Γουίλιαμ Μίτφορντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γουίλιαμ Μίτφορντ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
William Mitford (Αγγλικά)
Γέννηση10  Φεβρουαρίου 1744[1][2][3]
Έξμπουρυ
Θάνατος10  Φεβρουαρίου 1827[1][3]
Έξμπουρυ
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
ΣπουδέςCheam School
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός
πολιτικός[4]
συγγραφέας[5]
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΤορυισμός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΦράνσις Μόλοϊ (από 1766)[6][7]
ΤέκναΧένρι Μίτφορντ[8][6]
Τζον Μίτφορντ[8]
Μπέρτραμ Μίτφορντ[8]
ΓονείςΤζον Μίτφορντ[8][6] και Philadelphia Reveley[8][6]
ΑδέλφιαJohn Freeman-Mitford, 1st Baron Redesdale[6]
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςσυνταγματάρχης
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της 5ης βουλευτικής περιόδου του Ηνωμένου Βασιλείου
μέλος της 1ης βουλευτικής περιόδου του Ηνωμένου Βασιλείου
μέλος της 2ης βουλευτικής περιόδου του Ηνωμένου Βασιλείου
μέλος της 16ης βουλευτικής περιόδου της Μεγάλης Βρετανίας
μέλος της18ης βουλευτικής περιόδου της Μεγάλης Βρετανίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γουίλιαμ Μίτφορντ (William Mitford, 10 Φεβρουαρίου 174410 Φεβρουαρίου 1827) ήταν Άγγλος βουλευτής και ιστορικός, κυρίως γνωστός για το πολύτομο έργο του «Ιστορία της Ελλάδος» (The History of Greece, 1784-1810).

Οικογένεια και σπουδές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μίτφορντ γεννήθηκε στο χωριό Έξμπουρυ (Exbury) της κομητείας Χάμπσιρ της νότιας Αγγλίας και η οικογένειά του ανήκε στην αγροτική αριστοκρατία. Ο πατέρας του ωστόσο ήταν ένας εύπορος δικηγόρος του Λονδίνου, που είχε συγκεντρώσει μια σημαντική περιουσία. Αλλά ο Γουίλιαμ, αν και πρωτότοκος γιος του, δεν ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, ούτε έφθασε το υψηλό αξίωμα του αδελφού του, του Τζων Φρήμαν-Μίτφορντ, 1ου βαρόνου Ρέντσντέιλ (John Freeman-Mitford, 1st Baron Redesdale, 1748-1830), ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Κοινοτήτων και Λόρδος Καγκελάριος της Ιρλανδίας. Η μητέρα του, η Φιλαντέλφια Ρέβελυ (Philadelphia Reveley), ήταν κληρονόμος ενός ισχυρού γαιοκτήμονα του Νορθάμπερλαντ και εγγονή του προέδρου της Τραπέζης της Αγγλίας, αλλά και πρώτη εξαδέλφη του Χιου Πέρσυ, Δούκα του Νορθάμπερλαντ.

Με τον θάνατο του πατέρα του, ο Γουίλιαμ έγινε ο μοναδικός κληρονόμος της οικογενειακής περιουσίας. Παρότι ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία και δεν είχε τίτλους ευγενείας, η ζωή του σχετιζόταν με τα υψηλότερα κλιμάκια της βρετανικής πολιτικής και του δικαστικού συστήματος. Ζούσε με την οικογένειά του σε μια έπαυλη, το «Έξμπουρυ Χάουζ», κοντά στο Beaulieu.

Ο Γουίλιαμ πήγε εσωτερικός στο Cheam School, αριστοκρατικό σχολείο στο Χάμπσιρ, όχι μακριά από το σπίτι του στο Έξμπουρυ. Εκεί ανεκάλυψε την αγάπη του για την ιστορία. Γνωρίζουμε από τη βιογραφία του ότι προτιμούσε τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών από εκείνη των λατινικών, αλλά και τον αρχαίο ελληνικό από τον ρωμαϊκό πολιτισμό.[9] Σύντομα έγινε ένα είδος αυθεντίας στην ανάγνωση των κλασικών, όπως του Πλουτάρχου και του Ξενοφώντος. Είχε ως δάσκαλό του τον πολυτάλαντο Γουίλιαμ Γκίλπιν, που ήταν εκτός από δάσκαλος, συγγραφέας, κληρικός και ζωγράφος.

Το 1756 ο Μίτφορντ ασθένησε και επέστρεψε στο σπίτι του, φεύγοντας μόλις το 1761 για να φοιτήσει στο Κολέγιο Κουήνς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Στη διάρκεια των σπουδών του ωστόσο πέθανε ο πατέρας του, οπότε τις εγκατέλειψε το 1763 χωρίς να πάρει πτυχίο, έχοντας παρακολουθήσει απλώς τις διαλέξεις νομικής του Γουίλιαμ Μπλάκστοουν, και έγινε μέλος του Μίτολ Τεμπλ.[10][11]

Μετέπειτα βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύθηκε το 1766 τη Φράνσις ή Φάνυ Μολόυ, αλλά σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, το 1774, έμεινε χήρος. Προκειμένου να συνέλθει, ταξίδεψε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου ήλθε σε επαφή με κάποιους Γάλλους διανοουμένους που ειδικεύονταν στην αρχαία Ελλάδα, όπως τον βαρόνο Ιωάννη Μπατζ (Jean Pierre de Batz, Baron de Sainte-Croix). Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Αργότερα, έγινε αξιωματικός στην πολιτοφυλακή του Νότιου Χάμπσιρ, αλλά παρότι υπηρέτησε μέχρι και κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, είναι πιθανό ότι δεν συμμετέσχε ποτέ σε κάποια μάχη, καθώς ανήκε σε μια αγροτική πολιτοφυλακή και στους Ναπολεόντειους Πολέμους ήταν ήδη σχεδόν εξήντα ετών. Γνώρισε όμως τον μεγάλο ιστορικό Έντουαρντ Γκίμπον (είναι γνωστός και εξελληνισμένα ως Γίββων), με τον οποίο έγιναν καλοί φίλοι. Σύμφωνα με τη βιογραφία του, ο Γίββων τον έπεισε να συγγράψει το μεγάλο έργο του, βασισμένος στη δική του συγγραφική εμπειρία, και του πρότεινε τη δομή που έπρεπε να έχει το έργο.[12]

Ιστορικός και πολιτικός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος τόμος της Ιστορίας της Ελλάδος του Μίτφορντ κυκλοφόρησε το 1784, μόλις ένα έτος μετά τη λήξη της Αμερικανικής Επαναστάσεως, και έτυχε πολύ καλής υποδοχής, οπότε ο συγγραφέας έγραψε εννέα ακόμα τόμους.[13] Τα υπόλοιπα έργα του είναι ποικίλα, από φιλολογικές μελέτες όπως το Essay on the Harmony of Language (1774), έως νομικές ρυθμίσεις που ευνοούσαν τους μεγάλους γαιοκτήμονες (Essay on the "Corn Laws", 1791).

Εξαιτίας των συγγενών του, ιδίως του αδελφού του Τζων, ο Γουίλιαμ έγινε βουλευτής, πρώτη φορά το 1785. Ακολούθησαν διάφορες θητείες, σε εκλογικές περιφέρειες διαφορετικών κομητειών (Κορνουάλη, Ντέβον, Κεντ), αλλά πάντοτε με το Κόμμα των Συντηρητικών, με τελευταία βουλευτική θητεία το 1812-1818 στην περιφέρεια Νιου Ρόμνυ του Κεντ.[10] Η δραστηριότητά του ωστόσο στο κοινοβούλιο ήταν ελάχιστη.

Το ύφος γραφής του Μίτφορντ είναι φυσικό και διαυγές, αλλά χωρίς τις πλούσιες αποχρώσεις του Γίββωνα. Παρουσιάζει μερικές ιδιομορφίες στη γλώσσα και την ορθογραφία, για τις οποίες επιτιμήθηκε και προσπάθησε να τις αναθεωρήσει.[11]

Προσωπική ζωή και απόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς προαναφέρθηκε, ο Μίτφορντ ήταν έγγαμος, από τις 18 Μαΐου 1766, με τη Φράνσις ή Φάνυ Μολόυ (Frances Molloy), κόρη ενός πλούσιου Ιρλανδού εμπόρου, του Τζέιμς Μολόυ. Μαζί απέκτησαν τρεις γιους, από τους οποίους οι δύο μικρότεροι έγιναν δικηγόροι και μόνο ο πρωτότοκος, ο Χένρυ Ρέβελυ Μίτφορντ, έγινε αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, προφανώς ακολουθώντας τη σχετική παράδοση από την πλευρά της μητέρας του, της οποίας ο αδελφός και ένας θείος ήταν επίσης αξιωματικοί του Ναυτικού (ο θείος μάλιστα ναύαρχος).

Ο Γουίλιαμ Μίτφορντ πέθανε σε ηλικία 87 ετών στην έπαυλή του, το Έξμπουρυ Χάουζ, και σύμφωνα με συμπτώματα που αναφέρονται, τα τελευταία έτη της ζωής του έπασχε μάλλον από τη Νόσο του Αλτσχάιμερ. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι είχε ποτέ επισκεφθεί την Ελλάδα.

Η Ιστορία της Ελλάδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απόφαση για τη συγγραφή του μείζονος αυτού έργου του Γουίλιαμ Μίτφορντ λήφθηκε το 1776, μετά τις επαφές του συγγραφέως στη Γαλλία και την παρότρυνση του Γίββωνα. Αρχικώς είχε στόχο να γράψει πέντε τόμους, αλλά μετά την καλή υποδοχή επεξέτεινε την ιστορία του σε δέκα τόμους. Το έργο γράφτηκε στο Έξμπουρυ, όπου ο Μίτφορντ είχε καταστήσει τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας τη βασική του ενασχόληση. Ο τελευταίος τόμος κυκλοφόρησε το 1810. Μετά από το έτος αυτό η κατάσταση της οράσεως του συγγραφέως και άλλοι φυσικοί περιορισμοί, μεταξύ των οποίων και μερική απώλεια της μνήμης, κατέστησαν απαγορευτική τη συνέχιση του εγχειρήματος, αν και με μεγάλο κόπο αναθεώρησε αρκετές νέες εκδόσεις του έργου.[11]

Ο 1ος τόμος περιλαμβάνει τα γεγονότα από τους ομηρικούς χρόνους μέχρι την έναρξη της περσικής εισβολής. Στον 2ο τόμο ωστόσο δίνεται στους Περσικούς Πολέμους λιγότερη σημασία από όσο στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον οποίο ο συγγραφέας δίνει μεγαλύτερη σημασία. Αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι σε όλο το έργο του επαινεί την αξιοπιστία του Θουκυδίδη. Ο 2ος τόμος δημοσιεύθηκε το 1790 και βρίθει αναφορών στην επαναστατημένη Γαλλία, ακόμα και στο σώμα του κυρίως κειμένου. Προδίδεται η έκπληξη του συγγραφέα για το ιστορικό αυτό γεγονός της εποχής του.[14]

Μέχρι να εκδοθεί ο τρίτος τόμος το 1797, η Γαλλική Επανάσταση είχε γίνει ήδη καθεστώς, ο Βασιλιάς της Γαλλίας είχε εκτελεσθεί και η περίοδος της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων είχε τελειώσει. Το γαλλικό «Συμβούλιο των 500» επί Διευθυντηρίου, έφερε το όνομα της αρχαίας αθηναϊκής Βουλής του Κλεισθένους. Ο 3ος τόμος είναι ασφαλώς ο πλέον μαχητικά καταφερόμενος κατά της δημοκρατίας και περιέχει τις περισσότερες αναφορές στην πολιτική κατάσταση της εποχής του Μίτφορντ. Με μικροδιαφορές στις εκδόσεις, καλύπτει γενικώς ολόκληρο τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο 4ος τόμος (1808), και πάλι ανάλογα με την έκδοση, περιγράφει τη μεταπολεμική αθηναϊκή δημοκρατία και την κυριαρχία της Σπάρτης, ενώ ο 5ος τόμος, γραμμένος κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, το 1810, αναφέρεται στην Ελληνιστική Περίοδο. Στις δεκάτομες εκδόσεις, οι τόμοι από τον 5ο μέχρι τον 10ο ασχολούνται μόνο με την επέκταση της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα μετέπειτα, αρχίζοντας από τις κατακτήσεις του πατέρα του, Φιλίππου Β΄.

Η πρώτη πλήρης έκδοση όλων των τόμων μαζί, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, έγινε το 1822-1823. Το 1829 κυκλοφόρησε η πρώτη μεταθανάτια έκδοση, συμπληρωμένη με την απαραίτητη βιογράφηση του συγγραφέα και μια παρουσίαση του έργου γραμμένη από τον αδελφό του, Λόρδο Ρέντσντέιλ. Ο Μίτφορντ είχε ανεβάσει τον αριθμό των τόμων στους οκτώ πριν το 1823, προσθέτοντας συνεχώς νέα κεφάλαια. Το 1836 κυκλοφόρησε η έκδοση που καθόρισε οριστικά τον αριθμό των τόμων σε δέκα.

Το έργο εκδιδόταν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, αυτόν του Τόμας Κάντελ (Thomas Cadell), από το 1784 μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Αποτελεί μέρος των βιβλιοθηκών των αγγλόγλωσσων πανεπιστημίων μέχρι σήμερα. Ο εκδοτικός αυτός οίκος ήταν ο σημαντικότερος σε ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή και είχε επίσης στο ενεργητικό του τα κυριότερα έργα της βρετανικής ιστοριογραφίας, όπως το Η ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γίββωνος.

Ο Μίτφορντ εκκινεί ως ιστορικός με μια καλή γνώση των κλασικών πηγών. Αν και οι τυπικές σπουδές του παρέμειναν ανολοκλήρωτες, μπορούσε να διαβάζει ελληνικά και λατινικά, και πολλές αναφορές του στο σώμα του έργου είναι γραμμένες κατά λέξη στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Προσπαθεί να εμφανίσει τον εαυτό του ως αξιόπιστο και αντικειμενικό παρουσιαστή των γεγονότων, αλλά δεν το επιτυγχάνει. Το έργο του δεν έγινε αποδεκτό από τους ακαδημαϊκούς κύκλους και επικρίθηκε ανοικτά από τους προοδευτικούς-φιλελεύθερους της εποχής του, ακόμα εντονότερα μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο νεαρός τότε Τζωρτζ Γκρόουτ έγραψε μια έντονη κριτική του έργου στο προοδευτικό περιοδικό The Westminster Review, με τη φιλοσοφική υποστήριξη του Τζέιμς Μιλ, τον Απρίλιο του 1826, μερικούς μήνες πριν τον θάνατο του Μίτφορντ.[15] Η τελευταία έκδοση της Ιστορίας της Ελλάδος του Μίτφορντ έγινε το 1938 και από τότε δεν ξαναεκδόθηκε.

Τα χαρακτηριστικά του έργου του Μίτφορντ είναι τυπικά της εποχής του. Το ύφος του είναι εγκυκλοπαιδικό και περιεκτικό, αποζητώντας να παρουσιάσει στον αναγνώστη την αφήγηση ενός άρραφου συνόλου. Η χρονική τάξη είναι ακριβής και γραμμική, αν και υπάρχουν παρεκβάσεις που αλλοιώνουν τη χρονική ακολουθία, ώστε να δοθεί έμφαση σε γεγονότα που βοηθούν στη σύνδεση με την ιστορική κατάσταση που βιώνεται. Αυτό γίνεται ιδίως στον τρίτο τόμο, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται ευθέως σε γεγονότα που είχαν μόλις συμβεί στη Γαλλία, η οποία βρισκόταν στο μέσο μιας επαναστατικής διεργασίας.[16] Η γλώσσα περιέχει καλλωπιστικά επίθετα και λέξεις που δεν βρίσκονταν σε κοινή χρήση και χαρακτηρίζουν την αριστοκρατία της εποχής. Υπάρχει ξεκάθαρη πρόθεση, δεδομένου ότι ο συγγραφέας δεν ήταν γνωστός στους τότε κύκλους των γραμμάτων, να επιδείξει την εμβρίθειά του κάνοντας υπερβολική χρήση σημειώσεων και υποσημειώσεων, πολλές εκ των οποίων είναι στην ελληνική γλώσσα. Από την άλλη ωστόσο, η βασική χρήση των αποσπασμάτων που παραθέτει είναι να εκφράσει μια άποψη, να απαξιώσει έναν πολιτικό αντίπαλο, και πάνω από όλα να επαινέσει μέλη της κοινωνίας που έχουν τις ίδιες με εκείνον πολιτικές απόψεις. Μπορούμε πάντοτε να ανιχνεύσουμε αυτοσχεδιασμό στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα θέματά του και μια κάποια επαναληπτικότητα σε μη αποδείξιμα συμβάντα, ιδίως στον πρώτο τόμο, όπου το όριο ανάμεσα σε μυθολογία και ιστορία φαίνεται θολό. Είναι πάντως εξαιρετικά λεπτομερής και περιγραφικός. Επικρίθηκε για την ιδιόμορφη έως εκκεντρική χρήση της ορθογραφίας των λέξεων, για την οποία συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο «Αντάρτες της Ορθογραφίας» (Orthographic Mutineers) του Τόμας ντε Κουίνσυ[17], σε μια από τις εντονότερες επικρίσεις του έργου του Μίτφορντ.

Ο Μίτφορντ ήταν παθιασμένος εχθρός της πολιτικής των Ιακωβίνων από το 1790 και η μεροληψία του υπέρ των μοναρχικών πολιτευμάτων τον οδηγεί σε αδικίες σε βάρος της αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας. Εξαιτίας αυτού, η Ιστορία της Ελλάδος, μετά από μισό αιώνα κατά τον οποίο δεν είχε αντίπαλο δέος στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, έχασε την αξία της με την έκδοση του αντίστοιχου έργου τού Τζωρτζ Γκρόουτ. Ο Χένρυ Φάυνς Κλίντον στο Fasti hellenici κατηγόρησε τον Μίτφορντ για «γενικευμένη αμέλεια ως προς τις χρονολογίες», αν και παραδέχεται ότι στη φιλοσοφική του κατάρτιση «είναι κατά πολύ ανώτερος από οποιονδήποτε προγενέστερο συγγραφέα» ελληνικής ιστορίας. Ο Λόρδος Βύρων, που υπερτονίζει τις ανεπάρκειες του Μίτφορντ, διεκήρυξε ωστόσο ότι ήταν «ίσως ο καλύτερος όλων των σύγχρονων ιστορικών». Αυτό ασφαλώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά η εξέχουσα θέση του στη μικρή σχολή των Βρετανών ιστορικών που διαδέχθηκαν τον Ντέιβιντ Χιουμ και τον Γίββωνα θα ήταν ευκολότερο να υποστηριχθεί.[11]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) SNAC. w6668jxh. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p41566.htm#i415652. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 22570285. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. (Αγγλικά) Hansard 1803–2005. mr-william-mitford-1. Ανακτήθηκε στις 22  Απριλίου 2022.
  5. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 «Kindred Britain»
  7. p41566.htm#i415652. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  9. Mitford, William (1836). The History of Greece. Λονδίνο: T Cadell. σελ. 10. 
  10. 10,0 10,1 Wroth 1894.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 Chisholm 1911.
  12. Mitford, William (1836). The History of Greece. Λονδίνο. σελ. 10. 
  13. English Review Vol V. Λονδίνο: F. Murray. 1785. 
  14. Mitford, W., The History of Greece…, Op. Cit., Vol. II. T. Cadell. σελ. 199. 
  15. Babington., D. (2011). Hardwick, L. y Stray, C., A Companion to Classical Receptions. Hoboken: Wiley-Blackwell. σελ. 90-97. 
  16. Mitford, William. Mitford. W., The History of Greece…, Op. Cit., Vol. III. Λονδίνο. σελ. 9, 41, 72, 463, 474. 
  17. Minto, William (1995). Manual Of English Prose Literature. New Delhi: Atlantic Publishers. σελ. 516. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]