουλίου 1751 - 1785), η Ζαν και η Μαρί-Αν (2 Οκτωβρίου 1757 - 1786), ζούσαν παραμελημένα, περπατούσαν ξυπόλητα, φρόντιζαν τις αγελάδες και συχνά αναγκάζονταν να ζητιανεύουν για το φαγητό τους. Σύμφωνα με τον Ζακ Μπενιό, όπως γράφτηκε στα απομνημονεύματα του, τα παιδιά περιθάλφθηκαν από τον πατέρα του και τον ηγούμενο του Λανγκρ. Με βάση μια άλλη πηγή, η οικογένεια μετακόμισε στη Βουλώνη κοντά στο Παρίσι, όπου ένας ιερέας και ένας από τους πλούσιους ενορίτες του, η Μαντάμ ντε Μπουλαινβιλλιέ , ανέλαβε την φροντίδα τους.

Εν πάση περιπτώσει, η καταγωγή τους ως Βαλουά επιβεβαιώθηκε από έναν γενεαλόγο στις Βερσαλλίες, και ως αποτέλεσμα των νομικών διατάξεων που δημιουργήθηκαν για να βοηθήσουν παιδιά από φτωχές οικογένειες με αριστοκρατική καταγωγή, ο Ζακ έλαβε ετήσια αποζημίωση 1000 λιβρών και μια θέση σε στρατιωτική ακαδημία. Η Ζαν και η Μαρί-Αν πήγαν σε οικοτροφείο στο Πασί και τους δόθηκαν επιδόματα 900 λιβρών. Ενώ έπρεπε να γίνουν μοναχές στο μοναστήρι του Λονγκσάμ, εκείνες επέλεξαν να επιστρέψουν στο Μπαρ-συρ-Ωμπ όπου ζούσαν με την οικογένεια Σερμόντ. Στις 6 Ιουνίου 1780,[8] η Ζαν παντρεύτηκε τον Μαρκ-Αντουάν-Νικολά ντε λα Μοτ, που ήταν ανιψιός των Σερμόντ και αξιωματικός των χωροφυλακών.[9] Την ημέρα του γάμου της, η Ζαν ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Μόνο ένα μήνα αργότερα (στις 7 Ιουλίου) τα νεογέννητα δίδυμα της βαφτίστηκαν ως Ζαν-Μπατίστ και Νικολά-Μάρκ ντε λα Μοτ. Και τα δύο παιδιά έζησαν μόνο λίγες μέρες.

Ενώ ο ισχυρισμός της οικογένειας ντε λα Μοτ για την αρχοντική τους καταγωγή ήταν αμφιλεγόμενος, τόσο ο Νικολά όσο και η σύζυγος του πήραν τον τίτλο Κόμης και Κόμμισα ντε λα Μοτ Βαλουά. Από τα τρία αδέλφια, η Ζαν θα ήταν η μόνη που θα αποκτούσε κακή φήμη. Ο Ζακ πέθανε με στρατιωτικό καθήκον στο νησί Σαιντ Λούις. Η Μαρί-Αν επέστρεψε στη θρησκευτική ζωή. Κανένα από τα τρία παιδιά του Ζακ ντε Βαλουά του Σαιν-Ρεμί δεν είχε ζωντανούς απογόνους.

Η υπόθεση του διαμαντένιου περιδέραιου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καρδινάλιος Λουί Ρενέ Εντουάρ ντε Ροάν

Όταν έγινε σαφές ότι ο Νικολά δεν μπόρεσε να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες του ζευγαριού και να τις διατηρήσει στο πολυδάπανο στυλ που επιθυμούσε η σύζυγός του, η Ζαν αποφάσισε να ζητήσει μια πιο γενναιόδωρη σύνταξη από τη βασιλική οικογένεια λόγω του βασιλικού της αίματος. Αποφάσισε να προσεγγίσει τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, προσδοκώντας τη ευνοϊκή υποδοχή με βάση ότι είχαν το ίδιο φύλο. Η Ζαν επομένως έκανε συχνές επισκέψεις στις Βερσαλλίες με την ελπίδα να τραβήξει την προσοχή της Βασίλισσας. Εκείνη την εποχή, οποιοσδήποτε απλός πολίτης ντυμένος με κατάλληλη ενδυμασία μπορούσε να μπει στο παλάτι και στους κήπους του, και να παρατηρήσει τη βασιλική οικογένεια. Ωστόσο, η Μαρία-Αντουανέτα είχε ενημερωθεί για τον αμφισβητήσιμο τρόπο ζωής της Ζαν και αρνήθηκε να τη συναντήσει.

Ο γάμος μεταξύ της Ζαν και του συζύγου της ήταν αποτυχημένος αν και συνέχισαν να ζουν μαζί. Η Ζαν απέκτησε έναν εραστή, το Ρετώ ντε Βιλέτ, ένα κοινό ζιγκολό και συνάδελφο του Νικολά στη χωροφυλακή. Γύρω στο 1783, γνώρισε τον Πρίγκιπα Καρδινάλιο Λούις ντε Ροχάν. Η Ζαν έγινε γρήγορα ερωμένη και στενή του φίλη.[10] Ως αποτέλεσμα, συνειδητοποίησε ότι ο Πρίγκιπας δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να κερδίσει την επιδοκιμασία της Μαρίας Αντουανέτας. Παρ 'όλα αυτά, η βασίλισσα απέφυγε τον Καρδινάλιο επειδή προσπάθησε να εμποδίσει το γάμο της με τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ και γνώριζε τον σκανδαλώδη και έκλυτο τρόπο ζωής του.

Η Ζαν λέγεται ότι ήταν λεπτή με μικρά στήθη, είχε λευκό δέρμα, καστανά μαλλιά, ανοιχτά μπλε μάτια και ένα «χαμόγελο που αιχμαλώτιζε».[11] Ο Άμπε Τζωρτζέλ, ο πιστός υπηρέτης του Καρδινάλιου ντε Ροχάν , περιέγραψε την Ζαν ως «Πονηρή Κίρκη».[10] Εκείνη έλαβε κάποια χρήματα από τον Καρδινάλιο και μια προμήθεια για τον σύζυγό της ως σωματοφύλακα του Κόμη του Αρτουά.[11]

Ταυτόχρονα, ο κοσμηματοπώλης Τσαρλς Αύγουστος Μπωμέρ προσπαθούσε να πουλήσει ένα ιδιαίτερα ακριβό και πολυτελές περιδέραιο με διαμάντια που είχε αρχικά σχεδιαστεί για την Μαντάμ ντυ Μπαρί. Είχε επενδύσει μια περιουσία σε αυτό το κόσμημα και έπρεπε να το πουλήσει γρήγορα για να αποφύγει την πτώχευση. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι μόνο ο Βασιλιάς θα μπορούσε ενδεχομένως να το αγοράσει, αλλά ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και η Βασίλισσα αρνήθηκαν το περιδέραιο.

Η Ζαν, με την ενεργό βοήθεια του συζύγου της και του ντε Βιλέτ , συνέταξε ένα σχέδιο για να χρησιμοποιήσει αυτήν την κατάσταση προς όφελος των οικονομικών τους. Ο Ρετώ ντε Βιλέτ ήταν ο κύριος πλαστογράφος και έγραψε γράμματα ως «Βασίλισσα» προς την «Κόμισσα». Με τα ψεύτικα γράμματα, η «Βασίλισσα» δήλωνε ότι επιθυμούσε το περιδέραιο, αλλά γνώριζε την απροθυμία του Βασιλιά να το αγοράσει λόγω της τρέχουσας δυσοίωνης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ήλπιζε ότι ο Καρδινάλιος θα μπορούσε να της δανείσει τα χρήματα ως μυστική χάρη. Η Ζαν ντε λα Μοτ κατονομαζόταν ως η μεσολαβήτρια της Βασίλισσας. Έτσι, ο Καρδινάλιος πείστηκε ότι αυτά τα γράμματα ήταν αυθεντικά και συμφώνησε να αγοράσει το περιδέραιο για τη Βασίλισσα. Αν και ήξερε πολύ καλά ότι η Βασίλισσα δεν συνάντησε ποτέ την Ζαν δημόσια, παρόλα αυτά πίστευε ότι η Ντε λα Μοτ ήταν ο αξιόπιστος πράκτορας του μυστικού συνδέσμου επικοινωνίας ανάμεσα σε εκείνον και την Μαρία Αντουανέτα. Μάλιστα τον Αύγουστο του 1784 στους κήπους του παλατιού των Βερσαλλιών, διοργανώθηκε ραντεβού αργά το βράδυ, όπου ο Καρδινάλιος συνάντησε τη «Bασίλισσα» (αν και στην πραγματικότητα ήταν μια πόρνη που της έμοιαζε και ονομαζόταν Νικόλ Λεγκαί ντ' Ολιβά και έλαβε τη συγχώρεση της. Κατόπιν , εκείνος ήρθε σε επαφή με τον κοσμηματοπώλη και του ζήτησε να του φέρει το περιδέραιο.

Το περιδέραιο δόθηκε στη Ζαν ντε λα Μοτ για να το παραδώσει στη Βασίλισσα. Ο σύζυγός της άρχισε αμέσως να πουλάει τα διαμάντια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Η υπόθεση ήρθε στο φως μόνο όταν συνελήφθη ο Καρδινάλιος. Επίσης, σύντομα συνελήφθησαν η Ζαν ντε λα Μοτ, ο Ρετώ ντε Βιλέτ , η Νικόλ ντ' Ολιβά και ο Κόμης Καλιόστρο, ένας αυτοαποκαλούμενος μάγος του οποίου ο Καρδινάλιος ήταν προστάτης και η Ζαν κατηγορούσε ότι ήταν αυτός που έπεισε τον Καρδινάλιο να αγοράσει το περιδέραιο. Ο «Κόμης» Νικολά ντε λα Μοτ έμεινε στο Λονδίνο.

Ενώ δεν εμπλέκονταν άμεσα και μπορούσαν να δικάσουν τους απατεώνες χωρίς δημοσιότητα, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα επέμειναν να γίνει δημόσια δίκη για να υπερασπιστούν την τιμή τους.

Ωστόσο, η δίκη είχε στην πραγματικότητα το αντίθετο αποτέλεσμα και κατέστρεψε τη φήμη της Βασίλισσας, επειδή το κοινό την είδε ως συνένοχη. Ο Καρδινάλιος δεν βρέθηκε ένοχος και αθωώθηκε. Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ τον εξόρισε όμως αμέσως σε μια από τις ιδιοκτησίες του Καρδινάλιου στη νότια Γαλλία. Ο Ρετώ ντε Βιλέτ κρίθηκε ένοχος για πλαστογραφία και εξορίστηκε. Η Νικόλ ντ' Ολιβά αθωώθηκε. Ο Κόμης Καλιόστρο , αν και αθωώθηκε, εξορίστηκε από τη Γαλλία με εντολή του Βασιλιά. Η Ζαν ντε λα Μοτ κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε μαστίγωμα, σε στιγματισμό και φυλάκιση. Αυτό δημιούργησε την συμπόνια της κοινής γνώμης. Καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση στο ίδρυμα Λα Σαλπετριέρ, αλλά σύντομα δραπέτευσε μεταμφιεσμένη ως νεαρός άντρας[12] και πήγε στο Λονδίνο όπου, το 1789, δημοσίευσε τα απομνημονεύματά της με τίτλο "Memoires Justificatifs de La Comtesse de Valois de La Motte"(Τα αποδεικτικά απομνημονεύματα της κόμισσας ντε Βαλουά ντε Λα Μοτ), η οποία επιχείρησε για να δικαιολογήσει τις ενέργειές της ρίχνοντας το φταίξιμο στην Μαρία Αντουανέτα.[13]

Ο Καρδινάλιος επέζησε της επανάστασης και έζησε τη ζωή του στην εξορία. Ο Ρετώ ντε Βιλέτ έζησε και πέθανε στην εξορία στην Ιταλία. Η Νικόλ ντ' Ολιβά έμεινε στην αφάνεια και πέθανε σε ηλικία 28 ετών. Ο Κόμης Καλιόστρο φυλακίστηκε κατά την Ρωμαϊκή Εξέταση και πέθανε στη φυλακή. Ο Νικολά ντε λα Μοτ επέστρεψε στο Παρίσι μετά την Επανάσταση.

Η Ζαν πέθανε στο Λονδίνο ως αποτέλεσμα τραυματισμών που υπέστει μετά από πτώση της από το παράθυρο του δωματίου της, ενώ κρύβονταν από τους πιστωτές της. Μια σύγχρονη έκθεση στην εφημερίδα "The Times" ανέφερε ότι βρέθηκε «άσχημα τραυματισμένη», το αριστερό της μάτι ήταν κομμένο - ένα από τα χέρια της και τα δύο πόδια της ήταν σπασμένα. Πέθανε στις 23 Αυγούστου 1791, δύο χρόνια πριν από την Μαρία Αντουανέτα, η οποία εκτελέστηκε στην γκιλοτίνα το 1793. Η Ζαν είναι θαμμένη στο κοιμητήριο της Αγίας Μαίρης στο Λάμπεθ του Λονδίνου.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb107332248. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w64j3k33. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 12945424. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. (Γερμανικά, Αγγλικά) FemBio database. 16818. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb107332248. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  7. 7,0 7,1 Η γενεαλογική γραμμή της οικογενείας του Σαιν-Ρεμί του οίκου Βαλουά
  8. Castelot, p. 202
  9. Castelot, p. 201
  10. 10,0 10,1 Haslip, p. 167
  11. 11,0 11,1 Cronin, p. 239
  12. Haslip, p. 179
  13. Μια αγγλική μετάφραση της ίδιας χρονιάς με τίτλο “Memoirs of the Countess de Valois de La Motte”, περιέχει μια ολοκληρωμένη αιτιολόγηση της συμπεριφοράς της και μια εξήγηση για τις ίντριγκες και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται εναντίον της από τους εχθρούς της, σχετικά με το διαμαντένιο περιδέραιο. Διαβάστε περισσότερα εδώ: Internet Archive

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το περιδέραιο της Βασίλισσας, Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου Δουμά, του έτους 1849.
  • Μαρία Αντουανέτα της Τζόαν Χάσλιπ, το οποίο εκδόθηκε το έτος 1987.
  • Η Βασίλισσα της Γαλλίας του Αντρέ Καστέλο, το οποίο εκδόθηκε το έτος 1957.
  • Λουδοβίκος και Αντουανέτα του Βίνσεντ Κρόνιν, το οποίο εκδόθηκε το 1974.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]