Βυζαντινή Αρμενία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Βυζαντινή Αρμενία τα έτη 387-536.

Η Βυζαντινή Αρμενία, μερικές φορές γνωστή ως Δυτική Αρμενία, [1] [2] [3] είναι το όνομα που δόθηκε στα μέρη του βασιλείου της Αρμενίας, που έγιναν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το μέγεθος της επικράτειας ποίκιλλε με την πάροδο τού χρόνου, ανάλογα με τον βαθμό ελέγχου που είχαν οι Βυζαντινοί στην Αρμενία.

Η Βυζαντινή και η Σασσανιδική Αυτοκρατορία χώρισαν την Αρμενία το 387 και το 428. Η Δυτική Αρμενία περιήλθε υπό βυζαντινή κυριαρχία, και η Ανατολική Αρμενία έπεσε υπό τον έλεγχο των Σασσανιδών. Ακόμη και μετά την ίδρυση τού Αρμενικού βασιλείου των Βαγρατιδών, τμήματα της ιστορικής Αρμενίας και περιοχές που κατοικούνταν από Αρμενίους βρίσκονταν ακόμη υπό Βυζαντινή κυριαρχία.

Οι Αρμένιοι δεν είχαν καμία εκπροσώπηση στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, λόγω τηε ένοπλης εξέγερσής τους εναντίον των Σασσανιδών. Αυτός ο λόγος προκάλεσε μία θεολογική διαφοροποίηση μεταξύ του αρμενικού και του βυζαντινού χριστιανισμού. [4]

Ανεξάρτητα από αυτό, πολλοί Αρμένιοι έκαναν επιτυχή σταδιοδρομία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αρκετοί Βυζαντινοί Αυτοκράτορες ήταν εθνικά Αρμένιοι, ή μισοί Αρμένιοι, ή εν μέρει Αρμένιοι, ή πιθανώς Αρμένιοι, αν και πολιτισμικά Ανατολικοί Ρωμαίοι (Βυζαντινοί). Το καλύτερο παράδειγμα είναι ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος, του οποίου ο πατέρας ήταν Αρμένιος και η μητέρα του από την Καππαδοκία: αυτός ξεκίνησε τη Δυναστεία τού Ηρακλείου (610–717). Ο Βασίλειος Α' είναι άλλο ένα παράδειγμα Αρμένιου που ξεκίνησε μία δυναστεία, τη Μακεδονική: ο πατέρας του ήταν Αρμένιος και η μητέρα του Ελληνίδα. Άλλοι Αυτοκράτορες ή σφετεριστές, πλήρους ή μερικής αρμενικής καταγωγής, είναι: ο Ρωμανός Α', ο Ιωάννης Α' Τζίιμισκής, ο Μιζίζιος, ο Αρτάβασδος, ο Φιλιππικός Βαρδάνης και ο Λέων Ε'.

Αρμένιοι στρατιωτικοί στον Βυζαντινό Στρατό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αρμενία έκανε μεγάλες συνεισφορές στο Βυζάντιο μέσω των στρατιωτικών της. Η Αυτοκρατορία χρειαζόταν έναν καλό στρατό, καθώς απειλούνταν συνεχώς. Ο στρατός ήταν σχετικά μικρός, ποτέ δεν ξεπερνούσε τους 150.000 άνδρες. Τα σώματα στρατού στέλνονταν σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας, έπαιρναν μέρος στις πιο σκληρές μάχες, και ποτέ ένα σώμα δεν ξεπερνούσε τους 20.000 ή 30.000 άνδρες. Από τον 5ο αι. και μετά οι Αρμένιοι θεωρούνταν ως το κύριο συστατικό τού Βυζαντινού στρατού. Ο Προκόπιος αφηγείται ότι οι σχολάριοι (οι φρουροί του παλατιού του αυτοκράτορα), «επιλέγονταν από τους πιο γενναίους Αρμένιους».

Αρμένιοι στρατιώτες στον Βυζαντινό στρατό αναφέρονται κατά τους επόμενους αιώνες, ιδιαίτερα κατά τον 9ο και τον 10ο αι., που ίσως ήταν η περίοδος της μεγαλύτερης συμμετοχής των Αρμενίων στον βυζαντινό στρατό. Βυζαντινοί και Άραβες ιστορικοί αναγνωρίζουν ομόφωνα τη σημασία των Αρμενίων στρατιωτών. Ο Τσαρλς Ντηλ, για παράδειγμα, γράφει: «Οι αρμενικές μονάδες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν πολυάριθμες και καλά εκπαιδευμένες». [5] Ένας άλλος βυζαντινός ιστορικός επαινεί τον καθοριστικό ρόλο, που έπαιξε το αρμενικό πεζικό στις νίκες των βυζαντινών Αυτοκρατόρων Νικηφόρου Α΄ Φωκά και Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή. [6]

Εκείνη την εποχή οι Αρμένιοι υπηρετούσαν δίπλα-δίπλα με τους Βαράγγους (Νορβηγούς), που βρίσκονταν στο βυζαντινό στρατό. Αυτή η πρώτη συνάντηση μεταξύ των Αρμενίων ορεινών κατοίκων και των Σκανδιναβών έχει συζητηθεί από τον Νάνσεν, ο οποίος φέρνει αυτά τα δύο στοιχεία πιο κοντά το ένα με το άλλο και καταγράφει: «οι Αρμένιοι ήταν αυτοί, που μαζί με τους Σκανδιναβούς προπάτορές μας, αποτελούσαν τις μονάδες επίθεσης του Βυζαντίου». [7] Επιπλέον, ο Μπουσέλ υπογραμμίζει τις ομοιότητες στον τρόπο σκέψης και το πνεύμα των Αρμενίων φεουδαρχών και των βορείων πολεμιστών. Ισχυρίζεται ότι, και στις δύο ομάδες, υπήρχε μία περίεργη απουσία και άγνοια της διακυβέρνησης και τού δημόσιου συμφέροντος και ταυτόχρονα ένα εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον για την επίτευξη προσωπικών διακρίσεων και μία πίστη προς τα αφεντικά και τους ηγέτες τους. [8]

Αρμένιοι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταξύ των δύο γιων του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ ακολουθήθηκε σύντομα από επικράτηση ξένων στοιχείων στην Αυλή του Βυζαντίου, του ανατολικού μισού του διαμερισμένου κόσμου. Η γειτνίαση της πρωτεύουσας με την Αρμενία, προσέλκυσε στις ακτές του Βοσπόρου μεγάλο αριθμό Αρμενίων, και για τρεις αιώνες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. [9]

Ο σημαντικός ρόλος που έπαιξαν στην ιστορία του Βυζαντίου οι Αρμένιοι, έχει γενικά παραγνωριστεί. [10]

Συμβούλιο της Θεοδοσιούπολης (593)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Βυζαντινο-περσικά σύνορα στην Αρμενία μετά τη σύναψη ειρήνης το 591.

Μετά την ολοκλήρωση του μακροχρόνιου Βυζαντινο-περσικού Πολέμου (572-591), η άμεση βυζαντινή κυριαρχία επεκτάθηκε σε όλες τις δυτικές περιοχές της Αρμενίας. Για να ενισχύσει τον πολιτικό έλεγχο στις πρόσφατα προσαρτηθείσες περιοχές, ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602) αποφάσισε να υποστηρίξει την υπέρ της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα παράταξη της τοπικής Αρμενικής Εκκλησίας. Το 593 μία περιφερειακή σύνοδος δυτικο-αρμενίων επισκόπων συγκλήθηκε στη Θεοδοσιούπολη και διακήρυξε την πλήρη πίστη στα δόγματα της Χαλκηδόνας. Η σύνοδος εξέλεξε επίσης τον Ιωάννη (Yovhannes, ή Hovhannes) του Bαγαράν ως τον νέο Καθολικό (αρχιεπίσκοπο) των Χαλκηδονίων Αρμενίων. [11]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Rivoira, Giovanni Teresio (1918). Moslem Architecture: Its Origins and Development. Oxford University Press. σελ. 188. 
  2. The Armenian Review, Volume 3. Boston: Hairenik Association. 1950. σελ. 25. 
  3. Baumstark, Anton (2011). On the Historical Development of the Liturgy. Collegeville, Minnesota: Liturgical Press. σελ. 102. ISBN 9780814660966. 
  4. «The Glory of Byzantium | Publications for Educators | Explore & Learn | The Metropolitan Museum of Art». 
  5. C. Diehl, The Cambridge Medieval History, vol. IV; See also Schlumberger, Un Emperor byzantin au X siecle, Paris, 1890, p. 83 and 350
  6. F. W. Bussel, Essays on the Constitutional History of the Roman Empire, London, 1910, vol. II, p. 234
  7. F. Nansen, Gjennem Armenia, Oslo, 1927, p. 21; See also Pawlikowski-Cholwa, Heer und Völkerschicksal, München, 1936, p. 117
  8. F. W. Bussel, Essays on the Constitutional History of the Roman Empire, London, 1910, vol. II, p. 448
  9. Vahan Kurkjian - Armenians Outside of Armenia
  10. P. Charanis, "Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century," (1959)
  11. Meyendorff 1989, σελ. 108-109, 284, 343.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]