Δεξαμενή Αντιμαφίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Δεξαμενή Αντιμαφίας (ιταλικά Antimafia Pool), ήταν μια ομάδα ανακριτών δικαστών στην Εισαγγελεία του Παλέρμο, οι οποίοι συνεργάστηκαν στενά για την ανταλλαγή πληροφοριών και την ανάπτυξη νέων στρατηγικών έρευνας κατά της Σικελικής Μαφίας.[1] Μια άτυπη ομάδα δημιουργήθηκε από τον δικαστή Ρόκο Τσινίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ακολουθώντας το παράδειγμα των δικαστών κατά της τρομοκρατίας στη Βόρεια Ιταλία στη δεκαετία του '70.

Το σημαντικότερο ήταν ότι ανέλαβαν συλλογική ευθύνη για τη συνέχιση των διώξεων της μαφίας: όλα τα μέλη της ομάδας υπέγραψαν εντολές στην εισαγγελία για να αποφύγουν να εκθέσουν κάποιον από αυτούς σε ιδιαίτερο κίνδυνο, όπως εκείνον που είχε κοστίσει την ζωή στον δικαστή Γκαετάνο Κόστα. Ο Κόστα είχε υπογράψει τις 55 κατηγορίες εναντίον του δικτύου διακίνησης ηρωίνης των μαφιόζικων οικογενειών Σπατόλα-Ιντσερίλο-Γκαμπίνο, αφού σχεδόν όλοι οι άλλοι εισαγγελείς αρνήθηκαν να το πράξουν, ένα γεγονός που διερρέυσε από την εισαγγελία και τελικά του κόστισε την ζωή του. Ο Κόστα δολοφονήθηκε στις 6 Αυγούστου 1980, με εντολή του Σαλβατόρε Ιντσερίλο.

Τα γεγονότα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 1983 ο Ρόκο Τσινίσι δολοφονήθηκε από τη μαφία. Την θέση του ως επικεφαλής της «δεξαμενής αντιμαφίας», του ερευνητικού κλάδου της εισαγγελικής αρχής του Παλέρμο, ανέλαβε ο Αντονίνο Καπονέτο, ο οποίος επισημοποίησε την ομάδα. Μαζί του ήταν και ο Τζοβάνι Φαλκόνε, η δεξαμενή περιελάμβανε επίσης τον Πάολο Μπορσελίνο, τον Τζουσέπε Ντι Λέλο και τον Λεονάρντο Γκουάρνοτα.

Η ομάδα συγκέντρωσε στη συνέχεια αρκετές έρευνες, οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα την Δίκη Μάξι κατά της μαφίας που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1986 και η οποία διήρκεσε μέχρι το Δεκέμβριο του 1987. Η δίκη διεξήχθη σε δικαστήριο ειδικά κατασκευασμένο για το σκοπό αυτό, μέσα στα τείχη της φυλακής Ουκιαρντόνε στο Παλέρμο. Συνολικά 475 μαφιόζοι κατηγορήθηκαν για ένα πλήθος εγκλημάτων που σχετίζονταν με δραστηριότητες της μαφίας, βασισμένες πρωτίστως από μαρτυρίες που δόθηκαν και λήφθηκαν υπόψιν ως αποδεικτικά στοιχεία από πρώην αφεντικά της μαφίας που έγιναν πληροφοριόδοτες, γνωστοί ως Πεντίτι, ιδίως οι Τομάζο Μπουσκέτα και Σαλβατόρε Κοντόρνο.

Οι περισσότεροι καταδικάστηκαν και, προς μεγάλη έκπληξη, οι καταδίκες έγιναν τελεσιδίκες αρκετά χρόνια αργότερα τον Ιανουάριο του 1992, μετά το τελευταίο στάδιο των εφέσεων. Η σπουδαιότητα της δίκης ήταν ότι η ύπαρξη της Κόζα Νόστρα τελικά επιβεβαιώθηκε δικαστικά.

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]