Γλυκοκορτικοειδή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα γλυκοκορτικοειδήγλυκοκορτικοστεροειδή) είναι στεροειδείς ορμόνες που ανήκουν στην ομάδα των κορτικοστεροειδών, με πιο γνωστές την κορτιζόλη, την κορτικοστερόνη και την κορτιζόνη. Συνδέονται με τον υποδοχέα των γλυκορτικοειδών και ρυθμίζουν πολλές και σημαντικές κυτταρικές λειτουργίες όπως η κυτταρική ανάπτυξη, ο μεταβολισμός, η ανοσολογική απόκριση και η απόπτωση[1].

Συντακτικός τύπος κορτιζόλης, ένα ενδογενές γλυκοκορτικοειδές.

Λόγω της ισχυρής αντιφλεγμονώδους δράσης τους, τα γλυκοκορτικοειδή χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη φαρμακευτική για τη θεραπεία ασθενειών, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα ή χορηγούνται τοπικά σε ασθενείς που πάσχουν από χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις, όπως άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα και δερματικές αλλεργίες. Ακόμα, συμβάλλουν στην αντιμετώπιση αυτοάνοσων διαταραχών και αιματολογικών καρκίνων. Ωστόσο, παρά την εξαιρετική αποτελεσματικότητά τους, η χρόνια χρήση τους προκαλεί δυσμενείς παρενέργειες, όπως διαβήτη, οστεοπόρωση, μυϊκή εξασθένηση, εμφάνιση καθυστερημένης ανάπτυξης στα παιδιά, ανακατανομή του λίπους, υπέρταση και επιβράδυνση στην επούλωση τραυμάτων[1].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Glucocorticoids στο Wikimedia Commons