Βυθίσατε το Βίσμαρκ!

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βυθίσατε το Βίσμαρκ!
Το Μπίσμαρκ φλέγεται και βυθίζεται το πρωί της 27ης Μαΐου 1941. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από ένα από τα βρετανικά πλοία που το κκαταδίωκαν
ΣκηνοθεσίαΛιούις Γκίλμπερτ
ΠαραγωγήΤζον Νάτσμπουλ, 7ος βαρόνος του Μπρέιμπορν
ΣενάριοΈντμουντ Χ. Νορθ και Σέσιλ Σκοτ Φόρεστερ
ΠρωταγωνιστέςΚένεθ Μορ, Dana Wynter, Καρλ Μένερ, Λόρενς Νεϊσμίθ, Έντουαρτ Ρ. Μάροου, Κάρελ Στέπανεκ, Μορίς Ντένχαμ, Mark Dignam, Michael Goodliffe, Jack Gwillim, Μάικλ Χόρντερν, Τζέφρεϊ Κιν, Έσμοντ Νάιτ, Ernest Clark, John Stuart, Jack Watling, Victor Maddern, Γουόλτερ Γκοτέλ[1], Τζον Στράιντ[1], Ίαν Χέντρι[1], Μάρκ Μπερνς[1], Edward Judd[1], Μάικλ Μπάλφουρ[1], Ρόμπερτ Ριέτι[1], Ρόμπερτ Μπράουν[1], Γκράχαν Σταρκ[1], Αδόλφος Χίτλερ[1], Cameron Hall[1], Johnny Briggs[1], Ernest Clark[1], Frederick Schiller[1], John Horsley[1], Peter Dyneley, Norman Shelley, Seán Barrett, Walter Hudd, Sydney Tafler, Σαμ Κιντ, Julian Somers, Ντέιβιντ Χέμινγκς και Peter Burton
ΜουσικήClifton Parker
ΦωτογραφίαΚρίστοφερ Τσάλις
ΜοντάζΠίτερ Χαντ
Εταιρεία παραγωγής20th Century Fox
Διανομή20th Century Fox και Netflix
Πρώτη προβολή1960, 11  Φεβρουαρίου 1960 (Λονδίνο)[2], 11  Φεβρουαρίου 1960 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)[2], 4  Απριλίου 1960 (Ηνωμένο Βασίλειο)[2] και 12  Απριλίου 1960 (Γερμανία)[2]
Διάρκεια93 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένο Βασίλειο
ΓλώσσαΑγγλικά και Γερμανικά

Βυθίσατε το Βίσμαρκ! (αγγλικός τίτλος: Sink the Bismarck!) είναι ασπρόμαυρη βρετανική πολεμική ταινία του 1960 βασισμένη στο βιβλίο του 1959 Οι τελευταίες εννέα μέρες του Βίσμαρκ του Σέσιλ Σκοτ Φόρεστερ. Πρωταγωνιστούν ο Κένεθ Μορ και η Ντάνα Γουίντερ και σκηνοθετήθηκε από τον Λιούις Γκίλμπερτ. Η ταινία αναφέρεται στη δράση, την καταδίωξη και τη βύθιση του θωρηκτού Μπίσμαρκ από το Βασιλικό Ναυτικό στα στα τέλη Μαΐου του 1941 κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. [3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λονδίνο, Μάιος του 1941. Η μάχη της Αγγλίας έχει τελειώσει εδώ και έξι μήνες και η απειλή μιας γερμανικής εισβολής μάλλον έχει αποφευχθεί οριστικά. Ωστόσο, οι Βρετανοί ανησυχούν για τη συνέχιση του πολέμου, επειδή γερμανικά σκάφη επιφανείας και υποβρύχια επιχειρούν όλο και πιο επιτυχημένα ενάντια στις οδούς ανεφοδιασμού στον Βόρειο Ατλαντικό, χτυπώντας τις νηοπομπές ανεφοδιασμού από τις ΗΠΑ. Πολλά εμπορικά πλοία που μεταφέρουν τρόφιμα, πετρέλαιο και στρατιωτικές προμήθειες καταλήγουν στον βυθό της θάλασσας.

Τον Φεβρουάριο του 1939 έγινε η καθέλκυση του πιο ισχυρού θωρηκτού της Ναζιστικής Γερμανίας, του Μπίσμαρκ, ενισχύοντας τον γερμανικό στόλο. Τον Μάιο του 1941, η βρετανική ναυτική υπηρεσία πληροφοριών εντοπίζει το Μπίσμαρκ συνοδευόμενο από το βαρύ καταδρομικό Πρίγκιπας Ονιέγκιν να ετοιμάζονται να πλεύσουν στον Βόρειο Ατλαντικό για να επιτεθούν σε συμμαχικές νηοπομπές. Από μια υπόγεια πολεμική αίθουσα στο Λονδίνο, ο λοχαγός Τζόναθαν Σέπαρντ συντονίζει την καταδίωξη του επίφοβου Μπίσμαρκ. Τα δύο γερμανικά πολεμικά πλοία συναντούν τα αγγλικά θωρηκτά Χουντ και Πρίγκιπας της Ουαλίας στα στενά της Δανίας και τα τέσσερα πολεμικά πλοία εμπλέκονται σε ναυμαχία με αποτέλεσμα τη βύθιση του Χουντ, από τους 1419 άνδρες του πληρώματος σώθηκαν μόνο 3. Η είδηση ​​της απώλειας του Χουντ συγκλονίζει την Αγγλία και τον κόσμο, καθώς ήταν το καμάρι του Βρετανικού Ναυτικού.[4]

Χάρτης των διαδρομών του Μπίσμαρκ, του Πρίγκιπα Ονιέγκιν (κόκκινες γραμμές) και των Βρετανών πλοίων (μαύρες γραμμές).

Το Πρίγκιπας της Ουαλίας έμεινε μόνο του και τα δύο γερμανικά πλοία στρέφονται εναντίον του. Καταφέρνει να προκαλέσει μικρή ζημιά στο Μπίσμαρκ, αλλά αυτό ανταποδίδει τα πυρά, καταστρέφοντας τη γέφυρα του Πρίγκιπα της Ουαλίας. Ο Πρίγκιπας της Ουαλίας εκπέμπει ένα προπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο καταφέρνει να υποχωρήσει. Το Μπίσμαρκ και το Πρίγκιπας Ονιέγκιν υποχωρούν επίσης, αλλά καταδιώκονται από τα αγγλικά καταδρομικά Σάφολκ και Νόρφολκ που τα παρακολουθούν κρυμμένα μέσα στην ομίχλη με ραντάρ. Αργότερα, το Πρίγκιπας Ονιέγκιν ξεφεύγει και κατευθύνεται προς το λιμάνι της Βρέστης στην κατεχόμενη Γαλλία, ενώ το Μπίσμαρκ στρέφεται και πυροβολεί τα βρετανικά καταδρομικά για να καλυφθεί και να απομακρυνθεί. Η επίθεση αναγκάζει τα καταδρομικά να υποχωρήσουν. Σε βοήθεια σπεύδει το αεροπλανοφόρο Βικτόριους που με μια αεροπορική επίθεση προκαλεί ρήγμα στις δεξαμενές καυσίμων του Μπίσμαρκ, αλλά το πλοίο κατά τα άλλα δεν έχει υποστεί σημαντική ζημιά και συνεχίζει την πορεία του και εξαφανίζεται από τα αγγλικά ραντάρ.[5]

Πίσω στο αρχηγείο επιχειρήσεων του Λονδίνου, ο λοχαγός Τζόναθαν Σέπαρντ στοιχηματίζει ότι ο ναύαρχος Γκύντερ Λύτγιενς, διοικητής του Μπίσμαρκ, διέταξε επιστροφή σε φιλικά ύδατα όπου τα γερμανικά υποβρύχια και η αεροπορική κάλυψη θα καθιστούσαν αδύνατη την επίθεση. Σχεδιάζει να αναχαιτίσει και να επιτεθεί στο γερμανικό σκάφος πριν αυτό φτάσει στην ασφάλεια. Ο Σέπαρντ δεσμεύει μια μεγάλη δύναμη στην αναζήτηση του Μπίσμαρκ και η ιδέα του αποδίδει καθώς το πλοίο εντοπίζεται να πλέει ολοταχώς προς τη Βρέστη. Οι βρετανικές δυνάμεις έχουν στενά χρονικά περιθώρια για να το καταστρέψουν, πριν η γερμανική υποστήριξη και τα δικά τους μειωμένα αποθέματα καυσίμων αποτρέψουν περαιτέρω επιθέσεις.

Ο πρωθυπουργός Τσόρτσιλ, υπό την εντύπωση της απώλειας του Χουντ, διατάζει να βυθιστεί το Βίσμαρκ πάση θυσία. Το αεροπλανοφόρο Αρκ Ρουαγιάλ καταφθάνει και κάνει δύο επιθέσεις. Η πρώτη αποτυγχάνει όταν οι πιλότοι μέσα στην ομίχλη εκλαμβάνουν εσφαλμένα το αγγλικό Σέφιλντ ως Μπίσμαρκ, αλλά ευτυχώς οι νέοι πυροκροτητές μαγνητικής τορπίλης είναι ελαττωματικοί, με τους περισσότερους να εκρήγνυνται μόλις χτυπήσουν στη θάλασσα. Η δεύτερη επίθεση, αυτή τη φορά στο Μπίσμαρκ, είναι επιτυχής. Μία τορπίλη προκαλεί μόνο μικρές ζημιές αλλά ένα καταστροφικό δεύτερο χτύπημα κοντά στην πρύμνη καταστρέφει το πηδάλιο του γερμανικού θωρηκτού.[6]

Όλες οι προσπάθειες επισκευής αποτυγχάνουν και, ουσιαστικά ακυβέρνητο, το Μπίσμαρκ στρέφεται σε κύκλους. Κατά τη διάρκεια της νύχτας δύο βρετανικά αντιτορπιλικά επιτίθενται με τορπίλες, αλλά το Μπίσμαρκ ανταποδίδει τα πυρά, βυθίζοντας το αντιτορπιλικό Σόλεντ. Καταφθάνουν βρετανικές ενισχύσεις, μεταξύ των οποίων τα θωρηκτά Ρόντνεϊ και Βασιλιάς Γεώργιος Ε' που εμφανίζονται την επόμενη μέρα και αρχίζουν να εκτοξεύουν οβίδες. Ο Γκύντερ Λύτγιενς επιμένει ότι οι γερμανικές δυνάμεις θα φτάσουν σύντομα για να τους σώσουν, αλλά σκοτώνεται όταν μια οβίδα χτυπά τη γέφυρα. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί της γέφυρας σκοτώνονται και το πλήρωμα αρχίζει να εγκαταλείπει το πλοίο. Στο Βασιλιάς Γεώργιος Ε' , ο ναύαρχος Τζον Τόβυ διατάζει το καταδρομικό Ντορσετσάιρ που έσπευσε σε βοήθεια να βυθίσει το Μπίσμαρκ. Το καταδρομικό εκτοξεύει τορπίλες στο γερμανικό θωρηκτό, με αποτέλεσμα το σκάφος να βυθισθεί πριν το πλήρωμα καταφέρει να διαφύγει. Ο πλοίαρχος του Βασιλιά Γεωργίου Ε' Γουίλφρεντ Πάτερσον χαμηλώνει το κεφάλι καθώς το Μπίσμαρκ εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα. Ο ναύαρχος Τόβυ διατάζει το Ντορσετσάιρ να περισυλλέξει τους επιζώντες - διασώθηκαν 110 από σύνολο 2.200 ανδρών του πληρώματος - λέγοντας τελικά λακωνικά: «Λοιπόν, κύριοι, ας πάμε σπίτι».[7]

Ιστορική ακρίβεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα του Σέσιλ Σκοτ Φόρεστερ και η κινηματογραφική ταινία που βασίστηκε σ'αυτό ακολουθούν πιστά τα ιστορικά γεγονότα της βύθισης του θωρηκτού Μπίσμαρκ με μικρές διαφοροποιήσεις, όπως η βύθιση του Σόλεντ - δεν υπήρχε αντιτορπιλικό με το όνομα Σόλεντ - και στην πραγματικότητα κανένα αντιτορπιλικό δεν χάθηκε την τελευταία νύχτα.

Επίσης, για λόγους δραματοποίησης, αναφέρονται στοιχεία της ζωής του λοχαγού Τζόναθαν Σέπαρντ (Κένεθ Μορ): η σύζυγός του σκοτώθηκε σε γερμανικό βομβαρδισμό, ανησυχεί για τον γιο του που επέβαινε στο αεροπλανοφόρο Αρκ Ρουαγιάλ και είχε δηλωθεί αγνοούμενος - τελικά σώζεται - και ο διακριτικός ρομαντικός δεσμός που δημιουργεί με την όμορφη νεαρή υπολοχαγό Άννα Ντέιβις (Ντάνα Γουίντερ), ενώ παράλληλα διεξάγονται οι πολεμικές δραστηριότητες. Το έργο τελειώνει με τον Σέπαρντ, σε εορταστική διάθεση, να προσκαλεί την Άννα σε γεύμα.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]